Ελία Καζάν: Κορυφαίος δημιουργός, αμφιλεγόμενη προσωπικότητα

Ελία Καζάν: Κορυφαίος δημιουργός, αμφιλεγόμενη προσωπικότητα
Ο Ελία Καζάν ξεφυλλίζει ένα αντίτυπο του μυθιστορήματός του με τίτλο «The arrangement» (ο συμβιβασμός) στο οποίο βασίστηκε η ομότιτλη ταινία του 1969

Ξεφυλλίζουμε την αυτοβιογραφία του Ελία Καζάν που έγραψε ιστορία στην 7η τέχνη και στο θέατρο αλλά συνδέθηκε με τον μακαρθισμό

«Να με λέτε Ηλία, όπως με έλεγε η μάνα μου. Θυμώνω όταν οι Αμερικανοί με λένε Ελία» έλεγε ο Ελία Καζάν (Ηλίας Καζαντζόγλου). Γεννήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 1909 στην Κωνσταντινούπολη από Καππαδόκες γονείς και όταν ήταν τεσσάρων χρόνων η οικογένειά του μετανάστευσε στην Αμερική. Δύο γυναίκες τον καθόρισαν. Ηταν βαθιά συνδεδεμένος με τη μητέρα του και πίστευε ότι χωρίς εκείνη δεν θα κατάφερνε τίποτε. Ποτέ δεν ξέχασε τη δασκάλα του, η οποία του έδειξε τον δρόμο των ανθρωπιστικών σπουδών απαλλάσσοντάς τον από την εσωτερική δέσμευση να συνεχίσει την επαγγελματική πορεία του αυστηρού πατέρα του που ήταν έμπορος χαλιών.

Μετά την αποφοίτησή του από το Γέιλ ο Καζάν συνέχισε τις σπουδές του στο νεοϋορκέζικο Group Theatre του Λι Στράσμπεργκ. Βάδισε στον δρόμο του Μπρόντγουεϊ και του Χόλιγουντ, αρχικά ως ηθοποιός και στη συνέχεια ως σκηνοθέτης. Το 1948 ίδρυσε μαζί με τον Στράσμπεργκ το Actor’s Studio, το πρότυπο εργαστήριο υποκριτικής όπου εφαρμόστηκε η μέθοδος Στανισλάφσκι. Οι θεατρικές συνεργασίες του με τον Θόρντον Ουάιλντερ, τον Τενεσί Ουίλιαμς και τον Αρθουρ Μίλερ κατά τη δεκαετία του 1940 τον έχρισαν από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της γενιάς του, ενώ στον κινηματογράφο το ντεμπούτο του έγινε το 1945 με το «Ενα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν». Η θεματολογία των ταινιών του είναι άμεσα συνδεδεμένη με τα κοινωνικά ζητήματα της εποχής του. Κέρδισε το πρώτο Οσκαρ σκηνοθεσίας το 1947 με τη «Συμφωνία κυρίων» (είχε θέμα τον αντισημιτισμό) και το δεύτερο το 1954 με το «Λιμάνι της αγωνίας» (ρίχνει φως στη διαφθορά και στο οργανωμένο έγκλημα που μάστιζαν το λιμάνι της Νέας Υόρκης).

Ωστόσο, δύο χρόνια πριν είχε ήδη στιγματιστεί από την απόφασή του να καταδώσει οκτώ πρώην συντρόφους του από το Group Theatre ενώπιον της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών (ο ίδιος ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ για ενάμιση χρόνο, μεταξύ 1934-36). Αυτή του η ενέργεια τον κατέστησε persona non grata και έστρεψε εναντίον του πρώην στενούς συνεργάτες του όπως ο Μάρλον Μπράντο και ο Αρθουρ Μίλερ.

Αμφιλεγόμενη προσωπικότητα αλλά αδιαμφισβήτητα κορυφαίος δημιουργός, χαρακτηρίστηκε ως «σκηνοθέτης των ηθοποιών» υπογράφοντας σπουδαίες ταινίες. Το 1999 τού απονεμήθηκε τιμητικό Οσκαρ για το σύνολο της καριέρας του. Στη σκηνή τον συνόδευσαν ο Ρόμπερτ ντε Νίρο και ο Μάρτιν Σκορσέζε. Χειροκροτήθηκε θερμά, αλλά όχι από όλους. Κάποιοι ποτέ δεν ξέχασαν. Εφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών σε ηλικία 94 ετών στις 28 Σεπτεμβρίου 2003.

Το 1988 εξέδωσε την αυτοβιογραφία του με τίτλο «A life», που κυκλοφόρησε στα ελληνικά ένα χρόνο μετά, με τίτλο «Μια ζωή» (εκδόσεις Ελληνική Ευρωεκδοτική, μτφρ. Ευγένιος Πιέρρης). Από αυτό το βιβλίο, εξαντλημένο εδώ και χρόνια, επιλέγουμε μερικά αποσπάσματα.

Περί δημοσιότητας

«Προσπαθούσα να αποτινάξω τον υπερβολικό σεβασμό που έδειχναν οι άνθρωποι για μένα κι όλα αυτά τα κομπλιμέντα που μου έκαναν, την ώρα που δεν πίστευα ούτε κι εγώ ο ίδιος. Κάπου πνιγόμουν. Κι επιτέλους, όλα αυτά δεν ήταν ακριβώς εκείνο που εγώ ήθελα να είμαι. Θυμάμαι που έλεγα στον φίλο μου τον Τζον Στάινμπεκ ότι θα ήμουν πραγματικά ευτυχισμένος αν δεν έβλεπα πια το όνομά μου στις εφημερίδες κι εκείνος μου απαντούσε να μη στενοχωριέμαι, αφού αυτό θα συνέβαινε κάποια μέρα. Ο Τζον είχε ψηθεί και ο ίδιος απ’ τους δημοσιογράφους και τώρα με διαβεβαίωνε ότι θα έφτανε και η δική μου στιγμή».

Τι του έλεγε ο ψυχολόγος του

«Μια μέρα με κατέπληξε λέγοντάς μου ότι το καλύτερο πράγμα που διέθετα ήταν η επιθυμία μου να καταστρέφω την ίδια μου τη ζωή. Μου είπε ότι είχα περάσει τα εφηβικά μου χρόνια ευχαριστώντας τους ανθρώπους, προσπαθώντας να τους κερδίσω, να τους πείσω, να πουλάω ανθρώπους, να κάνω ό,τι μου ζητούσαν και όλα αυτά χωρίς εγώ να τα θέλω πραγματικά. Πάντοτε οι άλλοι! Πώς ήταν λοιπόν δυνατόν να μην είμαι εξαγριωμένος;».

Η ανάγκη να νιώσει δυνατός

«Είχα ειδικευτεί στο να παίρνω τις γυναίκες από τους άντρες, ιδίως από εκείνους τους όμορφους και νέους που κρατούσαν τους πρώτους ρόλους στις ταινίες, τους ψηλούς και τους καλοφτιαγμένους, εκείνους που αισθάνονταν –ή που έδειχναν– τόσο σίγουροι για τον εαυτό τους, τους ήρωες του πολέμου, τους καβαλάρηδες, τους οδηγούς των γρήγορων αυτοκινήτων, όλους εκείνους που ο κόσμος θεωρούσε θεούς. Ηθελα να αποδείξω ότι αν εγώ επιθυμούσα μια γυναίκα, ο Βιν Τράντι δεν ήταν σε θέση ούτε να την ευχαριστήσει ούτε να την κρατήσει. Κι όμως συμπαθούσα πραγματικά τον Βιν Τράντι».

Η αγάπη για τους ηθοποιούς

«Οι ηθοποιοί είναι τα αγαπημένα μου “παιδιά”. Τους αγαπώ για την αθωότητά τους και τα απραγματοποίητα όνειρά τους, αλλά και για το πείσμα τους. Συλλαμβάνω τον εαυτό μου να προβληματίζεται με την ευτυχία τους, να στενοχωριέται που δεν πραγματοποιήθηκαν οι ελπίδες τους και να νιώθει ευτυχισμένος με τους θριάμβους τους. Αλλά η ζωή προχωρεί, πολλές φορές χωρίς αυτούς. Παρ’ όλα αυτά, ο ηθοποιός πάντοτε θα βρίσκει κάτι για να επιβιώνει».

Ενώπιον της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών

«Το πρωί της 14ης Ιανουαρίου 1952 στις 10.30, μισή ώρα πριν από το ραντεβού μου, έφθανα στα γραφεία της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών στην Ουάσινγκτον. Είχα ήδη αποφασίσει τι επρόκειτο να τους πω: θα τους έλεγα ότι ήμουν για ενάμιση χρόνο μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, ότι το είχα εγκαταλείψει αηδιασμένος, ότι το σχέδιο του κόμματος να πάρει τη διεύθυνση του Group Theatre είχε αποτύχει και ότι ποτέ δεν επηρεάσαμε πραγματικά την πορεία του θεάτρου μας. Ηξερα ότι θα μου ζητούσαν να κατονομάσω τα άλλα μέλη του πυρήνα μας και ότι εγώ δεν θα το έκανα. […] Γιατί λοιπόν άργησα τόσο πολύ ακόμη και να ομολογήσω όσα γνώριζα; Μήπως με τρόμαζε η ιδέα του πληροφοριοδότη; […] Αναγνώστη, δεν ζητώ να μου δείξεις τη συμπάθειά σου. Ως τώρα σου έχω πει μόνο μερικά από τα πράγματα εκείνα που ρωτούσα τον εαυτό μου καθώς έπαιρνα αυτή την “κατηφόρα”. Αν όμως περιμένεις από μένα μια απολογία επειδή αργότερα θα κατέθετα στην Επιτροπή τα ονόματα που μου ζητούσαν, τότε δεν έχεις καταλάβει τον χαρακτήρα μου. Αυτοί που σου οφείλουν μια εξήγηση (μην περιμένεις απολογία, βέβαια) είναι εκείνοι που επί τόσα χρόνια αρνούνται να κατηγορήσουν τους Σοβιετικούς για όλα τα εγκλήματα που έχουν κάνει».

Οταν ο Αρθουρ γνώρισε τη Μέριλιν

«Ο Αρτ ήταν καλός χορευτής. Αλήθεια, πόσο ευτυχισμένη φαινόταν μέσα στην αγκαλιά του! Δεν ήταν μόνο ψηλός και όμορφος, τώρα ήταν και ο νικητής του βραβείου Πούλιτζερ. […] Οταν έφυγε ο κόσμος καθίσαμε και οι τρεις μας σε έναν καναπέ και ύστερα από λίγο, βλέποντας ότι ήθελαν να μείνουν μόνοι, τους είπα ότι ήμουν πολύ κουρασμένος και ζήτησα από τον Αρτ να τη συνοδεύσει σπίτι της. Το πρόσωπο της Μέριλιν έλαμψε. Δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε αργότερα εκείνο το βράδυ, αλλά η φίλη μου, χωρίς να μπει σε λεπτομέρειες, μου είπε ότι ο Αρτ ήταν πάρα πολύ ντροπαλός».

Ο Μάρλον Μπράντο και ο Τζέιμς Ντιν

«Ο Μπράντο ήταν ο ήρωας του Ντιν. Ολοι το ξέραμε αυτό, γιατί κάθε φορά που αναφερόταν στ’ όνομά του μιλούσε με θρησκευτική ευλάβεια. […] Ο Μάρλον ήταν πραγματικός επαγγελματίας από κάθε άποψη, ακόμη και στο μέικ απ που έβαζε. Επίσης ήταν σπουδαίος μίμος. Η τεχνική του Ντιν δεν είχε τίποτε το ιδιαίτερο. Οταν στο τελευταίο του έργο, τον “Γίγαντα”, προσπάθησε να παίξει τον ρόλο ενός μεγάλου άντρα φάνηκε ακριβώς αυτό που ήταν πραγματικά: ένας αρχάριος». 

Για τον Μάνο Χατζιδάκι

«Ο Μάνος με βοήθησε να ολοκληρώσω την ταινία (“Αμέρικα, Αμέρικα”), δίνοντάς μου θάρρος και δείχνοντάς μου ότι πίστευε κι αυτός στο έργο που ετοίμαζα. Τώρα που τελείωνα πια, η παρουσία του ήταν απαραίτητη. […] Εκείνη τη χρονιά ο Μάνος ήταν ο βασιλιάς. Ταυτόχρονα όμως ήταν και υπερβολικά αφοσιωμένος στη μητέρα του. Τόσο πολύ ώστε αδιαφορούσε ακόμη και για τα τέσσερα μπροστινά δόντια που του είχαν φύγει! Ηταν παχουλός και όταν θύμωνε έδειχνε πραγματικά την οργή του. Oμως εκτός από αυτά ήταν και ιδιοφυΐα». 

5 ταινίες-σταθμοί του «σκηνοθέτη των ηθοποιών»

Αν και ξεκίνησε από το θέατρο υπογράφοντας σημαντικά έργα, το κινηματογραφικό κληροδότημα του Ελία Καζάν θεωρείται ανώτερο και πολυεπίπεδο. Η συμφωνία μεταξύ του προσωπικού καλλιτεχνικού οράματος και της έκφρασης ενός νατουραλισμού που αγγίζει τα όρια του ντοκιμαντέρ σημάδεψε τα κορυφαία φιλμ του σκηνοθέτη που μετέτρεψε τους αντιήρωες του αμερικανικού σινεμά σε ζωντανά κοινωνικοπολιτικά σύμβολα. 

«Λεωφορείον ο Πόθος» (1951)

Το ομώνυμο έργο του Τενεσί Ουίλιαμς πρώτα το διασκεύασε για το θέατρο κι έπειτα για το σινεμά. Προτάθηκε για δώδεκα Οσκαρ και σύστησε στο κοινό τον Μάρλον Μπράντο ως αξεπέραστο Κοβάλσκι. Στη δεύτερη μόλις κινηματογραφική εμφάνισή του ο Μπράντο (είχε προηγηθεί το αντιπολεμικό δράμα «The men» του Τσίνεμαν το 1950), στο πλευρό της Μπλανς Ντιμπουά, της Βίβιαν Λι, κερδίζει την πρώτη του οσκαρική υποψηφιότητα. Ο Καζάν προτάθηκε για δεύτερη φορά για το Οσκαρ σκηνοθεσίας. Η πρώτη (και νικηφόρα) ήταν με το «Συμφωνία κυρίων» το 1948.

«Το λιμάνι της αγωνίας» (1954)

Θεωρήθηκε η απολογία του Καζάν για τους πρώην κομμουνιστές συντρόφους του που κατέδωσε στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών του γερουσιαστή ΜακΚάρθι. Με αυτή την ταινία, που είχε θέμα τη σύνδεση των λιμενεργατών του Νιου Τζέρσεϊ με το οργανωμένο έγκλημα, εισάγει τον νατουραλισμό στο αμερικανικό σινεμά. Ο Μπράντο ξανά σε πρωταγωνιστικό ρόλο υποδύεται τον πρώην μποξέρ Τέρι Μαλόι που κάνει τις βρόμικες δουλειές της τοπικής μαφίας ώσπου οι ενοχές τον αναγκάζουν να στραφεί εναντίον της. Οκτώ βραβεία Οσκαρ (μεταξύ των οποίων, ταινίας, σκηνοθεσίας και α΄ ρόλου).

«Πυρετός στο αίμα» (1961)

Σε κωμόπολη του Κάνσας της δεκαετίας του ’20 δύο νέοι διαφορετικής κοινωνικής τάξης ερωτεύονται με πάθος. Η ηλεκτρισμένη χημεία μεταξύ του Γουόρεν Μπίτι (το κινηματογραφικό του ντεμπούτο) και της Νάταλι Γουντ σημαδεύει ένα από κορυφαία ερωτικά μελοδράματα όλων των εποχών, που βασίζεται στο αυτοβιογραφικό θεατρικό έργο του Πολ Ινγκ (Οσκαρ σεναρίου) και θέτει ζητήματα γυναικείας χειραφέτησης.

«Αμέρικα Αμέρικα» (1963)

Ο Ελία Καζάν αφηγείται την ιστορία της οικογένειάς του, εμπνευσμένος από το δικό του βιβλίο «Το ανατολίτικο χαμόγελο» που εξιστορεί την αληθινή περιπέτεια του αδερφού του πατέρα του. Η ταινία αφηγείται την ιστορία ενός ελληνόπουλου από τη Μικρά Ασία (ο Στάθης Γιαλελής στον ρόλο που σημάδεψε την καριέρα του) το οποίο στα τέλη του 19ου αιώνα πασχίζει να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη κι από εκεί στην Αμερική. Το μεταναστευτικό δίνεται με μια ανατριχιαστική και άκρως διαχρονική ωμότητα που σοκάρει ακόμη και σήμερα τον θεατή, με συνοδεία το θεϊκό σάουντρακ του Μάνου Χατζιδάκι και την ασυναγώνιστη φωτογραφία του Χάσκελ Γουέξλερ.

«Ο συμβιβασμός» (1969)

Η αγαπημένη μου ταινία του Καζάν είναι ένα ακαταμάχητο υπαρξιακό δράμα που συμπυκνώνει σε έναν καταδικασμένο έρωτα (τι ζευγάρι οι Κερκ Ντάγκλας και Φέι Ντάναγουεϊ!) τα βασανιστικά ερωτήματα μιας ολόκληρης ζωής. Το υποδειγματικό σενάριο του Καζάν βασίζεται στο ομότιτλο μυθιστόρημα που έγραψε όταν ήταν 55 ετών. 

Documento Newsletter