Εν αρχή ην το «Μαύρο Γούντστοκ»

Εν αρχή ην το «Μαύρο Γούντστοκ»

Για δεκαετίες παρέμενε στα αζήτητα το πολύτιμο οπτικοακουστικό υλικό από τις συναυλίες της αφρόκρεμας της μαύρης μουσικής, τον Αύγουστο του 1969

Το τριήμερο 15-17 Αυγούστου συμπληρώθηκαν 54 χρόνια από τη διοργάνωση του πιο θρυλικού ροκ φεστιβάλ όλων των εποχών. Το Φεστιβάλ Γούντστοκ που κατάφερε να συγκεντρώσει τους μεγαλύτερους αστέρες της ροκ και κοινό 500.000 ανθρώπων, αναγκάζοντας έως και τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον να δηλώσει: «Θα έπρεπε να ρίξουμε μια ατομική βόμβα πάνω απ’ το Γούντστοκ για να απαλλαγούμε μια και καλή απ’ τους χίπηδες». Ηταν η περίοδος του αντιπολεμικού κινήματος και των ελεύθερων συναυλιών, της ψυχεδέλειας και των πιο έντονων πειραματικών τάσεων που γνώρισαν διεθνώς οι τέχνες, αλλά και του Κόμματος των Μαύρων Πανθήρων, της επαναστατικής – σοσιαλιστικής οργάνωσης που είχε ιδρυθεί στα τέλη του 1966 και αποτέλεσε «απειλή για την εσωτερική ασφάλεια της χώρας», σύμφωνα με τον τότε διευθυντή του FBI.

Μόλις πριν από δύο χρόνια, το 2021, ήρθε στο φως της δημοσιότητας το ντοκιμαντέρ «Το καλοκαίρι της σόουλ (…ή, Οταν η επανάσταση δεν μπορούσε να μεταδοθεί τηλεοπτικά)» με το οποίο έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο ο 50χρονος Αφροαμερικανός κινηματογραφιστής, ηθοποιός, δημοσιογράφος και μουσικός (ντράμερ του χιπ χοπ συγκροτήματος Roots) Αμίρ K. Τόμπσον. Η ταινία απέσπασε πάνω από τριάντα βραβεία στα μεγαλύτερα κινηματογραφικά φεστιβάλ (Σάντανς, Σικάγο, Ντιτρόιτ, Τορόντο), με αποκορύφωμα το βραβείο Οσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ τον Μάρτιο του 2022.

Πού έγκειται όμως η σπανιότητα του εν λόγω ντοκιμαντέρ; Το καλοκαίρι του 1969 διoργανώθηκε το Harlem Cultural Festival για έξι συνολικά Κυριακές, από τις 29 Ιουνίου μέχρι τις 24 Αυγούστου (συνέπεσε δηλαδή με το Γούντστοκ) στο πάρκο Mount Morris στο Μανχάταν. Παρότι το φεστιβάλ γινόταν από το 1967 και ήταν μια γιορτή της αφροαμερικανικής κουλτούρας αλλά και μέσο προώθησης της «μαύρης υπερηφάνειας», το 1969 ήταν η χρονιά που φιλοξένησε τις σημαντικότερες συναυλίες του. Στίβι Γουόντερ, Μαχάλια Τζάκσον, Νίνα Σιμόν, Μπλίνκι Γουίλιαμς, Γκλάντις Νάιτ, Μπι Μπι Κινγκ και τα συγκροτήματα Fifth Dimension (με τη διασκευή τους στο «Aquarius» από το θρυλικό μιούζικαλ «Hair»), Chambers Brothers και Sly & The Family Stone (οι τελευταίοι συμμετείχαν επίσης και στο Γούντστοκ). Απουσία είχε πάρει ο Τζίμι Χέντριξ, ο οποίος, επειδή ακριβώς θα ήταν από τα βασικά ονόματα των καλλιτεχνών του Γούντστοκ δεν γινόταν να συμμετάσχει και στο Harlem Cultural Festival – κάτι που θύμωσε το αφροαμερικανικό κοινό της διοργάνωσης. Λόγω της τεράστιας επιτυχίας που είχε το Γούντστοκ αλλά και της φήμης που απόκτησε ως event μέσα στα χρόνια, το Harlem Cultural Festival εκείνης της χρονιάς επισκιάστηκε μοιραία και πέρασε στην ιστορία ως «Μαύρο Γούντστοκ». Εννοείται πως κατά τη διάρκεια του το φεστιβάλ διατήρησε τον έντονα πολιτικό και αντιρατσιστικό του χαρακτήρα. Στο περιθώριο των συναυλιών, λόγου χάρη, συμμετείχαν και αριστεροί ακτιβιστές σαν τον Τζέσε Τζάκσον, ενώ τις συνολικά έξι συναυλίες με ελεύθερη είσοδο παρακολούθησαν περισσότερα από 300.000 άτομα.

Χαμένο σε ένα υπόγειο

Στο φεστιβάλ βρισκόταν με το συνεργείο του ο κινηματογραφιστής Χαλ Τούλτσιν, ύστερα από πρόταση που του είχε γίνει από τους διοργανωτές. Ο Τούλτσιν κατέγραψε με πέντε κάμερες πάνω από 40 ώρες τελικού υλικού, που παρέμενε ανέκδοτο και εμπορικά ανεκμετάλλευτο. Την ίδια εποχή ο Τούλτσιν επιχείρησε να το πουλήσει στην αμερικανική τηλεόραση με σκοπό να προκύψει ένα κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ, μα δεν υπήρξε ενδιαφέρον. Μοναδική εξαίρεση ήταν κάποια πλάνα που χρησιμοποιήθηκαν σε ένα ντοκιμαντέρ για τη Νίνα Σιμόν. Τα φιλμ του Τούλτσιν κλείστηκαν σ’ ένα υπόγειο για πάνω από τρεις δεκαετίες, μέχρι που το 2004 ο Τζο Λάουρο, υπάλληλος της ταινιοθήκης Historic Films Archive της Νέας Υόρκης, τα ανακάλυψε και τον προσέγγισε. Με την άδειά του ψηφιοποίησε και ξεσκαρτάρισε το υλικό, φτάνοντας σε συμφωνία μάλιστα με τον παραγωγό Ρόμπερτ Φάιβολεντ. Τελικά, όμως, ο Τούλτσιν δεν τα βρήκε με τον Λάουρο και αποφάσισε να πουλήσει τα δικαιώματά του στον εμπλεκόμενο παραγωγό. Ο Φάιβολεντ με τη σειρά του βρήκε άλλους τρεις συμπαραγωγούς και έτσι φτάνουμε στο 2019, που ανακοινώθηκε πως ο Αμίρ Κ. Τόμπσον θα σκηνοθετούσε το ντοκιμαντέρ «Το καλοκαίρι της σόουλ (…ή, Οταν η επανάσταση δεν μπορούσε να μεταδοθεί τηλεοπτικά». Ταυτόχρονα με τη συμμετοχή της ταινίας στα διεθνή φεστιβάλ, το ντοκιμαντέρ του Τόμπσον έκανε πρεμιέρα στις αίθουσες τον Ιούλιο του 2021 και στην ψηφιακή πλατφόρμα Hulu του κολοσσού Walt Disney Company. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Τόμπσον, παρότι μεγαλωμένος μέσα στις συναυλίες από γονείς μουσικούς που τον έπαιρναν πάντα μαζί τους, δεν είχε ακούσει ποτέ γι’ αυτό το άγνωστο φεστιβάλ, αφού –όπως είπαμε– παρέμενε για μισό αιώνα στη σκιά του Γούντστοκ.

Η ιδιαιτερότητα

«Το καλοκαίρι της σόουλ» βασίστηκε όχι μόνο σ’ ένα υλικό που έβγαινε στην επιφάνεια τόσες δεκαετίες μετά, αλλά και σε σημερινές συνεντεύξεις με θεατές και μουσικούς του φεστιβάλ, καθώς και σε μαρτυρίες ανθρώπων ικανών να αποδώσουν το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής του. Διόλου τυχαίο που ξέχωρα από τα σχεδόν 4 εκατ. δολάρια που απέφερε στο box office, το ντοκιμαντέρ έχει χαρακτηριστεί ένα από τα καλύτερα κινηματογραφικά έργα της δεκαετίας του 2020 και του 21ου αιώνα.

Documento Newsletter