Η πρώην καλλιτεχνική διευθύντρια της Ελευσίνας 2021 Κέλλυ Διαπούλη γράφει για το πώς οι εικαστικές εγκαταστάσεις των Αισχυλείων ενδύονται έναν επαρχιώτικο μανδύα εγκαταλείποντας τη διεθνή προοπτική τους
Οι εικαστικές εγκαταστάσεις των Αισχυλείων ξεκίνησαν το 2004 µε το έργο της Βάνας Ξένου «Ελευσις – Πέρασµα». Από τότε και έως το 2017 φιλοξένησαν στην Ελευσίνα σηµαντικούς Ελληνες και ξένους καλλιτέχνες: τον Θόδωρο το 2005, την Καλλιόπη Λεµού το 2006-07, τον Μάριο Σπηλιόπουλο το 2008, τη Λήδα Παπακωνσταντίνου το 2009, τη ∆ιοχάντη το 2010, τον Στήβεν Αντωνάκο το 2011, τον Στέφανο Τσιβόπουλο το 2012, τον Νίκο Ναυρίδη το 2013, τον Μικελάντζελο Πιστολέτο και τη Μαίρη Ζυγούρη το 2014, τον Tarek Atoui το 2015, την Ελένη Πανουκλιά το 2016 και τη ∆ανάη Στράτου το 2017.
Παρόλο που πρόκειται για διαφορετικούς µεταξύ τους καλλιτέχνες, κοινή συνισταµένη είναι ότι όλοι τους χαρακτηρίζονται για την ιδιαίτερη, προσωπική τους γλώσσα, αναπτύσσοντας προβληµατικές και πραγµατικότητες που απευθύνονται και συνοµιλούν µε το περιβάλλον της σύγχρονης τέχνης σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Μια «τοπική καλλιτέχνιδα» για έναν διεθνή θεσµό
Μέσα από αυτήν τη συνεπή πορεία των περίπου 15 χρόνων οι εικαστικές εγκαταστάσεις ανέδειξαν την Ελευσίνα σε κέντρο σύγχρονης τέχνης δηµιουργώντας έναν θεσµό εθνικής εµβέλειας και τη µόνη καλλιτεχνική δραστηριότητα της πόλης µε διεθνή αναφορά και προοπτική. Ως θεσµός που υπήρχε στην πόλη για παραπάνω από µια δεκαετία αποτέλεσε ένα από τα δυνατά χαρτιά της Ελευσίνας στον διαγωνισµό για τον τίτλο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης 2021, ενώ ως φιλοσοφία και πρακτική σε καλλιτεχνικό επίπεδο και επίπεδο πολιτιστικής στρατηγικής ήταν ένα από τα βασικά υλικά διαµόρφωσης του οράµατος και της στρατηγικής της πρότασης που χάρισε στην Ελευσίνα τον τίτλο.
Στα τέλη του 2017 η απαγόρευση που επιβλήθηκε από τις πολεοδοµικές αρχές στον χώρο του Ελαιουργείου κατέστησε στην ουσία αδύνατη την υλοποίηση της εικαστικής εγκατάστασης, η οποία παρέµεινε σε εκκρεµότητα το 2018 και το 2019 αναµένοντας τις ενέργειες της δηµοτικής αρχής για την αποκατάσταση της χρήσης του Ελαιουργείου ή την αντικατάστασή του µε άλλον αντίστοιχο χώρο. Ωστόσο µια από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στον φάκελο µε τον οποίο η Ελευσίνα έλαβε τον τίτλο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης 2021 –και τον οποίο έχει ψηφίσει το δηµοτικό συµβούλιο– είναι η δέσµευση της πόλης για την περαιτέρω ανάπτυξη των εικαστικών εγκαταστάσεων και την ανάδειξη του θεσµού σε γεγονός µε διεθνή εµβέλεια.
Φέτος η δηµοτική αρχή χωρίς να έχει λύσει το θέµα της απαγόρευσης χρήσης των χώρων του Ελαιουργείου αποφάσισε να επαναφέρει τις εικαστικές εγκαταστάσεις στα Αισχύλεια, αναθέτοντας το συγκεκριµένο εγχείρηµα σε µια «τοπική καλλιτέχνιδα», όπως χαρακτηριστικά ανακοίνωσε. Αντί για τη δέσµευση που είχε αναλάβει για περαιτέρω ανάπτυξη του θεσµού σε καλλιτεχνικό γεγονός διεθνούς εµβέλειας, επέλεξε τον περιορισµό του προσδίδοντάς του ερασιτεχνικό χαρακτήρα, µε το ενδιαφέρον του να εξαντλείται σε ένα µικρό τοπικό κοινό. H απόφαση αυτή προκάλεσε την εκκωφαντική απουσία του καλλιτεχνικού χώρου, του κοινού που είχε διαµορφώσει την προηγούµενη δεκαπενταετία το εικαστικό πρόγραµµα των Αισχυλείων και της δηµόσιας συζήτησης που προκαλούσε σε ζητήµατα αισθητικής, πολιτιστικής ανάπτυξης και ανάπτυξης πόλεων. Την εκκωφαντική αυτή σιωπή ήρθε να σπάσει πριν από λίγες ηµέρες η επίσκεψη του γενικού γραµµατέα Σύγχρονου Πολιτισµού Νικόλα Γιατροµανωλάκη µαζί µε τη σύζυγο του πρωθυπουργού Μαρέβα Γκραµπόφσκι-Μητσοτάκη στην εν λόγω έκθεση.
Αναζητώντας κύρος µέσω κοσµικών συναντήσεων
Αναρωτιέµαι λοιπόν ποιο είναι το µήνυµα που στέλνει η ηγεσία του υπουργείου Πολιτισµού µε αυτή την επίσκεψη. Φοβάµαι ότι το µήνυµα που στέλνει είναι ότι η λειτουργία της σύγχρονης τέχνης και του καλλιτεχνικού έργου είναι ελάσσονος σηµασίας, χρησιµεύοντας στην καλύτερη των περιπτώσεων ως ντεκόρ για κοσµικές συναντήσεις και πολιτικού χαρακτήρα συµφωνίες. Πρόκειται για λειτουργίες που βρίσκονται στον αντίποδα της πεποίθησης ότι η τέχνη είναι ένας από τους τέσσερις πυλώνες βιώσιµης ανάπτυξης, όπως υποστήριξε η πρόταση της Ελευσίνας για τον τίτλο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης 2021 και απέδειξε µε την επιτυχή κατάκτησή του.
Επίσης στέλνει το µήνυµα ότι η ιδιότητα του καλλιτέχνη και του επαγγελµατία του καλλιτεχνικού χώρου δεν έχει κανένα περιεχόµενο και αντίκρισµα ως εργασία ή επάγγελµα, αλλά µπορεί ανά πάση στιγµή να παραχθεί από οποιονδήποτε την επικαλείται για τον εαυτό του. Αν αυτή είναι πραγµατικά η στάση του υπουργείου Πολιτισµού απέναντι στους σύγχρονους καλλιτέχνες, τότε δεν θα έπρεπε να µας εκπλήσσουν η αµηχανία του υπουργείου να διαχειριστεί την κρίση που βιώνει ο καλλιτεχνικός χώρος εξαιτίας της πανδηµίας, πόσο µάλλον η αδυναµία του να παρουσιάσει µια φιλόδοξη πολιτική αναπτυξιακού χαρακτήρα στο πεδίο της σύγχρονης καλλιτεχνικής δηµιουργίας.
Από την άλλη, η ιστορία των εικαστικών εγκαταστάσεων της Ελευσίνας επικυρώνει µε τον πιο κατηγορηµατικό τρόπο την αξία της επένδυσης στο περιεχόµενο, στον καλλιτέχνη και στην εργασία του. Αποδεικνύει ότι αυτοί είναι οι κρίσιµοι παράγοντες της ανάπτυξης, ικανοί να µετατρέψουν µια πόλη από τόπο όπου «όποιος περνάει από εκεί αποστρέφει το βλέµµα» σε πρωτεύουσα. Και ότι η δουλειά του καλλιτέχνη, οι ιδέες και η καινοτοµία που παράγονται εκεί όπου δραστηριοποιείται δεν µπορούν να υποκατασταθούν µε επικοινωνιακά τρικ και πολιτικές συµφωνίες. Τέλος, η ιστορία της Ελευσίνας επικυρώνει το γεγονός ότι η υποβάθµιση της σηµασίας του περιεχοµένου οδηγεί στην ανάσχεση της αναπτυξιακής πορείας ενός τόπου.
Αλλωστε όλοι γνωρίζουµε ότι η Ελευσίνα δεν θα είναι Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 2021, παρόλο που τόσο οι τοπικές όσο και οι εθνικές αρχές επιµένουν ακόµη να το σιγοψιθυρίζουν αντί να το ανακοινώσουν επίσηµα.