Έλλειψη λιπασμάτων: Σβήνει η γεωργία, αυξάνονται οι τιμές

Έλλειψη λιπασμάτων: Σβήνει η γεωργία, αυξάνονται οι τιμές

Μια ισχυρή απειλή συρρίκνωσης του κρίσιμου για την αγροτική οικονομία κλάδου των λιπασμάτων που θα οδηγήσει σε λουκέτο δεκάδες ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις του χώρου –φέρνοντας παράλληλα ελλείψεις λιπασμάτων στην αγορά, πλήττοντας την ποσότητα και την ποιότητα της αγροτικής παραγωγής και ανεβάζοντας τις τιμές που θα πληρώνει για τα αγροτικά προϊόντα ο καταναλωτής της πόλης– διαγράφεται στον ορίζοντα ως αποτέλεσμα της άρνησης του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥΠΑΑΤ) να προωθήσει μια νέα εθνική νομοθεσία για τα λιπάσματα.

Η ανάγκη για νέα εθνική νομοθεσία περί λιπασμάτων προέκυψε από τις μεταβολές που επήλθαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο με την κατάργηση του κανονισμού 2003/2003 περί λιπασμάτων που ίσχυε για μια 20ετία στις 16 Ιουλίου 2022 και την αντικατάστασή του με νέο κανονισμό, τον 1009/2019.

Ο νέος κανονισμός ωστόσο, όπως είναι ο κανόνας για την ευρωπαϊκή νομοθεσία που εκπορεύεται από τις Βρυξέλλες όπου δρουν πανίσχυρα επιχειρηματικά λόμπι, είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα των λίγων μεγάλων ευρωπαϊκών εταιρειών του κλάδου, που είναι προσανατολισμένες στις ανάγκες λίπανσης των λίγων αλλά μεγάλων εντατικών καλλιεργειών της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Όμως γι’ αυτό τον λόγο έχει προαιρετική εφαρμογή. Ο ίδιος ο νέος ευρωπαϊκός κανονισμός δηλαδή δίνει τη δυνατότητα στις χώρες-μέλη να έχουν και δική τους εθνική νομοθεσία για τα λιπάσματα, προσανατολισμένη στις εθνικές τους καλλιεργητικές ιδιαιτερότητες και ανάγκες.

Η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ιταλία, οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου με τις διαφορετικές καλλιεργητικές ανάγκες σε σχέση με τον βορρά, παράλληλα με την αλλαγή του ευρωπαϊκού κανονισμού προχώρησαν στην εισαγωγή νέας εθνικής νομοθεσίας. Η Ελλάδα όχι. Αντίθετα, ενώ μια νέα εθνική νομοθεσία περί λιπασμάτων προς αντικατάσταση της προηγούμενης προετοιμάστηκε κανονικά επί ολόκληρο ενάμιση χρόνο, με πολλές συναντήσεις μεταξύ των αρμόδιων επιτροπών του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και των εκπροσώπων του κλάδου (πήρε μάλιστα όλες τις απαραίτητες εγκρίσεις από το Γενικό Χημείο του Κράτους και την Επιτροπή ΤΕΚΕΛ όπου εκπροσωπούνται όλοι οι αρμόδιοι των δημόσιων εποπτικών αρχών) δεν τέθηκε σε ισχύ, επειδή κάπου…κόλλησε στο γραφείο του αρμόδιου υπουργού Γιώργου Γεωργαντά.

Καταγγελίες περί εμπαιγμού

Για τον λόγο αυτό ο Σύνδεσμος Παραγωγών και Εμπόρων Λιπασμάτων (ΣΠΕΛ), που εκπροσωπεί 67 εταιρείες-μέλη και το 70% του κλάδου, προχώρησε πριν από λίγες μέρες σε δημόσια καταγγελία των χειρισμών της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΑΑΤ, κάνοντας μάλιστα λόγο για «εμπαιγμό σε βάρος του» και περιγράφοντας τους κινδύνους που εγκυμονεί η έλλειψη εθνικής νομοθεσίας για τη βιωσιμότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων λιπασμάτων που πραγματοποιούν επιπλέον εξαγωγές 400 εκατ. ευρώ αλλά και για την αγροτική παραγωγή και τις τιμές των αγροτικών προϊόντων.

Τα λιπάσματα αποτελούν σημαντικό τμήμα των γεωργικών εισροών, εξήγησε ο πρόεδρος του ΣΠΕΛ Δημήτρης Ρουσσέας από την εταιρεία Adama Ελλάς και συνέχισε: «Τα τελευταία δύο χρόνια οι τιμές των λιπασμάτων έχουν αυξηθεί πολύ, αρχικά λόγω της ανόδου των τιμών των πρώτων υλών ενώ από τις αρχές του 2022 έχουμε και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου, από το οποίο παράγονται τα αζωτούχα λιπάσματα, έχει οδηγήσει σε πολύ μεγάλες αυξήσεις των τιμών, με αποτέλεσμα πολλές ευρωπαϊκές λιπασματοβιομηχανίες να προχωρούν σε μείωση ή και πλήρη αναστολή της παραγωγής. Παράλληλα, πολύ περιορισμένη είναι η προσφορά άλλων κατηγοριών λιπασμάτων από τη Ρωσία και την Ουκρανία, που έως και πέρσι αντιπροσώπευαν το 40% της παγκόσμιας παραγωγής. Είμαστε λοιπόν σε μια συγκυρία με πρόβλημα τιμών και προσφοράς κι ενώ οι ελληνικές επιχειρήσεις βρίσκουν άλλες πηγές προμήθειας στη βόρεια Αφρική, έρχεται το υπουργείο πάνω στην αναταραχή και βάζει πρόσθετα εμπόδια επιλέγοντας να μην εισαγάγει νέα εθνική νομοθεσία τη στιγμή που το 85% των λιπασμάτων στην Ελλάδα κυκλοφορεί με βάση αυτήν».

«Είμαι 30 χρόνια στην αγορά και συνέβη κάτι που δεν το έχω ξαναδεί» δήλωσε ο Γιάννης Βεβελάκης, πρώην πρόεδρος του ΣΠΕΛ και εκπρόσωπος της Eurochem, μιας από τις πέντε μεγαλύτερες πολυεθνικές του κλάδου λιπασμάτων παγκοσμίως. «Επί ενάμιση χρόνο προετοιμάζαμε μια ΚΥΑ για να αποτελέσει τη νέα εθνική νομοθεσία μαζί με το υπουργείο και 15 μέρες πριν από την εφαρμογή του νέου ευρωπαϊκού κανονισμού το υπουργείο άλλαξε στάση, χωρίς να εξηγήσει τι κάνει και γιατί το κάνει και εκθέτοντας σε κίνδυνο ένα σημαντικό παραγωγικό κλάδο με τζίρο κοντά στο 1 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 400 εκατ. ευρώ είναι εξαγωγές». Επιχειρώντας στη συνέχεια να εξηγήσει το «τεράστιο», όπως το χαρακτήρισε, πρόβλημα που προκύπτει για τον κλάδο από την απουσία εθνικής νομοθεσίας ο Γ. Βεβελάκης διευκρίνισε: «Ο νέος ευρωπαϊκός κανονισμός απαιτεί κατ’ ουσία μια πρόσθετη γραφειοκρατική διαδικασία πιστοποίησης, στην οποία θα προσαρμοστούν με μεγάλη ευκολία οι μεγάλες πολυεθνικές όπως η Eurochem που έχουν μόνο 30-40 brands και regulatory τμήματα, αλλά θα είναι αδύνατο να προσαρμοστούν οι ελληνικές μικρομεσαίες εταιρείες που διαθέτουν 200-300 διαφορετικά προϊόντα, προσανατολισμένα στις ανάγκες των πολλών ελληνικών καλλιεργειών και του μικρού ελληνικού αγροτικού κλήρου. Η διαδικασία πιστοποίησης θέλει ειδικό υπάλληλο και χρόνο. Ουσιαστικά είναι αδύνατο για μια μικρομεσαία ελληνική εταιρεία να πάει να πιστοποιήσει 300 λιπάσματα, οπότε δεν θα το κάνει. Έτσι οι συνέπειες αυτής της αλλαγής θα είναι ότι οι μικρομεσαίες ελληνικές εταιρείες θα υποχρεωθούν να αρχίσουν να αγοράζουν προϊόντα από τους μεγάλους και θα χαθούν προϊόντα από την αγορά. Η Ελλάδα είναι ιδιαίτερη αγορά, έχει πολλές καλλιέργειες και μικρούς κλήρους και οι ελληνικές μικρομεσαίες εταιρείες φτιάχνουν για τους αγρότες το προϊόν που θέλουν, σε μικρή ποσότητα, τη συγκεκριμένη στιγμή, συχνά με βάση το αποτέλεσμα μιας εδαφολογικής ανάλυσης, δυνατότητες που απλώς θα χαθούν».

Η σημασία της νομοθεσίας

«Με την απουσία εθνικής νομοθεσίας ουσιαστικά κόβονται οι ελληνικές μικρομεσαίες εταιρείες που επί 30 χρόνια στήριζαν την ελληνική αγροτική παραγωγή και έβαζαν νέες τεχνολογίες στην παραγωγή. Θα πάμε πίσω γιατί οι ελληνικές μικρομεσαίες εταιρείες λιπασμάτων ήταν χρήσιμες στον Ελληνα αγρότη και στοιχείο προόδου» πρόσθεσε από την πλευρά του ο Νίκος Κουτσούγερας από τη Φυτοθρεπτική.

«Και βέβαια όταν δημιουργείς νομοθετικό κενό και εμπόδια μέσα σε μια συγκυρία τόσο μεγάλης αναταραχής και ακρίβειας στην αγορά λιπασμάτων, όπου οι εταιρείες πρέπει να κάνουν εισαγωγή από τρίτες χώρες χωρίς να γνωρίζουν αν θα μπορούν μετά να πουλήσουν, είναι λογικό να υπάρξουν ελλείψεις, άρα και αύξηση τιμών, που με τη σειρά της θα οδηγήσει σε μείωση της χρήσης λιπασμάτων και άρα σε μείωση της αγροτικής παραγωγής και σε αύξηση της τιμής των προϊόντων» εξήγησε ο Γιώργος Πάκος από τα Λιπάσματα Κομοτηνής.

Απαξιωτική απόφαση

Αντιδρώντας στη δημόσια καταγγελία του συνδέσμου των λιπασμάτων το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης αποφάσισε να προχωρήσει επιτέλους στη δημοσίευση της ΚΥΑ που είχε κρατήσει επί τρεις μήνες στα συρτάρια του στη Διαύγεια, με τη μόνη διαφορά πως το κείμενο με την εθνική νομοθεσία που δημοσίευσε περιλάμβανε δυο αλλαγές σε σχέση με το αρχικό, οι οποίες όπως εξήγησε στο Documento o πρόεδρος του ΣΠΕΛ Δ. Ρουσσέας, έφερναν τα πάνω κάτω:

Πρώτον, αντί να ορίσει το 85% των λιπασμάτων που παράγονται για την ελληνική αγορά και εξάγονται από τις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις ως «λιπάσματα με βάση την εθνική νομοθεσία», όπως αναφερόταν στο αρχικό κείμενο, το όρισε απαξιωτικά ως «λιπάσματα παλαιών προδιαγραφών», ορισμός που προάγει τη δυσπιστία προς το προϊόν και δεν ευνοεί την αδειοδότησή του από τις αρχές μιας γείτονος χώρας προκειμένου να συνεχιστούν οι εξαγωγές του κλάδου.

Δεύτερον, κατέστησε τη συγκεκριμένη νομοθεσία όχι εθνική αλλά μεταβατική, με ισχύ μόλις δυόμισι μηνών, ως τις 15 Δεκεμβρίου.

Για δυόμισι μήνες όμως οι εταιρείες δεν προλαβαίνουν ούτε θα κάνουν την προσπάθεια να προσαρμοστούν, μας είπε ο Δ. Ρουσσέας. Οπότε, καθώς η ΚΥΑ δεν δίνει λύση, ο ΣΠΕΛ θα συνεχίσει τις επαφές με το ΥΠΑΑΤ, μήπως και υπάρξει η εθνική νομοθεσία που χρειάζεται.

Διαβάστε επίσης

Το 81% των Ελλήνων λέει «όχι» στη Monsanto​ – Ακούει το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και η ΕΕ; 

Κυβέρνηση Μητσοτάκη: Νωρίτερα η επιστροφή Φόρου Κατανάλωσης στους αγρότες με το βλέμμα στις εκλογές

Documento Newsletter