Νοέμβριος του σωτηρίου έτους 2015.
Έχει κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις εκλογές του Γενάρη, έχει κερδίσει και τις εκλογές του Σεπτέμβρη, τα κοκόρια του γεννάνε.
Μιλάω με φίλο μου, παλιά καραβάνα (για να μην πω τίποτε άλλο…) της ελληνικής πολιτικής σκηνής.
“Έχει το χάρισμα ο Τσίπρας”, του λέω. “Έχει το χάρισμα που είχε κι ο Αντρέας”!
Με κοιτάει αυτός, χαμογελάει και απαντάει:
“Το χάρισμα το έχει, δεν διαφωνώ. Άλλα είναι που δεν έχει”.
“Δηλαδή;”, τον ρωτάω εγώ.
“Δηλαδή”, συνεχίζει ο φίλος, “του λείπουν τρία πράγματα. Το πρώτο που του λείπει είναι τα λεφτά. Ο Αντρέας είχε να δώσει παροχές και αυξήσεις, ο Αλέξης δεν θα βρει δεκάρα από πουθενά.
Το δεύτερο που του λείπει είναι τα φαντάρια. Αμέσως μετά απ’ την κωλοτούμπα, εννιά στα δέκα μέλη του κόμματος λακίσανε. Πως θα κάνει κουμάντα στον κρατικό μηχανισμό, χωρίς δικούς του ανθρώπους; Άρα θα πρέπει να βασιστεί στους Πασόκους! Κι εκεί πάμε στο τρίτο που δεν έχει. Του λείπει ένας Αλευράς να μαντρώσει τους πράσινους, όπως μάντρωσε ο συγχωρεμένος τους κεντρώους και να τους βάλει να δουλέψουν για τη νέα κατάσταση…”
“Επομένως;”, επιμένω εγώ.
“Επομένως”, καταλήγει ο απέναντι, “θα είναι πολύ πιο εύκολο να τον φάνε”.
Και τον φάγανε!
Σε άλλα νέα, με το που γύρισα την περασμένη Κυριακή από μία ακόμη εκδρομή εκκρεμοτήτων στα φαντασμαγορικά Τρίκαλα, έκατσα να δω στο Netflix την ταινία “Και ο κλήρος έπεσε στον Σμάηλυ”. Φανατικός γαρ του αναρχοδεξιού Λε Καρρέ ο ρεπόρτερ Ξανθάκης, είχα γράψει εδώ στο Newpost έναν διθύραμβο για τον μετρ όταν μας άφησε χρόνους. Κάπως μου ξέφυγε το φιλμ στο σινεμά, στα κατεβάσματα δεν είμαι καλός, στην τηλεόραση δεν το πέτυχα ούτε μια φορά, ήρθεν εν τέλει η ώραν του που λένε και στο νησί της Αφροδίτης. Οπότε στρώθηκα καναπέ, πήρα τη Λέλε αγκαλιά (πάντα ένα έργο είναι καλύτερο, μ’ ένα γατί στην αγκαλιά!) και δώστου χαβαδάκι με μυστήρια, περιπέτειες, κατασκόπους, Γηραιά Αλβιώνα και Σοβιετία.
Γνώμη για την ταινία; Ούτε κρύο ούτε ζέστη να σας πω την αλήθεια, καλοστημένη ήταν, καλογυρισμένη, κάστιγκ άψογο, ερμηνείες ρολόι και ατμόσφαιρα εποχής κομπλέ, αλλά κάπως έπασχε, κάπως υπέφερε, κάπως άσθμαινε το φίλινγκ. Λίγο σαν εκείνο το φιλμ που είχε σκηνοθετήσει ο Τομ Φορντ μου ‘βγαλε, εντάξει όχι τόσο αηδία αλλά εξίσου κούφιο και τζούφιο. Ίσως έφταιγε που έπρεπε να χωρέσουν σε εκατόν τριάντα λεπτά μέσα, μια υπόθεση κομμένη και ραμμένη για μίνι σειρά. Το ψιλό γαζί και τα υπόγεια ρεύματα του Λε Καρρέ, απαιτούν χρόνο για να αναδειχτούν σε όλο τους το εύρος…
Έλειπε, ας πούμε, από το έργο η φάση όπου ένας πιτσιρικάς ανακαλύπτει ότι ο δάσκαλός του διαθέτει όπλο και σοκάρεται και αναρωτιέται τι συμβαίνει. Αυτός ο δάσκαλος που αργότερα στέλνει στον άλλο κόσμο των προδότη των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, ως άλλος εκδικητής άγγελος. Και επιστρέφει καραβοτσακισμένος στο σχολείο, γιατί ο διπλός πράκτωρ ήταν άνθρωπός του αγαπημένος και κοντινός. Για να συνέλθει σιγά σιγά και να βρει τα πατήματά του στην σχολική γιορτή προς μεγάλη χαρά όλων και ιδίως του πιτσιρικά. Του πιτσιρικά Μπιλ Ρόουτς, που έχει πείσει πλέον τον εαυτό του ότι το όπλο του δάσκαλου ήταν μια απλή φαντασίωση.
Όπως θα πεισθούμε κι εμείς αργά ή γρήγορα, ότι δεν συνέβη και ούτε θα συμβεί ποτέ η κυβέρνηση της αριστεράς και της προόδου. Μια φαντασίωση ήταν, μια μεταμεσονύχτια φλασιά, μια προσευχή για τις σκοπιές που αγρυπνούν. Και τώρα επιστροφή στις εργοστασιακές ρυθμίσεις, γιούργια παιδιά να φαγωθούμε μεταξύ μας!
Διαβάστε σχετικά: SLAPP μέσω ΑΑΔΕ: Νέο πρόστιμο 161.000 ευρώ στο Documento ως εκδίκηση για τις αποκαλύψεις μας