Ελένη Κουτσούδη-Ιόλα: «Ο Αλέξανδρος Ιόλας αυτοκαταστράφηκε»

Ελένη Κουτσούδη-Ιόλα: «Ο Αλέξανδρος Ιόλας αυτοκαταστράφηκε»

Η ανιψιά του Αλέξανδρου Ιόλα μιλάει για τη ζωή του θρυλικού συλλέκτη και γκαλερίστα, τη γνωριμία της με τον Τζόρτζιο ντε Κίρικο και τον Γιάννη Τσαρούχη

«Στέκει στου δρόµου κάποια άκρη µοναχός/ Θαρρείς και κρύβει τη ντροπή του στο σκοτάδι/ Οµως τι φταίει αν γεννήθηκε φτωχός/ Τι φταίει αυτός αν της ζωής/ Αν της ζωής είναι ρηµάδι».

Ο Αλέξανδρος Ιόλας βρισκόταν σε ένα ταξί όταν από το ραδιόφωνο ακούστηκε η φωνή της Βίκυς Μοσχολιού να τραγουδάει τον «Αλήτη». «Αυτή είναι η ζωή µου» γύρισε και είπε στην ανιψιά του, Ελένη, η οποία καθόταν δίπλα του. Ποιος θα το περίµενε; Τι σχέση µπορεί να είχε ο πολίτης του κόσµου που έκανε παγκοσµίως γνωστό το έργο του Ρενέ Μαγκρίτ, του Μαξ Ερνστ και του Αντι Γουόρχολ µε κάποιον που ένιωθε «της ζωής ρηµάδι»;

«Κι εγώ έµεινα άναυδη όταν το άκουσα. ∆εν ήταν άνθρωπος που εκδηλωνόταν εύκολα, τουλάχιστον όχι σε εµένα που είχαµε σαράντα χρόνια διαφορά. Εµεινα άναυδη, αλλά ήταν η αλήθεια» λέει η Ελένη Κουτσούδη-Ιόλα. Μιλήσαµε για τον θείο της (αδερφός του πατέρα της) µε αφορµή την ιστοσελίδα iolasofficial.com που ανέβηκε πριν από λίγες µέρες. Εχει ήδη κυκλοφορήσει και το βιβλίο της «Ο θείος µου Αλέξανδρος Ιόλας, ο άνθρωπος πίσω από τον µύθο» (εκδόσεις Μίνωας).

Μου κάνει εντύπωση ότι για τους άλλους ήταν ένας λαµπερός και ισχυρός άνθρωπος, ενώ εκείνος δεν ένιωθε καθόλου έτσι.

Ο κόσµος πιστεύει ότι τα πάντα γίνονται µαγικά. Οτι πατάς ένα κουµπί και όλα απλώς συµβαίνουν εύκολα και απλά. Ο θείος µου πέρασε δύσκολα µέχρι να φτάσει τον στόχο του, ακόµη κι αν αυτό που έβγαινε προς τα έξω ήταν η λάµψη του. Ηθελα µέσα από το βιβλίο να δείξω και την ανθρώπινη πλευρά του. Είµαι η τελευταία της οικογένειας εν ζωή και νιώθω ότι του το όφειλα.

Ισχύει ότι o ίδιος σας είχε ζητήσει να γράψετε τη βιογραφία του ήδη από το 1978;

Ναι, αλλά τότε ήµουν λίγο παραπάνω από είκοσι χρόνων και αυτό που µε ενδιέφερε ήταν η καριέρα µου, να γίνω ψυχολόγος, και πίστευα ότι ο θείος θα είχε πολλά χρόνια ακόµη µπροστά του. Ωστόσο όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια ο Θεός γελάει. Σκέφτοµαι ότι ίσως βοήθησε το ότι πήρα µια απόσταση, είδα τον θείο µου µε µεγαλύτερη ωριµότητα και είχα τον χρόνο να κάνω την έρευνα που χρειαζόταν. ∆εν θα µου ήταν αρκετό να γράψω αυτά που θα µου έλεγε ο ίδιος. Ηθελα να έχω ντοκουµέντα στα χέρια µου, ίσως λόγω του επαγγέλµατός µου. Ηθελα να ξέρω πού πατάω.

Πρώτα το βιβλίο και τώρα το σάιτ.

Είχα αποφασίσει ότι θα το κάνω. ∆εν είµαι κοριτσάκι, περνούν τα χρόνια, οπότε ήθελα να αφήσω ό,τι µπορούσα ως κληρονοµιά: όσα γνωρίζω για εκείνον.

Ο Ιόλας συνάντησε εµπόδια στην πορεία του. Οταν ακόµη ζούσε στο οικογενειακό σπίτι στην Αίγυπτο ο πατέρας του δεν ήθελε να ασχοληθεί µε την τέχνη. Χαρακτηριστικό είναι ότι όταν άρχισε να µαθαίνει πιάνο έβαλε να το κατεβάσουν µε σκοινιά από το µπαλκόνι για να τον αποµακρύνει από τη µουσική.

Ναι, το πούλησε. Και όταν έπαιρνε τα αδέρφια του και πήγαιναν στην όπερα ο πατέρας δεν τον άφηνε να µπει στο σπίτι, είχε κοιµηθεί και έξω. Κάποια στιγµή άνοιγε η µητέρα του και τον έβαζε µέσα. Ο πατέρας του είχε γεννηθεί το 1881. Σκεφτείτε πόσο δύσκολο ήταν για έναν άνθρωπο που γεννήθηκε και πέθανε έµπορος να νιώθει ότι το παιδί του ήταν διαφορετικό.

Πώς κατάφερε να βρει τον δρόµο του µέσα από ένα περιβάλλον που του έβαζε συνεχώς εµπόδια;

Οταν έβαζε ένα στόχο ήθελε να πετύχει. Επίσης είχε την υποστήριξη της µητέρας του. Ο θείος µου είχε ένα µεγάλο ταλέντο: να γνωρίζει εύκολα ανθρώπους και να γίνεται αγαπητός. Σε πολύ νεαρή ηλικία πήρε την περίφηµη επιστολή από τον Καβάφη και ήρθε στην Αθήνα. Πάντα µου έλεγε ότι το παν στη ζωή είναι οι γνωριµίες. ∆εν καταλάβαινα τότε τι εννοούσε.

Τι σας είχε πει για τη γνωριµία του µε τον Καβάφη, για τις συζητήσεις που έκαναν;

Ηταν µαθητής, 15-16 χρόνων. Περισσότερο τον άκουγε παρά µιλούσε. Φαίνεται όµως ότι ο Καβάφης κάτι διέκρινε σε εκείνον. Του έδωσε µια επιστολή και του είπε να πάει στην Αθήνα για να βρει ανθρώπους που θα τον βοηθούσαν να προοδεύσει. Ο θείος µου είχε ανάγκη να επιβεβαιωθεί ως παιδί, καθώς δεν είχε την αναγνώριση του πατέρα του. Χρειαζόταν µια φιγούρα αντρική η οποία θα τον προέτρεπε να ανοίξει τα φτερά του. Στον Καβάφη τον πήγε ο Γλαύκος Αλιθέρσης, δάσκαλος γυµναστικής και σπουδαίος λογοτέχνης. Βρήκε ανθρώπους που τον στήριξαν.

Πώς ασχολήθηκε µε το εµπόριο τέχνης; Βέβαια, γνωρίζουµε ότι δεν του άρεσε καθόλου ο όρος αυτός για τη δική του περίπτωση.

∆εν του άρεσε καθόλου να αυτοχαρακτηρίζεται έµπορος τέχνης. Θεωρούσε ότι ο ρόλος του ήταν να κάνει τους συλλέκτες που τον πλησίαζαν να αγαπήσουν τον καλλιτέχνη και τα έργα του.

∆εν ήθελε απλώς να πουλήσει, ήξερε τι έπρεπε καθένας από αυτούς να βάλει στη συλλογή του. Ο Ιόλας µέχρι τα 37-38 του ήταν χορευτής. Η ενασχόλησή του µε τα εικαστικά άρχισε όταν είδε ότι δεν θα είχε τη δυνατότητα να παραµείνει στον χορό για πάντα. Ετσι αποτόλµησε τη µεγάλη αλλαγή. Είχε ήδη γνωρίσει ανθρώπους που ήθελαν να στήσουν δική τους νέα συλλογή. Οπότε ήρθε κι έδεσε.

Αλήθεια, πώς ήταν από κοντά ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο;

Μιλούσε άψογα ελληνικά, αν και καθαρεύουσα, διότι είχε γεννηθεί στον Βόλο την εποχή που ο πατέρας του εργαζόταν ως µηχανικός και επέβλεπε την κατασκευή του θεσσαλικού σιδηροδροµικού δικτύου. Ηταν ένας πανύψηλος κύριος, τον θυµάµαι από πάντα µε γκρίζα µαλλιά. Μου άρεσε πολύ ως άνθρωπος.

Ως άνθρωπος είχε στοιχεία σουρεάλ, όπως συναντάµε στα έργα του;

Ναι, αν και αυτό θα το έλεγα για τον Μαγκρίτ. Είτε έβλεπες εκείνον είτε τους πίνακές του ήταν το ίδιο πράγµα. Η προσωπικότητά του µου κίνησε τόσο το ενδιαφέρον ώστε άρχισα να ψάχνω τι συνέβη στη ζωή του και έφτιαξε αυτά τα έργα. ∆εν ξέρω αν έχετε παρατηρήσει ότι ένα από τα στοιχεία που επαναλαµβάνονται είναι τα καπέλα. Ανακάλυψα λοιπόν ότι η µητέρα του, η οποία αυτοκτόνησε όταν εκείνος ήταν στην εφηβεία, ήταν καπελού.

Ισχύει ότι το έργο του Μαγκρίτ αναδείχθηκε µέσα από τη συνεργασία του µε τον θείο σας;

Ναι. Ο Ντε Κίρικο και ο Πικάσο, ο οποίος ήταν πολύ µεγαλύτερος, ήταν ήδη πολύ γνωστοί. Ολοι οι υπόλοιποι µε τους οποίους συνεργάστηκε ο Ιόλας ξεκινούσαν µαζί του το ταξίδι.

Στο σπίτι σας ερχόταν συχνά ο Γιάννης Τσαρούχης. Ξέρουµε ότι κάποια στιγµή ήθελε να σας ζωγραφίσει. Θα ήθελα να ακούσω αυτή την ιστορία.

Τον έτρεµα τον Τσαρούχη. Εµπαινε στο σπίτι, µιλούσε µε το χαρακτηριστικό «ρο» και ήταν πολύ απότοµος. Καθόλου τρυφερός. Αν ήµουν σκυλάκι, όποτε τον έβλεπα θα έτρεχα να κρυφτώ κάτω από το κρεβάτι. Ηµουν τριών τεσσάρων χρόνων όταν µου είπε ότι ήθελε να µε ζωγραφίσει. Μου έφτιαξε µια πολύ όµορφη στολή. ∆εν µε ζωγράφισε τελικά αλλά έµεινε µια φωτογραφία από τότε.

Ενα από τα χαρακτηριστικά του Ιόλα ήταν ότι δεν είχε καλή σχέση µε το χρήµα και τους αριθµούς.

Ηθελε το χρήµα γιατί τον διευκόλυνε να έχει µια καλή ζωή ή να εξασφαλίσει µια καλή συλλογή, ωστόσο δεν το σεβόταν.

Ισχύει ότι απεχθανόταν τις αργίες;

Βαριόταν τροµερά. Κάποια στιγµή τον έπρηξε η θεία µου να πάµε στη Μύκονο. Αντεξε τρεις µέρες και µας σήκωσε να φύγουµε. ∆εν µπορούσε, ήθελε να είναι πάντα απασχοληµένος.

Σκέφτοµαι πόσο κρίµα ήταν που έκλεισε τις γκαλερί του – δεν θα είχε φτάσει στο σηµείο που έφτασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Γιατί τις έκλεισε;

Ο µύθος λέει ότι είχε υποσχεθεί στον Μαξ Ερνστ, τον οποίο αγαπούσε πολύ, ότι όταν πέθαινε θα έκλεινε τις γκαλερί στο Παρίσι. Ωστόσο τις έκλεισε όλες εκτός από της Νέας Υόρκης. ∆εν ξέρω τι τον έπιασε, όµως µπορώ να υποψιαστώ. Στη ζωή µας φτιάχνουµε µύθους, ο καθένας µας τον δικό του για τον εαυτό του. Ο θείος µου έπρεπε να επιβεβαιώσει τον µύθο ότι ήταν το κακό παιδί του πατέρα του. Νοµίζω πως όταν έφτασε στην Ελλάδα έκανε ακριβώς αυτό. Υπονόµευε τον εαυτό του, έλεγε πράγµατα που κι ο ίδιος δεν πίστευε. Και το έκανε γιατί τον αµφισβητούσαν σχετικά µε τις προθέσεις του, όπως ακριβώς έκανε ο πατέρας του. Ο Ιόλας επιβεβαίωσε αυτό που έλεγε ο Φρόιντ, ότι η µεγαλύτερη καταστροφή έρχεται όταν φτάσεις στην κορυφή. Εκεί είτε έχεις τα ηνία της ζωής σου στα χέρια σου είτε αυτοκαταστρέφεσαι. Εκείνος αυτοκαταστράφηκε.

Μιλάµε για την εποχή κατά την οποία υπήρχε µια σειρά δηµοσιευµάτων που τον έβαλαν στο κέντρο µιας συζήτησης στην οποία κατηγορήθηκε µέχρι και για παιδεραστία.

Τότε κατέρρευσε. Μπορεί να ήταν γκέι, ωστόσο όλα αυτά για τα οποία κατηγορήθηκε δεν ίσχυαν. Γεννήθηκα στο σπίτι της Αγίας Παρασκευής και έφυγα το 1970 όταν πήγα να σπουδάσω. Μέχρι το 1975 πηγαινοερχόµουν γιατί ζούσε ο πατέρας µου. Ο Ιόλας πάντα είχε ένα σταθερό άνθρωπο δίπλα του και ήταν πολύ µετρηµένος. Ποτέ δεν είχα δει να έρχονται στο σπίτι παιδιά.

Το σπίτι εδώ και χρόνια ανήκει στον δήµο της Αγίας Παρασκευής. Εχετε περάσει να το δείτε;

Τελευταία φορά πήγα πριν από λίγους µήνες. Μπήκα µε δάκρυα. Για καιρό δεν µπορούσα να πάω, ούτε απέξω δεν µπορούσα να το αντικρίσω.

 

Documento Newsletter