Εμμένει το Υπουργείο Δικαιοσύνης στην απόφαση του να ανατεθούν με προεδρικά διατάγματα καθήκοντα υποθηκοφύλακα σε Ειρηνοδίκες μετατρέποντας 16 ειδικά άμισθα υποθηκοφυλακεία σε έμμισθα .
Μετά την απόφαση του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της χώρας να κρίνει αντισυνταγματική την ανάθεση καθηκόντων υποθηκοφύλακα σε ειρηνοδίκη και την τοποθέτηση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) υπέρ της επίμαχης γνωμοδότησης, το Υπουργείο Δικαιοσύνης επανέρχεται δια του Γενικού Γραμματέα, Γεώργιου Σάρλη.
Με αφορμή την γνωμοδότηση του ΣτΕ ότι τα σχετικά προεδρικά διατάγματα που αναθέτουν καθήκοντα υποθηκοφύλακα σε Ειρηνοδίκες προσκρούουν στις συνταγματικές επιταγές και άρα δεν είναι νόμιμα, ο κ. Σάρλης με δήλωση του υποστηρίζει ότι έτυχαν κακής ανάγνωσης τόσο η θέση του ΣτΕ όσο και οι προθέσεις και πρακτικές του Υπουργού Δικαιοσύνης.
Ξεκαθαρίζει δε ότι ο κ. Κοντονής δεν πρόκειται να υπαναχωρήσει.
Ακολουθεί ολόκληρη η ανακοίνωση του Γενικού Γραμματέα του Υπ. Δικαιοσύνης:
«Κακής ανάγνωσης έτυχαν τόσο το πρακτικό επεξεργασίας (υπ’ αρ. 113/2017) του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, όσο και οι προθέσεις και πρακτικές του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σχετικά με το ζήτημα της εμμισθοποίησης 20 άμισθων υποθηκοφυλακείων που λειτουργούν με αναπλήρωση. Η επιλογή του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κ. Σταύρου Κοντονή να προχωρήσει σε αυτή παραμένει σταθερή. Θα ενισχυθεί δε, από την αξιοποίηση στοιχείων που περιλαμβάνονται στο ίδιο το Πρακτικό Επεξεργασίας του αρμόδιου Τμήματος του ΣτΕ.
Η πολιτική αυτή του Υπουργείου εκκινούσε από τη διαχρονική ανάδειξη της δικαστικής λειτουργίας στο οικείο πεδίο. Τα υποθηκοφυλακεία επί πολλές δεκαετίες και έως σήμερα συνιστούσαν σημαντικούς θεσμούς για τον νομικό έλεγχο και τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων των πολιτών επί των ακινήτων και αναγκαία βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των δικαστικών αρχών. Εξ ου και η αναπλήρωση υποθηκοφύλακα από ειρηνοδίκη αποτελούσε πάγια, αυτονόητη αντίληψη που μπορεί ο καθένας να τη βρει εκφρασμένη στο οικείο νομοθετικό πλαίσιο, που ισχύει εδώ και περισσότερο από 75 χρόνια και έως σήμερα (ά. 5 παρ. 1 του Κανονιστικού Διατάγματος της 19/07/1941). Η πρωτοβουλία, συνεπώς, άμεσης εμμισθοποίησης υποθηκοφυλακείων, εν μέσω μιας οικονομικής κρίσης που οδήγησε πολλά από αυτά στο να υπολειτουργούν, δεν συνιστούσε σύγκρουση με τη δικαστική λειτουργία, αλλά προσπάθεια διαφύλαξης κρίσιμων υπηρεσιών που εντάσσονται στον κύκλο λειτουργίας της και έχουν μεγάλη κοινωνική σημασία. Μάλιστα, κατ’ εκτίμηση και των οικείων οικονομικών εκθέσεων, από τα έσοδα των υποθηκοφυλακείων που θα εμμισθοποιηθούν αναμένεται όχι μόνο να καλυφθούν οι αναγκαίες δαπάνες λειτουργίας των ίδιων, αλλά και να αποδοθούν κέρδη στον κρατικό προϋπολογισμό.
Εξάλλου, το Δικαστήριο σαφώς αναγνώρισε τη δικαιοδοτική, με την ευρεία έννοια, φύση της σχετικής αρμοδιότητας. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης δε, προσδοκούσε ότι αυτή η διαπίστωση θα αρκούσε για την ανάθεση της ευθύνης για πράξεις, εν ευρεία εννοία δικαιοδοτικές και ιδιαίτερης σημασίας για την ασφάλεια των συναλλαγών και την προστασία των εμπράγματων δικαιωμάτων, στους κατεξοχήν έμπειρους, δηλαδή τους δικαστικούς λειτουργούς.
Τα Προεδρικά Διατάγματα για την εμμισθοποίηση των πρώτων υποθηκοφυλακείων, παρά τα γραφόμενα, δεν κρίθηκαν μη νόμιμα ή αντισυνταγματικά, και θα εκδοθούν σύντομα, ενώ θα ληφθεί κάθε άλλη αναγκαία νομοθετική πρωτοβουλία για την ταχύτερη δυνατή ολοκλήρωση της διαδικασία που έχει επιλεγεί».