Ελένη Ηλ. Προκοπίου, Η θεωρία του φυσικού δικαίου – Το κλασικό φυσικό δίκαιο και η φιλελεύθερη επανερμηνεία του, Σάκκουλας, Αθήνα 2022

Ελένη Ηλ. Προκοπίου, Η θεωρία του φυσικού δικαίου – Το κλασικό φυσικό δίκαιο και η φιλελεύθερη επανερμηνεία του, Σάκκουλας, Αθήνα 2022

Η Ελένη Προκοπίου – στην πολύ σημαντική αυτή και πρωτότυπη για την ελληνική βιβλιογραφία εργασία της – αναδεικνύει το ζήτημα της δικαιοσύνης ως ορίζοντα του δικαίου, καθώς στη θεωρία του κλασικού φυσικού δικαίου του Θωμά Ακινάτη και του Αριστοτέλη η σύλληψη του δικαίου γίνεται όχι απλώς από την πλευρά του θετικού νόμου, αλλά πρωτίστως ως φυσική κατάσταση πραγμάτων. H  φυσική αυτή κατάσταση αφορά την βασική υποχρέωση του δικαίου για δίκαιη διανομή, στο πλαίσιο της διανεμητικής δικαιοσύνης και της ισότητας εντός του οποίου αναδεικνύεται κατ’ εξοχήν ο σύνθετος ρόλος του δικαστή ως κεντρικού παράγοντα του δικαίου.

Μέσα από την πραγμάτευση της θεωρίας του φυσικού δικαίου των Αρχαίων και των Μοντέρνων, το βιβλίο αυτό θέτει λοιπόν το ζήτημα του στενού δεσμού μεταξύ δικαίου και δικαιοσύνης αλλά και το ζήτημα της αυτονομίας του δικαίου από την ηθική και την πολιτική. H εξάρτηση του δικαίου από την ηθική – όπως εισάγεται κυρίως από το έργο του  Aυστραλού φιλοσόφου του δικαίου John Finnis με την New Natural Law Theory – και από την πολιτική, όπως στην περίπτωση του Rawls, προκύπτει από τη θέση πως το δίκαιο είναι μια έννομη σχέση στην υπηρεσία των προσώπων και όχι μια υπερατομική πραγματικότητα στην υπηρεσία του κοινού αγαθού και της δικαιοσύνης. Με τον τρόπο αυτό μετατίθεται ο ρόλος του δικαίου από την δίκαιη διανομή στην επιδίωξη της προσωπικής  ικανοποίησης και του ατομικού δικαιώματος. Αποτέλεσμα όμως αυτής της εξάρτησης του δικαίου από την ηθική και από την πολιτική σφαίρα είναι η εργαλειοποίηση του δικαίου.

Το κεντρικό ζήτημα που αναδύεται από την προβληματική της Ελένης Προκοπίου είναι ακριβώς αυτό: η φιλελεύθερη επανερμηνεία του κλασικού φυσικού δικαίου, έτσι όπως αυτή εκφράζεται από τα έργα των σύγχρονων φιλοσόφων του δικαίου Finnis, Hart, Strauss και John Rawls, η νέα δηλαδή ανάγνωση του Αριστοτέλη και του Θωμά Ακινάτη, αν και λειτούργησε στην κατεύθυνση της αμφισβήτησης του νομικού θετικισμού,  μεταθέτει την σύλληψη του δικαίου από το πεδίο της δίκαιης διανομής και της αντικειμενικής σύλληψης των κοινωνικών πραγματικοτήτων σε ένα ηθικό καθήκον ατομικής ικανοποίησης, το οποίο όμως τίθεται έτσι υπεράνω της κοινωνίας και του κοινού αγαθού.

Μέσα από τη μελέτη του φυσικού δικαίου αναδύεται επίσης το κρίσιμο ζήτημα των σχέσεων μεταξύ φυσικού και θετικού δικαίου, δηλαδή η σχέση μεταξύ δικαίου και κράτους με την  διερεύνηση της τύχης του δικαίου πέρα από το κράτος, έτσι όπως εμφανίζεται στο πολιτικό σχήμα του σύγχρονου φιλελευθερισμού, που χαρακτηρίζεται από μείωση κρατικής κυριαρχίας και επομένως μείωση του ρόλου του νόμου, καθώς έχουμε εδώ την εικόνα μιας πλήρους υποχώρησης της δυτικής νομικής παράδοσης με την παρακμή όλου του δικαίου, το οποίο βρίσκεται πλέον σε διαδικασία απορρόφησης από την ηθική και την πολιτική.

Η φιλελεύθερη επανερμηνεία του κλασικού φυσικού δικαίου παρακάμπτει την απαίτηση δικαιοσύνης στη διαδικασία θέσμισης του νόμου και με τον τρόπο αυτό παρακάμπτει και το θεμελιώδες δικαίωμα της ανυπακοής απέναντι σε έναν άδικο νόμο. Αλλά τι είναι ο άδικος νόμος; Όπως σημειώνει η συγγραφέας “κατεξοχήν κρίσιμος για την κρίση του άδικου νόμου είναι ο ορίζοντας του κοινού αγαθού”, θυμίζοντας τη θέση του Θωμά Ακινάτη από τον 13ο αιώνα ακόμη, πως ο νόμος τίθεται “ως εντολή του λόγου ενόψη του κοινού αγαθού” και όχι φυσικά ενόψη της ικανοποίησης ενός ατομικού συμφέροντος, όπως αυτή προκύπτει από την φιλελεύθερη οπτική. Το κοινό αγαθό πρέπει λοιπόν να συνυπάρχει με μια διανεμητική δικαιοσύνη που διασφαλίζει “την αναλογική κατανομή ωφελειών, βαρών και αξιωμάτων”.

Αυτή είναι η πρώτη προϋπόθεση για να χαρακτηριστεί δίκαιος ένας νόμος. Υπάρχει και μία δεύτερη, ο δίκαιος τρόπος θεσμοθέτησής του. Υπάρχουν επομένως ουσιώδεις προϋποθέσεις για την αποδοχή ενός νόμου ως δίκαιου, να επιβάλλεται από το κοινό αγαθό, να μην έχει υπερβεί την εξουσία του ο νομοθέτης και “τα βάρη του να επιβάλλονται ακριβοδίκαια στους πολίτες”. Εάν δεν υπάρχουν αυτές οι τρεις προϋποθέσεις ο νόμος δεν είναι δίκαιο, “έχουμε άσκηση βίας παρά νόμου”, όπως λέει ο Ακινάτης, “ο νόμος αυτός δεν δεσμεύει τη συνείδηση και δημιουργείται εν προκειμένω ηθική υποχρέωση ανυπακοής στον νόμο αυτό.

Η πολύ σημαντική εργασία της Προκοπίου έρχεται μέσα σε ένα πολύ φτωχό τοπίο φιλοσοφικής εμβάθυνσης του νομικού πεδίου, καθώς η σχετική συζήτηση  περιορίζεται για τα ελληνικά δεδομένα στην απαίτηση πλήρους υπακοής στο νόμο, χωρίς να λαμβάνονται καθόλου υπόψιν οι προϋποθέσεις που τον καθιστούν δίκαιο νόμο.

Και, τέλος, η εργασία αυτή της Ελένης Προκοπίου μας επαναφέρει στον αστερισμό της μεγάλης πνευματικής παράδοσης του κλασικού φυσικού δικαίου, τονίζοντας πως “η έννομη τάξη δεν μπορεί να διεκδικεί υπακοή όταν το νομικό σύστημα και οι νόμοι βρίσκονται σε αντίθεση με τις επιταγές της δικαιοσύνης και απομακρύνονται από κάθε έννοια πολιτικής νομιμοποίησης”.

Ο Απόστολος Διαμαντής είναι ιστορικός δημοσιογράφος

Documento Newsletter