Δραματική αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας με θύματα γυναίκες κατά το lockdown
Eντεκα γυναίκες στην Ιταλία δολοφονήθηκαν μέσα σε έντεκα εβδομάδες ενώ η χώρα βρισκόταν σε lockdown. Στη Βραζιλία 50 γυναίκες δολοφονήθηκαν σε λιγότερους από δύο μήνες και στην Αργεντινή στις δέκα πρώτες ημέρες της καραντίνας καταγράφηκαν δώδεκα γυναικοκτονίες. Στην Ελλάδα τους πρώτους μήνες του 2020 μετράμε πέντε γυναικοκτονίες.
Για ορισμένες οικογένειες η καραντίνα μοιάζει με ευκαιρία να περάσουν μερικές ευχάριστες οικογενειακές στιγμές. Για κάποιες γυναίκες, όμως, το lockdown αναζωπύρωσε τον εφιάλτη της ενδοοικογενειακής βίας.
«Τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της πανδημίας, όπως η καραντίνα και η σωματική απόσταση, επηρεάζουν τον τρόπο ζωής και την πρόσβαση σε υπηρεσίες, με αποτέλεσμα να αυξάνονται και οι κίνδυνοι κακοποίησης γυναικών. Αυτοί οι κίνδυνοι έχουν να κάνουν με την υγεία και τις οικονομικές δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίζει ένα σπίτι, την περιορισμένη πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες, παράγοντες που είναι ικανοί να προκαλέσουν με τη σειρά τους μια προβληματική κατάσταση, όπως άγχος που σχετίζεται με την κοινωνική απομόνωση ή την καραντίνα αλλά και τον εγκλεισμό γυναικών στο σπίτι με βίαιους συντρόφους» επισημαίνει μιλώντας στο Documento η Καλιόπι Μινγκέιρου, επικεφαλής του τμήματος Γυναικών των Ηνωμένων Εθνών για τον Τερματισμό της Βίας Κατά των Γυναικών.
Παγκόσμιο φαινόμενο
Από τη Βραζιλία έως τη Γερμανία και από την Ιταλία έως την Κίνα οργανώσεις, εισαγγελείς και φεμινιστικά κινήματα συμφωνούν πως η επιβολή καραντίνας επέφερε δραματική αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας σε γυναίκες και παιδιά που σε ορισμένες περιπτώσεις οδήγησε ακόμη και στον θάνατο.
«Αυτό που μας δείχνουν τα ανεπίσημα στοιχεία είναι ότι η βία κατά των γυναικών είναι παγκόσμιο φαινόμενο που επηρεάζει τις γυναίκες σε χώρες με χαμηλό, μεσαίο και υψηλό εισόδημα. Οι γυναίκες βιώνουν τη βία στο σπίτι, σε δημόσιους χώρους, στο διαδίκτυο. Στην Τυνησία οι κλήσεις προς τη γραμμή βοήθειας για τις γυναίκες κατά τις πρώτες ημέρες της καραντίνας αυξήθηκαν πέντε φορές. Εχουν αναφερθεί επίσης αυξημένες περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας στη Γερμανία, την Ισπανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ. Στη Χιλή, τη Νιγηρία, στις Φιλιππίνες, στην Κένυα και την Ινδία. Στην Αυστραλία, επίσης, η διαδικτυακή κακοποίηση και ο εκφοβισμός έχουν αυξηθεί κατά 50%» αναφέρει η κ. Μινγκέιρου.
Στην επαρχία Χουμπέι όπου ξεκίνησε ο κορονοϊός ο αριθμός των καταγγελιών ενδοοικογενειακής βίας τριπλασιάστηκε τον Φεβρουάριο. Στην Ισπανία τα τηλεφωνήματα σε γραμμές στήριξης αυξήθηκαν κατά 18% τις δύο πρώτες εβδομάδες του Μαρτίου συγκριτικά με το αντίστοιχο δεκαπενθήμερο, ενώ στη Βρετανία από τις 23 Μαρτίου έως τις 12 Απριλίου έχουν καταγραφεί 16 δολοφονίες γυναικών και παιδιών. Την ίδια ώρα η κυβέρνηση της Αργεντινής εκτιμά ότι κάθε 23 ώρες σκοτώνεται μία γυναίκα. Στην Ελλάδα οι κλήσεις για βίαια περιστατικά σημείωσαν αύξηση 16,4% τον Μάρτιο σε σχέση με τον Φεβρουάριο.
Οι γυναίκες σιωπούν
Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που τα θύματα προτιμούν τη σιωπή από το να ζητήσουν στήριξη από κάποιον φορέα.
«Κατά τη διάρκεια της πανδημίας ορισμένες γυναίκες δεν μπορούν να φύγουν από το σπίτι ή να ζητήσουν βοήθεια μέσω διαδικτύου ή τηλεφωνικά. Αυτό συμβαίνει επειδή συνήθως βρίσκονται στον ίδιο χώρο με τον αυτουργό, άλλες φορές πάλι λόγω μικρότερης διαθεσιμότητας γραμμών στήριξης κι άλλων αντίστοιχων υπηρεσιών ή λόγω έλλειψης πρόσβασης σε πληροφορίες σχετικά με τις διαθέσιμες υπηρεσίες και τον τρόπο πρόσβασης σε αυτές. Επίσης, ορισμένες γυναίκες φοβούνται να βγουν από το σπίτι για να ζητήσουν βοήθεια εξαιτίας του ιού. Στην αρχή της πανδημίας σε ορισμένες χώρες μειώθηκαν οι κλήσεις σε γραμμές στήριξης» υποστηρίζει η κ. Μινγκέιρου.
Στην Ιταλία, για παράδειγμα, τις πρώτες 22 ημέρες της καραντίνας η αστυνομία κατέγραψε μείωση των καταγγελιών κατά περίπου 50% συγκριτικά με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα πέρυσι. Το ίδιο και στη Χιλή, όπου οι αναφορές για ενδοοικογενειακή βία μειώθηκαν κατά 40% το πρώτο εξάμηνο του Απριλίου.
«Πιστεύουμε ότι ο αριθμός των κλήσεων που γίνονται (ακόμη κι αν έχουν αυξηθεί σε πολλές περιπτώσεις) είναι πιθανό να είναι πολύ χαμηλότερος από τον πραγματικό αριθμό των γυναικών που κακοποιούνται» διευκρινίζει η κ. Μινγκέιρου.