Τη στιγμή που τα φαινόμενα έμφυλης βίας και κακοποίησης αυξάνονται δραματικά στην Ελλάδα, η κυβέρνηση δεν χτυπάει το πρόβλημα στη ρίζα του αλλά εξαγγέλλει αυστηροποίηση ποινών για να ικανοποιήσει το κοινό περί δικαίου αίσθημα.
«Υπέμενα κάθε μορφής βία κι εξευτελισμό αλλά δεν έφευγα, γιατί δεν είχα καμία στήριξη. Δεν είχα πού να πάω».
«Του έκανα μήνυση και ασφαλιστικά μέτρα. Εμπαινε στο κρατητήριο για λίγο, έβγαινε και ξανά τα ίδια. Δεν έλαβα καμία βοήθεια από το κράτος, όπως κάποιο επίδομα, κάποια στήριξη. Αντιθέτως, πλήρωσα όλα τα δικαστικά έξοδα».
Οι φράσεις αυτές αντηχούν τον πόνο και την απελπισία που βιώνουν χιλιάδες γυναίκες πίσω από τις κλειστές πόρτες ενός σπιτιού όπου γράφονται σκοτεινές ιστορίες έμφυλης βίας. Ιστορίες κακοποίησης –σωματικής και ψυχικής–, που συχνά μένουν στην αφάνεια, καθιστώντας τα θύματα απροστάτευτα και τελικά αόρατα.
Το ερώτημα όμως είναι γιατί μια κακοποιημένη γυναίκα μένει μόνη χωρίς την παραμικρή βοήθεια και στήριξη. Ποια είναι η στάση του κράτους σε αυτό το μαρτύριο που βιώνει; Το ρεπορτάζ του Documento αποκαλύπτει τις σοβαρές ελλείψεις της Ελλάδας στην αντιμετώπιση και την πρόληψη της έμφυλης βίας, επιβεβαιώνοντας τον φόβο μιας κακοποιημένης γυναίκας ότι κανείς δεν θα την ακούσει.
Ελλείψεις και παρατυπίες της ΕΛΑΣ
«Μετά την καταγγελία στην αστυνομία τι;». Το ερώτημα αυτό αντικατοπτρίζει την αδυναμία και την αδιαφορία σε πολλές περιπτώσεις της ΕΛΑΣ όσον αφορά την αντιμετώπιση καταγγελιών έμφυλης βίας, καθώς παρατηρούνται μη αρμόζουσες συμπεριφορές από αρκετά αστυνομικά όργανα, γεγονός που ενισχύει τα συναισθήματα ανασφάλειας μιας κακοποιημένης γυναίκας. Η Νάντια Κωνστάντου, δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, επικεφαλής του τμήματος οικογενειακού δικαίου του γραφείου Μίνα Καούνη και Συνεργάτες, δηλώνει ότι «η αστυνομία δεν παίρνει τη θέση που πρέπει. Είναι γεγονός πως οι περισσότερες περιπτώσεις γυναικών που έχουν κακοποιηθεί ή και πεθάνει από ενδοοικογενειακή βία πιο πριν έχουν απευθυνθεί στην αστυνομία,η οποία συχνά τούς λέει: “Προσπαθήστε να τα ξαναβρείτε”. Δεν λειτουργούν πάντα τις αυτόφωρες διαδικασίες όταν η γυναίκα κάνει μήνυση. Πρέπει η αστυνομία να επιλαμβάνεται συντομότερα, αλλά δεν το κάνει και αυτό είναι αδυναμία του ελληνικού συστήματος».
Μάλιστα, σύμφωνα με τη Βάσια Μπάκου, κοινωνιολόγο του Συμβουλευτικού Κέντρου Γυναικών Δήμου Χαλανδρίου και προέδρου του Πανελλήνιου Σωματείου Εργαζομένων στο Δίκτυο των Δομών της ΓΓ Ισότητας των Φύλων (ΓΓΙΦ), έχουν γίνει συχνές αναφορές από γυναίκες ότι δεν έχουν λάβει τη συνδρομή που θα έπρεπε από το εκάστοτε αστυνομικό τμήμα, κάτι που συνιστά παράβαση καθήκοντος.
Οπως επισημαίνει στο Documento η ψυχολόγος Αλεξάνδρα Μακρυδάκη, «η καταγγελία στην αστυνομία για τη γυναίκα δεν συνιστά εύκολη διαδικασία, γιατί σε πολλές περιπτώσεις έρχεται σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση, καθώς της γίνονται ερωτήσεις που ίσως την επανατραυματίσουν και θα της προσάψουν ευθύνες ότι εκείνη έκανε κάτι λάθος. Επίσης, πολλές καταγγελίες δεν έχουν πάρει τη δικαστική οδό, πολλές δεν έχουν καταγραφεί και αποσιωπώνται».
Πράγματι, σύμφωνα με διεθνείς μελέτες παρατηρείται μεγάλο κενό αναφορικά με την επίσημη καταγραφή καταγγελιών κακοποίησης, καθώς πολλά περιστατικά δεν ακολούθησαν την ποινική διαδικασία, ενώ σε πολλές περιπτώσεις το θύμα δεν παραπέμφθηκε σε δομή υποστήριξης ή ο αστυνομικός δεν γνώριζε σε ποιον φορέα έπρεπε να απευθυνθεί. Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν εγείρονται σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τον ρόλο της πολιτείας στη διαιώνιση μιας κουλτούρας ατιμωρησίας γύρω από την έμφυλη κακοποίηση.
Αγώνας μετ’ εμποδίων ο δρόμος προς τη Δικαιοσύνη
Σε δεύτερο στάδιο, όσες επιζώσες δεν πτοηθούν από την αποθάρρυνση των αρχών βρίσκονται αντιμέτωπες με τον δύσβατο δρόμο της Δικαιοσύνης. Η αδιαφορία της πολιτείας όσον αφορά τη διαχείριση υποθέσεων έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας αντικατοπτρίζεται μεταξύ άλλων στα χαμηλά ποσοστά ποινικών διώξεων και καταδίκης των κατηγορουμένων.
Η Ν. Κωνστάντου επισημαίνει πως «η διαδικασία είναι χρονοβόρα. Μέχρι να φτάσουμε στο δικαστήριο, το οποίο θα καταδικάσει τον δράστη μπορεί να περάσουν 4 και 5 χρόνια και μέχρι το Εφετείο θα περάσουν 6-7 χρόνια», διάστημα κατά το οποίο ο θύτης είναι ελεύθερος να τρομοκρατεί και να απειλεί το θύμα.
Αναφορικά με τα δικαστικά έξοδα και την αναλγησία του κράτους να παράσχει οικονομική βοήθεια στις κακοποιημένες γυναίκες, η Ν. Κωνστάντου επισημαίνει χαρακτηριστικά στο Documento: «Οι γυναίκες καλούνται να πληρώσουν μόνες τους τα δικαστικά έξοδα, όπως και κάθε άλλος πολίτης για τις δίκες που αναλαμβάνει. Δεν υπάρχει κάποια πρόνοια, κάποιο σύστημα ώστε αυτές οι γυναίκες να έχουν οικονομική βοήθεια στη νομική υπεράσπιση. Υπάρχει βέβαια η νομική βοήθεια του δικηγορικού συλλόγου για εκείνες που έχουν πολύ χαμηλό εισόδημα, κάτι που ισχύει για όλους τους πολίτες, αλλά και εκεί το σύστημα είναι δαιδαλώδες. Δεν υπάρχει κρατικό ταμείο που να αφορά αυτές τις περιπτώσεις ούτε κάποιος οργανισμός ώστε μια γυναίκα-θύμα ενδοοικογενειακής βίας να κάνει κάποια αίτηση με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για να λάβει δωρεάν νομική υποστήριξη».
Συνεπιμέλεια με κακοποιητές λόγω Τσιάρα
Τον δύσκολο δρόμο προς τη Δικαιοσύνη επιβεβαιώνει η έκθεση της GREVIO, ανεξάρτητης αρχής που παρακολουθεί την εφαρμογή της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας. Σε αυτήν σημειώνεται πως ένα από τα τρωτά σημεία της Ελλάδας είναι το γεγονός ότι τα περιστατικά της ενδοοικογενειακής βίας δεν λαμβάνονται υπόψη όταν τα δικαστήρια προσδιορίζουν τους όρους και τα δικαιώματα επιμέλειας των παιδιών των διαζευγμένων ζευγαριών. Η ολιγωρία αυτή βασίζεται στον νόμο Τσιάρα, ο οποίος έχει προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων και μεταξύ άλλων προβλέπει την υποχρεωτική συνεπιμέλεια ακόμη και για κακοποιητές συζύγους, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την ασφάλεια τόσο της μητέρας όσο και του παιδιού.
Μάλιστα, σύμφωνα με τις νέες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα σχετικά με την ενδοοικογενειακή βία, για το κράτος λειτουργεί ως πανάκεια η αυστηροποίηση των ποινών αντί να επικεντρωθεί στη δημιουργία νέων δομών φιλοξενίας. Οπως έχει επισημάνει ο δικηγόρος Κώστας Παπαδάκης αξιολογώντας το νομοθέτημα Φλωρίδη που έρχεται προς ψήφιση στη Βουλή, «δεν απαιτούνται μονάχα ποινές, αλλά και μια ευρεία ενίσχυση των κοινωνικών υπηρεσιών, όπως είναι οι δομές φιλοξενίας και η παροχή ψυχολογικής στήριξης και νομικής βοήθειας στο θύμα. Μονάχα έτσι θα υπάρξει ουσιαστική αστυνομική και νομοθετική αντιμετώπιση του φαινομένου, διαφορετικά ο Ποινικός Κώδικας θα ικανοποιήσει μόνο το κοινό περί δικαίου αίσθημα».
Συστάσεις προς τις ελληνικές αρχές
Μάλιστα η GREVIO στην ενότητα «Επείγοντα μέτρα» καλεί τις ελληνικές αρχές να λάβουν τα νομοθετικά μέτρα και να θεσπίσουν τις πολιτικές που απαιτούνται για να ευθυγραμμιστούν το ελληνικό νομικό πλαίσιο και η ελληνική πρακτική με τα άρθρα 52 και 53 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, διασφαλίζοντας ότι οι εντολές προστασίας είναι διαθέσιμες και προσιτές στα θύματα όλων των μορφών βίας κατά των γυναικών.
Αντί για 1.200 κλίνες έχουμε 450
Βάσει της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης η Ελλάδα πρέπει να έχει περίπου 1.200 κλίνες σε ξενώνες για κακοποιημένες γυναίκες. Ωστόσο ο αριθμός τους σήμερα δεν ξεπερνά τις 450, με αποτέλεσμα η χώρα μας να υπολείπεται κατά 58% του στόχου, καθώς κάθε περιφέρεια θα πρέπει να διαθέτει μία οικογενειακή θέση ανά 10.000 άτομα. Εύκολα λοιπόν κατανοεί κανείς ότι επικρατεί υπερπληρότητα κι έτσι μια γυναίκα θα πρέπει να περιμένει μεγάλο χρονικό διάστημα –χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει τον χρόνο αναμονής– μέχρι να ενταχθεί σε μια δομή ακόμη και μακριά από την πόλη όπου διαμένει. Το αποτέλεσμα; Εκατοντάδες γυναίκες παραμένουν μόνες και καταδικασμένες σε ένα κακοποιητικό περιβάλλον με κίνδυνο την ίδια τους τη ζωή.
Σύμφωνα με την Εύα Σιγανάκη, ψυχολόγο στο συμβουλευτικό κέντρο Χαλανδρίου, «η διαδικασία ένταξης είναι αρκετά περίπλοκη και δύσκολη. Καταρχάς δεν υπάρχουν κλίνες. Δεν υπάρχουν επίσης κλίνες έκτακτης φιλοξενίας κι έτσι μια γυναίκα όταν υποβάλλει αίτημα για φιλοξενία πρέπει να περάσει από το σύστημα υγείας κάνοντας κάποιες εξετάσεις ώστε να μπει στον ξενώνα. Για τις εξετάσεις αυτές θα πρέπει να απευθυνθεί σε δημόσιο φορέα, επειδή στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπάρχουν τα χρήματα για να πάνε σε ιδιώτες. Οπως ξέρετε, το σύστημα υγείας δεν έχει διαθέσιμα ραντεβού ούτε υπάρχει κάποιο νοσοκομείο αναφοράς για μια γυναίκα που έχει φάει ξύλο. Αυτές οι εξετάσεις θέλουν περίπου ένα μήνα μέχρι να βγουν. Αν η γυναίκα τώρα κινδυνεύει, δεν υπάρχει τρόπος να φιλοξενηθεί σε μια δομή. Υπάρχουν κάποιες οι οποίες έχουν μείνει στον δρόμο με παιδιά. Μάλιστα αν έχει γιο, το παιδί θα μπορεί να μείνει μαζί της σε ξενώνα μέχρι να κλείσει τα έντεκα. Μετά επιστρέφει στον πατέρα του».
Ωστόσο ακόμη κι αν μια γυναίκα ενταχθεί σε δομή, μπορεί να διαμείνει μονάχα για τρεις μήνες, διάστημα εξαιρετικά μικρό για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της και να στηρίξει τον εαυτό της και τα παιδιά της. «Πώς θα βρει εργασία, πώς θα βρει σπίτι με τόσο υψηλά ενοίκια; Πώς θα μπορέσει να συντηρήσει το σπίτι και τα παιδιά της και να πληρώσει τόσο υψηλά δικαστικά έξοδα;» εκφράζει την απορία της στο Documento η Ασπασία Θεοφίλου, ιδρύτρια της οργάνωσης Strong Me. Τα ερωτήματα αυτά είναι τελικά μια ηχηρή απάντηση στο γιατί μια κακοποιημένη γυναίκα δεν φεύγει μακριά από τον κακοποιητή της.
Εγκλωβισμένες σε κακοποιητικό περιβάλλον
«Είναι λάθος να παροτρύνουμε μια γυναίκα να φύγει εάν δεν έχουμε σχεδιάσει με προσοχή τα επόμενα βήματα. Αν δεν στηριχθεί, υπάρχει ο κίνδυνος να επιστρέψει και έχοντας κάνει αυτό το “αντάρτικο”, βρίσκεται σε ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο από πριν, επειδή αυτό έχει ερεθίσει ακόμη πιο πολύ τον θύτη» υπογραμμίζει η Ασπ. Θεοφίλου. Χωρίς αμφιβολία, το κράτος με την ελλιπή και προβληματική πολιτική που υιοθετεί εξαναγκάζει μια κακοποιημένη γυναίκα να επιστρέψει στον θύτη. Η ψυχολόγος Αλεξ. Μακρυδάκη επισημαίνει στο Documento: «Στο Ηράκλειο και στα χωριά του το 80% των γυναικών έχουν βιώσει μια μορφή κακοποίησης από τον πατέρα, τα αδέρφια ή τον σύντροφο επειδή δεν υπάρχει ένα πλαίσιο να τις στηρίζει, γιατί άπαξ και παντρευτείς έναν άνθρωπο είσαι εκεί. Αν είσαι σε κλειστή κοινωνία και δεν έχεις τη στήριξη της οικογένειας, δύσκολα το εκφράζεις. Οι γυναίκες νιώθουν ότι δεν έχουν πού να πάνε και φοβούνται το στίγμα του χωρισμού, ενώ η ιδέα πως ό,τι γίνεται στο σπίτι πρέπει να μείνει εκεί τις κρατά δέσμιες. Ειδικά στις πιο κλειστές κοινωνίες η γυναίκα διακατέχεται από τον φόβο τι θα πει ο κόσμος. Για παράδειγμα, υπήρχε περιστατικό γυναίκας που ο σύζυγός της τής είχε σπάσει τη γνάθο και δεν τον χώριζε επειδή δεν είχε πού να πάει και περίμενε να βρει μια δουλειά για να μπορέσει να φύγει». Η καταδίκη της γυναίκας σε μια μαρτυρική ζωή επιβεβαιώνεται και από την έρευνα με τίτλο «Εμφυλη βία κατά των γυναικών και άλλες μορφές διαπροσωπικής βίας στην Ελλάδα». Βάσει αυτής, από τον Ιανουάριο του 2021 έως τον Απρίλιο του 2023 η Ελλάδα βρίσκεται στην τέταρτη χειρότερη θέση μεταξύ των έντεκα χωρών που έχουν αναλυθεί μέχρι τώρα. Σύμφωνα με τον Απόστολο Παπαδόπουλο, επιστημονικό υπεύθυνο της έρευνας και διευθυντή του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), «το 90,1% των γυναικών θεωρεί ότι η άσκηση οποιασδήποτε μορφής βίας εναντίον τους, στην Ελλάδα σήμερα, είναι αρκετά ή πολύ συχνή». Συνεπώς, μια καταγγελία από μόνη της δεν είναι λύση. Η πραγματική προστασία μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη βοήθεια του κράτους, όταν η γυναίκα ενταχθεί σε ένα υποστηρικτικό πλαίσιο προκειμένου να ορθώσει ανάστημα.
Διαβάστε επίσης: Εμφυλη βία: Μεγάλη και δυναμική διαδήλωση στην Αθήνα (εικόνες)
Συνεπιμέλεια: Πίσω στον Μεσαίωνα για χάρη ποιων;