Η συγγραφέας Ελένη Πριοβόλου γράφει μια ιστορία στις πλαγιές των Ακαρνανικών απ’ αυτές που κυλούν στα υπόγεια της Ιστορίας, απ’ αυτές που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά σαν ένας αναποφάσιστος ψίθυρος.
Φαίνεται τόσο ίδιο το καλοκαίρι στην πολίχνη του Ιονίου. Ίδιοι άνθρωποι που γερνούν, ίδια παιδιά που τα πρωτόειδα βρέφη στον µικρό µας όρµο και κάθε καλοκαίρι τα βλέπω να µεγαλώνουν για να γίνεται µέσα από αυτά αντιληπτό το ανελέητο διάβα του χρόνου. Απώλειες. Κάθε χρόνο κι ένας θάνατος έρχεται να σκορπίσει το πένθος του στη µικρή, «οικογενειακή» θα την έλεγα, παραλία. Τα καλοκαίρια για µένα έχουν µια θλιβή αδιόρατη µες στην επίπλαστη αίσθηση της ανεµελιάς, µε τη µυρουδιά τσίπουρου, ούζου, θαλασσινών και αντηλιακού.
Θέλησα µια χρονιά να ξεφύγω από αυτή την κοινοτοπία για να ερευνήσω περισσότερο την περιοχή. Μου αρέσουν οι οµηρικοί της βράχοι και τα λαγκάδια της. Οι άγονες πλαγιές των Ακαρνανικών και οι βελανιδότοποι µε τα υπεραιωνόβια δέντρα που λιγοστεύουν κάθε χρόνο από την ασυλλόγιστη υλοτοµία. Έτσι λοιπόν αποφάσισα αντί να κατεβαίνω καθηµερινά στον όρµο και να µε θλίβει η αίσθηση του ακίνητου –παρά τις απώλειες και τις γεννήσεις–, να πάρω τα ψηλώµατα. Είχα ακούσει για τα εγκαταλειµµένα χωριά του Ξηρόµερου, χωµένα µες στις πλαγιές. Κανένας δεν ήξερε να µου πει γιατί εγκαταλείφθηκαν. Κάτι αόριστες, αδιάφορες πληροφορίες. Οι νεότεροι δεν νοιάζονται για την ιστορία. Βολεύτηκαν στη ζωή που βρήκαν από τους πατεράδες και τους παππούδες. Ακόµη κι αν κάθε χρόνο πάνε στα προσκυνητάρια του Αϊ-Λια και της Αγια-Παρασκευής, δεν ρωτούν να µάθουν για τα χωριά-φαντάσµατα, βορά στην εκδίκηση του χρόνου. Για τα σπίτια που χάσκουν µες στα κοτρόνια και στις αγριελιές.
Η ζέστη έσκαγε ακόµη και τα τζιτζίκια κι εγώ επίµονα έψαχνα να βρω κάποιον άνθρωπο που να γνώριζε τον λόγο που οι άνθρωποι άφησαν το χωριό µε τα πετρόχτιστα σπίτια, τα τρεχούµενα νερά και τους διασταυρούµενους από τα γύρω βουνά ανέµους για να κατέβουν σε έναν αδιάφορο κάµπο και να κατοικήσουν στα οµοιόµορφα σπίτια της άθλιας εργολαβικής αισθητικής. Αλλος έλεγε πως πάνω η ζωή ήταν σκληρή όπως τα κοτρόνια, άλλος ότι µετά τον πόλεµο τους έδωσε το κράτος καλλιεργήσιµη γη και άλλος: «Κάτι άκουσα από τους παππούδες µου, αλλά δεν ξέρω να σου πω». Οµως δεν εγκατέλειψα την προσπάθεια. Ηθελα να µάθω. Και καθώς φαίνεται η τύχη ευνοεί τους πείσµονες ερευνητές. Μια µέρα, έσκαγε ο τζίτζικας σαν καλή ώρα, ανέβηκα πουρνό στο πρώτο χωριό-φάντασµα. Οι υπαίθριες βρύσες έτρεχαν και το νερό δρόσιζε κάπως τον τόπο από το ανελέητο ηλιόκαµα. ∆ίπλα στη βρύση καθόταν γέρος ενενηντάρης –καθώς µου συστήθηκε– και περίµενε να γεµίσουν νερό δυο δοχεία. «Εδώ είναι τρεχούµενο το νερό. Καθαρό. Κάτω στο χωριό δηλητήριο. ∆εν πίνεται. Ερχοµαι κάθε µέρα και κουβαλώ από δω νερό για πιόµα» µου είπε.
Αφού έµεινα µαζί του και είπαµε κάµποσες κουβέντες, έφτασα και στο επίµαχο ερώτηµα. «Γιατί αφήσατε τούτο το βλογηµένο µέρος για να κατέβετε στο γούπατο;». «Κατεβήκαµαν; Μήπως µας ρώτησαν; Μια µέρα, παιδάκι ήµανε, ήρθαν –είπανε– τα ΤΕΑ. Ενας αξιωµατικός µάζωξε τους πατεράδες µας στο σκολιό και τους έδωσε διαταγή να µαζέψουν τις φαµίλιες και να τις κατεβάσουν στον κάµπο. Ετριζε, λέει, το βουνό και θα έπεφτε στα κεφάλια µας. Σάλος έγινε και φόβος σκορπίστηκε. Αλαλούµ. Μόνο ο πατέρας µου αντιστάθηκε. Το ήξερε σαν την ανάσα του το βουνό και βροντοφώναξε πως δεν κινδύνευε από κατολίσθηση. ∆έκα µέρες µετά τον µπουζούριασαν και τον στείλανε στη Μακρόνησο εξορία. Αφού µας κατέβασαν, τάχα µε τη συνοδεία των ΤΕΑ, και µας έβαλαν σε έναν άθλιο καταυλισµό, ανέβηκαν πάλι στο χωριό και εγκαταστάθηκαν µαζί µε τον στρατό. Ηθελαν να καθαρίσουν το βουνό από τους αντάρτες… Τα ρήµαξαν τα σπιτικά µας. Κι εµείς να µην έχουµε κάπου να πούµε το δίκιο µας».
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Documento στις 8/8/2021