Αίσθηση, αλλά και έντονη κριτική για την ρωσόφιλη ανάγνωση των γεγονότων, έχει προκαλέσει στην Γαλλία (αλλά και πέρα από αυτή) το τελευταίο βιβλίο του διάσημου «προφήτη» της πτώσης της Σοβιετικής Ένωσης, ανθρωπολόγου και ιστορικού, Εμάνουελ Τοντ.
Το βιβλίο του Τοντ έχει τίτλο «Η Ήττα της Δύσης» και σε αυτό αναλύει το πώς η Ρωσία με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία κατάφερε την οριστική ήττα της Δύσης. Στην περιγραφή του βιβλίου που βρίσκει κανείς στην ιστοσελίδα του εκδοτικού οίκου Gallimard, αναφέρει: «Η εσωτερική κατάρρευση της ΕΣΣΔ έθεσε την Ιστορία πάλι σε κίνηση. Βύθισε την Ρωσία σε μια βίαιη κρίση. Πάνω από όλα όμως, δημιούργησε ένα παγκόσμιο κενό το οποίο ρούφηξε την Αμερική, παρά το γεγονός ότι η ίδια βρισκόταν σε κρίση από το 1980. Μια παράδοξη κίνηση πυροδοτήθηκε τότε όμως: Η επέκταση μέσω κατάκτησης μιας Δύσης που στην καρδιά της ατονούσε». Στην περιγραφή του βιβλίου αναφέρεται όλο το ζουμί της ανάλυσης του Τοντ, το οποίο στην ουσία περιγράφει το πώς οι Δυτικές αξίες αντικαταστάθηκαν από τον μηδενισμό και πως αυτός στην συνέχεια συγχωνεύθηκε με την αντίστοιχη λογική της Ουκρανίας, σε μια στιγμή όμως της Ιστορίας που η Ρωσία είχε προλάβει να σταθεροποιηθεί.
Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του και την δημόσια συζήτηση που αυτό έχει προκαλέσει, ο Τοντ – που είχε προβλέψει ήδη από το 1976 την πτώση της ΕΣΣΔ με το έργο του «Η Τελική Πτώση»- έδωσε πρόσφατα συνέντευξη στην γαλλική δεξιόστροφη εφημερίδα Le Figaro. Σε αυτήν ο ανθρωπολόγος δίνει περισσότερες λεπτομέρειες για την εκτίμηση που κάνει σχετικά με την ήττα της Δύσης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η εκτίμηση του βασίζεται σε τρεις παράγοντες. Ο πρώτος είναι το βιομηχανικό έλλειμμα στις ΗΠΑ σε συνδυασμό με την αποκάλυψη της φανταστικής φύσης του Αμερικανικού ΑΕΠ. Ο Τοντ αναφέρει πως το έλλειμμα αυτό οφείλεται κυρίως στην κακή ποιότητα της εκπαίδευσης στις ΗΠΑ που βρίσκεται σε κάμψη ήδη από το 1965.
Ο δεύτερος παράγοντας για την πτώση της Δύσης είναι, η εξαφάνιση από το προσκήνιο του Αμερικανικού Προτεσταντισμού. Ο Τοντ υποστηρίζει ότι το βιβλίο του αποτελεί συνέχεια του μνημειώδους έργου του Μαξ Βέμπερ «Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού». Σύμφωνα με τον ίδιο η πρόσφατη «κατάρρευση του Προτεσταντισμού πυροδότησε μια παρακμή σε επίπεδο ιδεών, την εξαφάνιση της εργασιακής ηθικής και την μαζική απληστία (επισήμως: νεοφιλελευθερισμός): Η άνοδος μετατρέπεται σε πτώση της Δύσης».
Ο τρίτος παράγοντας είναι σύμφωνα με τον Τοντ, η προτίμηση που δείχνει ο υπόλοιπος κόσμος στην Ρωσία. Όπως ανέφερε στην συνέντευξή του στην Le Figaro: «Ο τρίτος παράγοντας της ήττας της Δύσης είναι ότι ο υπόλοιπος κόσμος συντάχθηκε με τη Ρωσία. Έχει ανακαλύψει παντού διακριτικούς οικονομικούς συμμάχους. Μια νέα ήπια συντηρητική (αντι-LGBT) ρωσική δύναμη λειτούργησε αποτελεσματικά καθώς κατέστη σαφές ότι η Ρωσία άντεχε στο οικονομικό σοκ. Η πολιτιστική μας νεωτερικότητα φαίνεται στην πραγματικότητα αρκετά τρελή στον έξω κόσμο και αυτή είναι μια παρατήρηση που έγινε από έναν ανθρωπολόγο και όχι από έναν ρετρό ηθικολόγο. Και επιπλέον, καθώς ζούμε από την κακοπληρωμένη εργασία ανδρών, γυναικών και παιδιών από τον πρώην τρίτο κόσμο, η ηθική μας δεν είναι αξιόπιστη. Η Δυτική άρνηση να αναλύσει την Ρωσική στρατηγική ως προς την λογική, τους λόγους, τα δυνατά της σημεία, αλλά και τους περιορισμούς της, οδήγησε σε γενική τύφλωση».
Σύμφωνα με τον Τοντ «οι Αμερικανοί θα επιδιώξουν πράγματι ένα status quo που θα τους επέτρεπε να κρύψουν την ήττα τους. Οι Ρώσοι δεν θα το δεχτούν. Έχουν επίγνωση όχι μόνο της βιομηχανικής και στρατιωτικής τους υπεροχής σήμερα, αλλά και της μελλοντικής δημογραφικής τους αδυναμίας».
Ο Γάλλος στοχαστής τονίζει πως «ο Πούτιν σίγουρα θέλει να επιτύχει τους πολεμικούς του στόχους σώζοντας άνδρες και παίρνει το χρόνο του. Θέλει να διατηρήσει τα επιτεύγματα της σταθεροποίησης της ρωσικής κοινωνίας. Δεν θέλει να επαναστρατιωτικοποιήσει τη Ρωσία και θέλει να συνεχίσει την οικονομική της ανάπτυξη. Ξέρει όμως επίσης ότι έρχονται δημογραφικά κενές ηλικίες και ότι η στρατολόγηση θα είναι πιο δύσκολη σε λίγα χρόνια (τρία, τέσσερα, πέντε;). Επομένως, οι Ρώσοι πρέπει να νικήσουν την Ουκρανία και το ΝΑΤΟ τώρα, χωρίς να τους δώσουν καμία ανάπαυλα. Ας μην έχουμε αυταπάτες. Η ρωσική προσπάθεια θα ενταθεί».
Παρατηρεί ακόμα πως «η άρνηση της Δύσης να σκεφτεί τη ρωσική στρατηγική στη λογική της, με τους λόγους, τις δυνάμεις της, τα όριά της, έχει ως αποτέλεσμα τη γενική τύφλωση. Οι λέξεις επιπλέουν στην ομίχλη».
Σε μια προσπάθεια να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι στην έντονη κριτική που δέχεται ως ρωσόφιλος ο Τοντ ανέφερε στην συνέντευξή του πως: «Η Ρωσία είναι ξεκάθαρα μια αυταρχική δημοκρατία (που δεν προστατεύει τις μειονότητες) με μια συντηρητική ιδεολογία, αλλά η κοινωνία της κινείται, υπάρχει μια έντονη στροφή στην τεχνολογία με ολοένα και περισσότερα στοιχεία τα οποία λειτουργούν. Περιγράφοντας αυτή την πραγματικότητα, είμαι περισσότερο ένα σοβαρός ιστορικός παρά ένας Πουτινόφιλος. Κάθε υπεύθυνος Πουτινοφοβικός θα πρέπει να ξέρει τα «μέτρα» του αντιπάλου του. Επίσης εμφατικά τονίζω κάθε φορά ότι η Ρωσία, ακριβώς όπως και η Δύση που θεωρείται παρηκμασμένη έχει δημογραφικό πρόβλημα. Η ρωσική νομοθεσία εναντίον των ΛΟΑΤΚΙ αν και πιθανόν θεωρείται θετική από τον υπόλοιπο κόσμο, δεν κάνει τους Ρώσους να κάνουν περισσότερα παιδιά από εμάς. Η Ρωσία δεν έχει ανοσία στην γενικότερη κρίση της νεωτερικότητας. Δεν υπάρχει ένα Ρωσικό αντιπαράδειγμα».
Στην συνέντευξή του μεταξύ άλλων ανέφερε: «Το βιβλίο μου παρουσιάζει μια περιγραφή της ρωσικής σταθερότητας, στη συνέχεια, κινούμενο προς τα δυτικά, αναλύει το αίνιγμα μιας ουκρανικής κοινωνίας σε αποσύνθεση που βρήκε στον πόλεμο ένα νόημα για τη ζωή της, στη συνέχεια προχωρά στον παράδοξο χαρακτήρα της νέας ρωσοφοβίας των πρώην λαϊκών δημοκρατιών, μετά στην κρίση της ΕΕ και τέλος στην κρίση των αγγλοσαξονικών και σκανδιναβικών χωρών. Αυτή η πορεία προς τα δυτικά μας οδηγεί βήμα-βήμα προς την καρδιά της αστάθειας του κόσμου. Είναι μια βουτιά σε μια μαύρη τρύπα. Ο αγγλοαμερικανικός προτεσταντισμός έχει φτάσει σε μηδενικό στάδιο της θρησκείας, πέρα από το στάδιο των ζόμπι, και δημιούργησε αυτή τη μαύρη τρύπα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, στις αρχές της τρίτης χιλιετίας, ο φόβος του κενού μεταλλάσσεται σε θεοποίηση του τίποτα, σε μηδενισμό».