Ελένη Κοτσμανίδου: Η οδύσσεια μιας νεαρής αρχιμουσικού

Είναι αριστούχος, με πάθος, ταλέντο, όνειρα αλλά και αγωνία για το μέλλον καθώς πασχίζει να βρει τη θέση της στον απαιτητικό κόσμο των μεγάλων μουσικών οργανισμών χωρίς καμία βοήθεια

Στα παρασκήνια ενός από τα πιο σκληρά και ανταγωνιστικά καλλιτεχνικά επαγγέλματα, της διεύθυνσης ορχήστρας.

Την είχα δει να διευθύνει πρώτη φορά το 2019 την «Εύθυμη χήρα» του Φραντς Λέχαρ στο θέατρο Ολύμπια. Μια σταλιά κοριτσάκι, μόλις είχε πάρει το δίπλωμά της με άριστα στη διεύθυνση ορχήστρας από το Ωδείο Αθηνών. Επιβλητική στη σκηνή, δυναμική, στιβαρή αλλά και ανάλαφρη και παιγνιώδης στους στροβιλισμούς της οπερέτας, εντυπωσίασε με το μουσικό της στιλ και με τον απόλυτο έλεγχο της Συμφωνικής Ορχήστρας, της Χορωδίας του Δήμου Αθηναίων και των τραγουδιστών. Και όλα αυτά στην πρώτη της μόλις ανάθεση, ακριβώς 25 χρόνων. «Ποιος θα στηρίξει αυτό το κορίτσι σε μια χώρα που αδιαφορεί για τα νέα ταλέντα;» αναρωτήθηκα εκείνο το βράδυ και αυτή την απάντηση έψαχνα σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά, στη συνάντησή μου με την Ελένη Κοτσμανίδου.

«Σαν τον Δημήτρη Μητρόπουλο…»

Είναι όμορφη, ταλαντούχα, πεισματάρα, περήφανη. «Σαν τον Μητρόπουλο…», όπως λέει γελώντας, «έχω ιερατική καταγωγή». Οι προπαππούδες ιερείς, ο παππούς θεολόγος, ο πατέρας ψάλτης, ο οποίος όταν ήταν νέος υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ροκ συγκροτήματος Σπυριδούλα, πριν από τον Παύλο Σιδηρόπουλο, και διευθύνει εδώ και 30 χρόνια το ψαγμένο μουσικό ραδιόφωνο Nova FM 106 του Βόλου.

Στο σπίτι της άκουγαν Τρίτο Πρόγραμμα. Η Ελένη, αγοροκόριτσο με επιδόσεις στο σκι αντοχής στις πλαγιές του Πηλίου και χωρίς ποτέ να καταδεχτεί τον ρόλο της προτεζέ των τριών μεγαλύτερων αδερφών της, λιώνει στο πρώτο άκουσμα του βιολιού στη Συμφωνική Ορχήστρα του Βόλου, σε ηλικία 7 ετών. «Ημουν και λίγο ονειροπόλα, κλειστή και λιγομίλητη. Ακόμη είμαι. Γράφτηκα στο Δημοτικό Ωδείο Βόλου, έκανα βιολί και μετά πιάνο και στα 16 μου, εντελώς αυθόρμητα, αποφάσισα να κάνω μαθήματα διεύθυνσης ορχήστρας. Πηγαινοερχόμουν Βόλο – Αθήνα και υπήρξα τυχερή γιατί είχα δάσκαλο τον Λουκά Καρυτινό». Με σπουδές βιολιού, πιάνου, θεωρητικών και διεύθυνσης ορχήστρας στο Ωδείο Αθηνών, η Ελένη προσπαθεί σήμερα να βρει τον δρόμο της χωρίς καμιά βοήθεια.

«Είναι πανάκριβο να κάνεις masterclass διεύθυνσης ορχήστρας στο εξωτερικό. Τα ταξιδιωτικά έξοδα είναι υψηλά, δεν υπάρχουν χορηγοί ούτε κρατικός φορέας για να καθοδηγήσουν ή να βοηθήσουν, οπότε κάνω ό,τι μπορώ να αντέξω οικονομικά». Ακόμη και για τις απλές αιτήσεις συμμετοχής σε οντισιόν, μας εξηγεί ότι πρέπει να καταβάλεις αντίτιμο. Παρά τις δυσκολίες, όμως, η Ελένη έχει συμμετάσχει σε σημαντικές ορχήστρες με υποτροφία, δηλώνοντας περήφανη που μπαίνει στις πιο δύσκολες λίστες με το ελληνικό πτυχίο της. «Το 2021 με κάλεσαν σε πρόγραμμα του ιστορικού Κρατικού Ωδείου Ρίμσκι-Κόρσακοφ και συνεργάστηκα με την Ορχήστρα του Θεάτρου του Κρατικού Ωδείου Ρίμσκι-Κόρσακοφ της Αγίας Πετρούπολης. Εχω συνεργαστεί με τη Romanian Chamber Orchestra στο πλαίσιο ενός masterclass υπό την καθοδήγηση του Κριστιάν Μασελάρου. Τον Νοέμβριο του 2022 συμμετείχα στην Conductors’ Academy με την Ορχήστρα Tonhalle της Ζυρίχης και υπό την καθοδήγηση του Πάαβο Γιάρβι. Ομως σύγχρονος πολιτισμός μιας χώρας δεν σημαίνει να κάνεις εξαγωγή τους καλλιτέχνες σου;» αναρωτιέται, ενώ θυμάται την αντίδραση κάποιου εφοπλιστή όταν του έγραψε ζητώντας του χορηγία για μαθήματα στη Ρουμανία: «Απορώ πώς το σκεφτήκατε. Δεν δύναμαι να βοηθήσω ούτε στο ελάχιστο…».

«Τι να τον κάνω τον ατζέντη;»

Για να αποκτήσει κανείς πρόσβαση σε γραφείο ατζέντη διεθνούς φήμης, ο οποίος μπορεί να προωθήσει την καριέρα ενός νέου στο εξωτερικό, τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα. «Επικοινώνησα με έναν Ιταλό ατζέντη στη Ζυρίχη για να με αναλάβει, αλλά μου ζήτησε είτε να με συστήσει κάποιος μέντορας, θεσμικός ή μουσικός, είτε να έχω εξασφαλίσει μια θέση ως βοηθός μαέστρος ή associate αρχιμουσικός σε μια ορχήστρα. Δεν ήταν ο μόνος κι άλλοι μου είπαν τα ίδια. Μα, αν τα έχω όλα αυτά, τι να τον κάνω τον ατζέντη;» εξανίσταται. Πόσο μάλλον που οι επιδόσεις της όταν βρίσκεται στις ορχήστρες του εξωτερικού είναι εξαιρετικές. «Μου λένε συχνά ότι βλέπουν κάτι ιδιαίτερο σε μένα και ότι είμαι ειλικρινής» παραδέχεται αφού την πίεσα λιγάκι. Σκέφτεται συχνά να συνεχίσει μεταπτυχιακά έξω, όχι χωρίς επιφυλάξεις. «Εχει καταντήσει το πράγμα λιγάκι σαν εργοστάσιο. Σαν να πρέπει όλοι να έχουμε κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, πολλές φορές να διευθύνουμε με τον ίδιο τρόπο. Αν βρω τα χρήματα μπορεί να φύγω στην Αμερική, εκεί σέβονται πολύ το θέμα της γυναικείας συμμετοχής στις σημαντικές ορχήστρες και μπορεί να ανοίξει κάποια πόρτα».

Μια από τις καθημερινές διαδρομές της Ελένης είναι ο Λυκαβηττός. Της αρέσει να ανεβαίνει το σούρουπο με το παπάκι της και να μελετάει παρτιτούρες. Τις έχει μαζί της αλλά τις ξέρει απέξω και κάθε φορά τις τραγουδάει. Είναι ο τρόπος της να περνάει η μουσική μέσα της, να γίνεται ένα μαζί της. Μεγάλες της αγάπες είναι πάντα ο Μπετόβεν, ο Τσαϊκόφσκι, η ιταλική όπερα και το μπελ κάντο, ενώ ονειρεύεται να διευθύνει τόσο συμφωνικά έργα όσο και διάσημες όπερες. «Προσπαθώ να φτιάξω τη φυσική μου κατάσταση, η διεύθυνση ορχήστρας είναι ένα είδος πρωταθλητισμού. Το σώμα καταπονείται πολύ, αν και όταν είμαι στη σκηνή δεν νιώθω καμιά κούραση, κανένα μυϊκό πόνο, δεν πιάνονται τα χέρια μου, ξεχνάω τα πάντα. Ούτε τρακ έχω, μου πέφτει μόνο η πίεση, είναι λες και πάω για ύπνο. Μετά ανεβαίνω στο πόντιουμ και μόλις σηκώσω την μπαγκέτα όλα φτιάχνουν!»