ΕΛΣΤΑΤ: Σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού ένας στους τέσσερις Έλληνες

ΕΛΣΤΑΤ: Σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού ένας στους τέσσερις Έλληνες

Στην δημοσιότητα έδωσε η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία τα στοιχεία από την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών για το έτος 2022 και με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2021, και με θεματικές κατηγορίες την «Υλική και Κοινωνική Στέρηση και Συνθήκες Διαβίωσης», «Οικονομική Ανισότητα» και «Κίνδυνος Φτώχειας».

Από τα στοιχεία προκύπτει ότι σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού βρίσκονται, ένας στους τέσσερις Έλληνες, δηλαδή πάνω από 2,7 εκατ. άνθρωποι ή το 26,3% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Το ποσοστό είναι ελαφρώς μειωμένο (κατά δύο μονάδες) από το 2021. Εξάλλου, ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας 17 ετών και κάτω ανέρχεται σε ποσοστό άνω του 28%.

Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιοί σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 28,0% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 24,7% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 42,2% για τον φτωχό πληθυσμό. Το ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας υπολογίζεται σε 10,9% επί του συνόλου του πληθυσμού αυτής της ομάδας ηλικιών, εμφανίζοντας μείωση κατά 2,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2021.

Σημειωτέον, ότι το όριο της φτώχειας  προσδιορίζεται σε ετήσιο εισόδημα  5.712 ευρώ για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 11.995 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών.

Από την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τον κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, προκύπτουν επίσης τα εξής:

Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 742.235 σε σύνολο 4.049.102 νοικοκυριών, και τα μέλη τους σε 1.945.199 στο σύνολο των 10.399.329 ατόμων του εκτιμώμενου πληθυσμού της χώρας που διαβιεί σε ιδιωτικά νοικοκυριά.

Σε πέντε περιφέρειες (Κρήτη, Αττική, Νότιο Αιγαίο, Ήπειρος και Θεσσαλία) καταγράφονται ποσοστά κινδύνου φτώχειας χαμηλότερα από αυτό του συνόλου της χώρας, ενώ στις υπόλοιπες οκτώ περιφέρειες (Ιόνια Νησιά, Βόρειο Αιγαίο, Δυτική Ελλάδα, Πελοπόννησος, Δυτική Μακεδονία, Στερεά Ελλάδα, Κεντρική Μακεδονία και Ανατολική Μακεδονία και Θράκη) τα αντίστοιχα ποσοστά είναι υψηλότερα.

Ο κίνδυνος φτώχειας εκτιμάται σε 25,9% για όσους έχουν ολοκληρώσει προσχολική, πρωτοβάθμια και το πρώτο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, σε 18% για όσους έχουν ολοκληρώσει το δεύτερο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και σε 7,2% για όσους έχουν ολοκληρώσει το πρώτο και το δεύτερο στάδιο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας είναι υψηλότερο για τις γυναίκες (19,4%) σε σχέση με τους άνδρες (18,2%). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους άνδρες και για τις γυναίκες μειώθηκε κατά 0,4 και 1,2 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα, το 2022 σε σχέση με το 2021.

Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών εκτιμάται σε 17,6% για τις γυναίκες και σε 13,6% για τους άνδρες. Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 75 ετών εκτιμάται σε 16,8%, ενώ για άτομα ηλικίας κάτω των 75 ετών σε 19,1%. Ο κίνδυνος φτώχειας για τις γυναίκες άνω των 75 ετών εκτιμάται σε 19,5%, ενώ για τους άνδρες της αντίστοιχης ηλικιακής ομάδας εκτιμάται σε 13%.

Ο κίνδυνος φτώχειας των νοικοκυριών με έναν ενήλικα και τουλάχιστον ένα εξαρτώμενο παιδί ανέρχεται σε 37,7%, ενώ των νοικοκυριών με τρεις ή περισσότερους ενήλικες με εξαρτώμενα παιδιά ανέρχεται σε 21,7% και των νοικοκυριών με δύο ενήλικες και 2 εξαρτώμενα παιδιά σε 18,9%.

Οι εργαζόμενοι 18 ετών και άνω αντιμετωπίζουν χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας σε σύγκριση με τους ανέργους και τους οικονομικά μη ενεργούς (νοικοκυρές κλπ). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους εργαζομένους 18 ετών και άνω ανέρχεται σε 10,6%, σημειώνοντας μείωση κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021. Μείωση κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες παρουσίασε το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τις εργαζόμενες γυναίκες 18 ετών και άνω, ενώ μειώθηκε κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες το αντίστοιχο ποσοστό για τους εργαζόμενους άνδρες, με τα αντίστοιχα ποσοστά να διαμορφώνονται σε 7,7% και 12,7%.

Για τους ανέργους, ο κίνδυνος φτώχειας είναι σημαντικά μεγαλύτερος και ανέρχεται σε 43,6%, παρουσιάζοντας σημαντική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών (51,8% και 37% αντίστοιχα). Ο κίνδυνος φτώχειας για όσους είναι οικονομικά μη ενεργοί (μη συμπεριλαμβανομένων των συνταξιούχων) αυξήθηκε κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021 και ανήλθε σε 29,1 %.

Ο κίνδυνος φτώχειας για τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση ανέρχεται σε 9,9%, ενώ για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση ανέρχεται σε 18,4%.

Στην περίπτωση των νοικοκυριών που διαμένουν σε ιδιόκτητη κατοικία, ο κίνδυνος φτώχειας ανέρχεται σε 18,8%, ενώ για τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία ο κίνδυνος φτώχειας ανέρχεται σε 19%. Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0- 17 ετών που η κατοικία τους είναι ιδιόκτητη ανέρχεται σε 23,6%, ενώ για τα άτομα της ίδιας ομάδας ηλικιών που η κατοικία τους είναι ενοικιασμένη, ο κίνδυνος ανέρχεται σε 19,9%. Ο κίνδυνος φτώχειας ατόμων ηλικίας 18-64 ετών που η κατοικία τους είναι ιδιόκτητη ανέρχεται σε 19%, ενώ για τα άτομα της ίδιας ηλικιακής ομάδας που η κατοικία τους είναι ενοικιασμένη, ο κίνδυνος εκτιμάται σε 18,8%.

Από την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει επίσης ότι:

– Δυσκολίες στην πληρωμή ενοικίου, δόσης δανείου, πάγιων λογαριασμών και καταναλωτικών δανείων αντιμετωπίζει το 29,1% των νοικοκυριών.

– Οικονομική αδυναμία για πληρωμή μιας εβδομάδας διακοπών, δηλώνει το 48,7% των νοικοκυριών.

– Οικονομική αδυναμία για διατροφή που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, δηλώνει το 10% των νοικοκυριών.

– Οικονομική αδυναμία για αντιμετώπιση έκτακτων, αλλά αναγκαίων δαπανών δηλώνει το 43,6% των νοικοκυριών.

– Οικονομική αδυναμία για αντικατάσταση επίπλων όταν αυτά φθείρονται ή καταστρέφονται δηλώνει το 53,7% των νοικοκυριών.

– Οικονομική αδυναμία για συνάντηση με φίλους/συγγενείς για έναν καφέ/ποτό/γεύμα στο σπίτι τουλάχιστον μια φορά το μήνα δηλώνει το 11,7%.

– Οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση το χειμώνα και δροσιά το καλοκαίρι δηλώνει το 18,7% των νοικοκυριών.

Διαβάστε επίσης

Μνημόνιο Κυριάκου

«Καμένη γη» η ελληνική οικονομία

Η ΝΔ ακρίβυνε τα φτηνά σπίτια

Documento Newsletter