Συνέντευξη στον Αντώνη Μποσκοΐτη
Τι είναι αυτό που κάνει τόσο κοσμαγάπητη την Ελένη Δήμου στην Ελλάς του 2022 που προωθεί όλες τις μετριότητες και τις ημιτελείς προσωπικότητες; Η φωνή της, αυτή η βαθιά κοντράλτο φωνή που σε γεμίζει από συναίσθημα κάθε φορά που την ακούς; Το ήθος και η συνέπεια της εδώ και σαράντα χρόνια στις μουσικές σκηνές και στη δισκογραφία; Η ισορροπία στην προσωπική της ζωή που αντικατοπτρίζεται και στην τέχνη της; Το γεγονός πως δεν προέβη ποτέ σε «ανίερες» συμμαχίες και δεν ξοδεύτηκε δημοσιοσχεσίτικα; Σε όλα αυτά ήθελα να μου απαντήσει η ίδια στην πρώτη τετ α τετ συνομιλία μας που πραγματοποιήθηκε πριν μερικές εβδομάδες στα γραφεία της εφημερίδας. Διότι, ναι μεν νιώθω τυχερός που αξιώθηκα να μου δώσουν συνέντευξη οι σπουδαιότεροι Έλληνες τραγουδιστές, με την Ελένη Δήμου όμως δεν είχαμε ποτέ την ευκαιρία να συναντηθούμε και να κάτσουμε να τα πούμε. Έτσι, σαν δυο φίλοι χρόνων, που όλοι εσείς, οι αναγνώστες, κάθεστε στο διπλανό τραπεζάκι και «κλέβετε» τις κουβέντες μας. Απ’ το χώρο της συνέντευξης, πέρασε και ο Κώστας Βαξεβάνης, ο οποίος ομολόγησε πως κάποτε που δούλευε ως πολεμικός ανταποκριτής στο εξωτερικό, η Ελένη Δήμου με τα ηπειρώτικα τραγούδια της του κρατούσε την καλύτερη παρέα. Δεν μπορώ να ξέρω αν όλη αυτή η αγάπη που άρχισε να διαχέεται εκείνη τη μέρα μέσα στα πολύβουα γραφεία της εφημερίδας, είχε να κάνει με τη συγκεκριμένη συνθήκη ή με την ίδια τη Δήμου και με ότι αυτή φέρει σαν άνθρωπος. Εγώ, πάντως, απόλαυσα πραγματικά τόσο τη συνέντευξη, όσο και την απομαγνητοφώνηση της, με αφορμή φυσικά τις παραστάσεις της Δήμου – αφιέρωμα στον Γιάννη Σπανό που ξεκινούν αυτές τις μέρες στη μουσική σκηνή «Σφίγγα» στο κέντρο της Αθήνας. «Αντώνης! Έχετε το όνομα του γιου μου. Και του μπαμπά μου»…Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια της και έτσι άρχισε το κινητό μου τηλέφωνο να καταγράφει τη συνομιλία μας.
Χαίρομαι. Σας συναντώ με αφορμή τις παραστάσεις αφιερωμένες στον Γιάννη Σπανό.
Συνεχίζω να το κάνω, γιατί όσο ζούσε ο Γιάννης κάναμε αρκετά πράγματα μαζί, αλλά όταν «έφυγε» το θεώρησα χρέος μου απέναντι σ’ έναν αγαπημένο μου συνθέτη που μου εμπιστεύθηκε δύο δίσκους, κάτι τρομερά σημαντικό για μένα.
Εσείς, λοιπόν, που υπήρξατε δικός του άνθρωπος, θεωρείτε επιτακτική την ανάγκη παρουσίας στη ζωή μας τέτοιων προσωπικοτήτων;
Κοιτάξτε, εγώ δεν είμαι παρελθοντολόγος, όμως σήμερα είμαστε σε μια εποχή του τίποτα από μουσική άποψη. Πρέπει να το παραδεχτούμε. Και στιχουργικά και μουσικά είμαστε στο τίποτα.
Πολύ απαισιόδοξο δεν ακούγεται;
Είναι, όμως! Δεν έχω βρει κάτι…Να μιλήσουμε τώρα για μειονότητα, για ένα κομμάτι που θα βρεις, άντε κι άλλο ένα; Κάποτε δεν ήξερες τι να πρωτοδιαλέξεις, τι να πρωτοπείς στις ζωντανές εμφανίσεις σου. Ο ένας συνθέτης ήταν καλύτερος απ’ τον άλλον, γεννιόντουσαν πράγματα, μελοποιούνταν οι ποιητές μας, υπήρχε ένας πλούτος. Τώρα μιλάμε για κακοποιημένη ελληνική γλώσσα και ακούω τραγουδιστές σαν να έχουν έρθει απ’ την Αγγλία και δεν μιλάνε καλά ελληνικά, κάνω δηλαδή προσπάθεια να καταλάβω τι λένε. Είναι χρέος μας, των προηγούμενων γενιών, να φέρνουμε σε επαφή τα νεότερα παιδιά με τα αριστουργήματα της ελληνικής δισκογραφίας.
Τον είχα γνωρίσει τον Σπανό και δεν θα ξεχάσω μια βόλτα που κάναμε μέρα μεσημέρι στη Φωκίωνος Νέγρη. «Ξέρεις τι θέλω;» μου είχε πει. «Να περπατάω στο δρόμο και να μη με αναγνωρίζει κανείς».
Ο Γιάννης ήταν πολύ χαμηλών τόνων. Φυσιογνωμικά να θες να διατηρήσεις την ανωνυμία σου είναι διαφορετικό απ’ το ίδιο σου το έργο. Και ο Γιάννης χαιρόταν πάρα πολύ και θα ήταν ψέμα αν δεν το ομολογούσε. Στενοχωριόταν έτσι και δεν τραγουδούσε όλο το μαγαζί μαζί του στις παραστάσεις που κάναμε. Ήταν τρομερά επικοινωνιακός.
Πιστεύετε ότι είχε επίγνωση του διαμετρήματος του;
Νομίζω όχι. Αλλά δεν ήταν ο μόνος, έτσι ήταν και οι υπόλοιποι. Ο Γιάννης και να ήξερε ποιος ήταν καλλιτεχνικά, ήθελε να διατηρεί χαμηλούς τόνους. Μιλάμε για έναν πολύ προικισμένο άνθρωπο που μέχρι το τέλος της ζωής του μάθαινε ξένες γλώσσες, σκιτσάριζε και είχε μια συλλογή απίστευτων φυτών στο κτήμα του. Ένας καλλιτέχνης από πάνω μέχρι κάτω, μέσα του και έξω του!
Το είχατε δει αυτό να συμβαίνει και μ’ άλλους καλλιτέχνες;
Όχι, δεν το νομίζω. Ήταν ο μόνος που το έκανε σε τέτοιο βαθμό.
Ας πάμε σε εσάς: Θέλετε να χάνεστε μέσα στο πλήθος ή σας κολακεύει να ακούτε «περνάει η Ελένη Δήμου»;
Επειδή μόλις γύρισα από την Ήπειρο, μέχρι τα διόδια που σταματούσαμε, με αναγνώριζαν παρότι φορούσα καπέλο. Μου έστελναν φιλιά, μιαν άλλη φορά με «κέρασαν» τα διόδια, ε είναι όμορφο, δεν μπορείς να πεις ότι είναι άσχημο. Το να εκτίθεσαι, δεν είναι κακό, δηλαδή είναι η δουλειά μου και είμαι αναγνωρίσιμη. Βασικά το ήθελα αυτό από μικρή, μου άρεσε. Μπορεί να μ’ ενοχλήσει, όμως, αν τρώω και έρθει κάποιος και μου πει «Θέλω αυτόγραφο». Έχει συμβεί. «Να τελειώσω το φαγητό μου και να σας δώσω μετά;» Κι ο άλλος να συνεχίζει: «Μα, έκανα τόσο δρόμο για να έρθω», αναφερόμενος στο καμαρίνι μου, καταλάβατε; Το ίδιο κι αν θέλει κάποιος να βγάλει μια σέλφι την ώρα που τρως. Τι του λες; «Μισό λεπτό να καταπιώ»… (γέλια)
Ανατρέχετε στα παιδικά σας χρόνια;
Μεγάλωσα στην Αγία Παρασκευή, Αθήνα, με καταγωγή από Ήπειρο. Η μαμά από Μικρά Ασία, μας μεγάλωσε με αμανέδες. Την κουβαλάω την παράδοση, αλλά δεν την μεταφέρω. Είναι κάτι ξένο από μένα και ενώ μ’ αρέσει να τ’ ακούω από άλλους, δεν τόλμησα να την ακουμπήσω.
Αυτό δηλαδή που έκανε η Γλυκερία ή η Βιτάλη, δεν ήταν του δικού σας στυλ.
Όχι, αμανέδες και λαϊκά δεν τα έλεγα. Δεν ξέρω για ποιο λόγο, δεν το’χω. Εγώ μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι με τον μεγαλύτερο αδερφό μου που αγαπούσε πάρα πολύ τον Καζαντζίδη. Η μαμά μου τραγουδούσε αμανέδες και ο μπαμπάς μου τα ηπειρώτικα. Εγώ τι έκανα; Άκουγα Beatles και Rolling Stones, πήγα προς το ροκ.
Σαν αντίδραση;
Δεν ξέρω, δεν το έχω συνειδητοποιήσει ακόμα. Ήθελα μάλλον να ανακαλύπτω μόνη μου πράγματα. Οι δε γονείς μου ήταν εργάτες, βιοπαλαιστές. Καλλιτέχνη άλλον στην οικογένεια είχαμε τον Βαγγέλη Περπινιάδη. Ήταν θείος μου, μακρινή συγγένεια όμως.
Αναφέρεστε στον γιο του Στελλάκη Περπινιάδη, του ρεμπέτη.
Ναι, σ’ αυτόν. Ο μόνος καλλιτέχνης στο σόι. Κι ο αδερφός μου είχε πολύ ωραία φωνή, αλλά επειδή παντρεύτηκε μικρός, δεν το καλλιέργησε. Ούτε κι εμείς του το καλλιεργήσαμε.
Για ποιο λόγο, μη χανόταν απ’ την οικογένεια;
Κάπως έτσι…Εγώ, ας πούμε, έκανα οικογένεια αφότου ήμουν ήδη τραγουδίστρια. Λογικό, όμως, ο αδερφός μου να αγαπά τον Καζαντζίδη, αφού είχαμε και σχέση με τους Περπινιάδηδες. Η μαμά μου είχε πολύ ωραία φωνή, η Ελευθερία. Ψαροπούλου ήταν το πατρικό της όνομα. Μια μέρα ήταν ένας κιθαρίστας στο σπίτι μας και μου λέει «Έχεις ίδια φωνή με τη μητέρα σου»! Δεν το είχα αντιληφθεί. Τι κρίμα να μην έχω μία κασέτα με τη φωνή της.
Την έχετε χάσει πολλά χρόνια;
Τον μπαμπά μου τον έχασα πριν 28 χρόνια σχεδόν και τη μάνα μου πριν από 25. Μου λείπουν τρομερά, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Η απόλυτη ορφάνια. Πεθαίνει πρώτα ο ένας, λίγο ακουμπάς στον άλλον. Ειδικά όμως όταν φεύγει η μάνα είναι η απόλυτη ορφάνια. Έφυγαν νωρίς οι δικοί μου, στα 71 του ο πατέρας μου.
Ποια ήταν η πρώτη σας καλλιτεχνική έκφραση ως παιδούλα;
Υπήρχε τότε μια μουσική εκπομπή, τα «Νέα ταλέντα» του Οικονομίδη. Πήγα 11 ετών και είπα το «Άνοιξε πέτρα» της Μαρινέλλας. Απίστευτος Πλέσσας!
Και το «σκίσατε»;
Μάλλον, απ’ ότι είπαν…Ούτε από εκείνα τα χρόνια έχω κάποιο ντοκουμέντο. Φορούσα ένα κόκκινο καπελάκι, θυμάμαι, και ο Οικονομίδης με έλεγε Κοκκινοσκουφίτσα. Μετά είπε στη μαμά μου: «Αυτή θα σου γίνει μεγάλη τραγουδίστρια. Δεν θα το γλιτώσεις». Στα 12 προς τα 13 μου, έπεισα τη μαμά μου να πάω στο ωδείο.
«Ξεπατικώνατε» άλλες τραγουδίστριες της εποχής;
Μου άρεσαν πιο πολύ οι ανδρικές φωνές. Ο Νταλάρας, ο Πάριος, μια ισορροπία περίεργη, ερωτικό και κοινωνικό τραγούδι. Εννοείται πως τραγουδούσα και τραγουδίστριες πριν δισκογραφήσω: Τη Χαρούλα, καμιά Γαλάνη έλεγα, Μαρινέλλα κ.α.
Και πως δεν πήγατε στον ηλεκτρικό ήχο αναφορικά μ’ αυτά που ακούγατε;
Μου άρεσαν πιο πολύ τα μελωδικά τραγούδια, οι μπαλάντες, μέχρι που αργότερα ανακάλυψα μόνη μου τη reggae. Τρελάθηκα, βρήκα το ρυθμό μου.
Δεν είναι για ραχάτι η reggae; Λίγο ράθυμη μουσική;
Βρίσκετε, ε; Ραχάτι! Μπα, εμένα με ξεσήκωνε! Και η disco, βέβαια. Donna Summer, η αγαπημένη μου, Madleen Kane, δεν το συζητώ καθόλου. Χόρευα πάρα πολύ. Πήγαινα στα κλαμπ με τις φίλες μου και έπαιρνα πορτοκαλάδα, αφού δεν έπινα ποτέ. Όλη τη νύχτα ήμουν στην πίστα, χόρευα και όλο χόρευα!
Θα ήσασταν κι ένα πολύ ωραίο κορίτσι.
Ένα αδυνατούλικο ήμουν με πολλά μαλλάκια. Θυμάμαι, όμως, κάποιους που με πιάνανε και μου λέγανε: «Έλα εδώ, ρε συ. Έχεις καταπιεί κάνα μαγνητόφωνο, από που βγαίνει αυτή η φωνή;» Φαντάσου, ήμουν το πολύ 46 κιλά τότε. Με άκουγαν μ’ αυτή την κοντράλτα φωνή και απορούσαν.
Κατανοούσατε την ιδιαιτερότητα της φωνής σας;
Όχι, όχι. Τα τελευταία χρόνια μπορώ να σας πω ότι υπάρχουν στιγμές που θαύμασα τη φωνή μου. Δεν ακούω συχνά τα παλιά μου, αλλά όποτε ακούσω, θα πω «Αχ, έχει ωραία φωνή αυτή» ή «Χμ, εντάξει, καλή φωνή έχει, αλλά γιατί έχει αυτό το βιμπράτο;» Σαν να αποστασιοποιούμαι δηλαδή απ’ τον εαυτό μου.
Μάνος Χατζιδάκις. Μ’ έναν τρόπο σχετίζεστε.
Στον Μάνο με πρότεινε ο Δημήτρης Χορν, ο οποίος έτυχε να είναι οικογενειακός φίλος μέσω θείων μου. Δεν ερχόταν στο σπίτι μας, αλλά εμείς είχαμε πάει στο δικό του. Γλυκός, πανέμορφος, δεν υπήρχε περίπτωση να μην έμενε πάνω του το μάτι σου. Η μόνη παρατήρηση που μου’χε κάνει, όταν έκανα κάποια πρώτα δοκιμαστικά, ήταν η εξής: «Η φωνή σου ακουμπάει και θέλω να πεις χρωματιστά τραγούδια, όχι σκούρα». Ο Χορν με σύστησε στον Χατζιδάκι σε μία περίοδο που ο Μάνος δεν έγραφε πια. Μάλιστα, θυμάμαι ότι ο Μάνος με άκουσε σε ακρόαση του Τρίτου Προγράμματος να λέω το «Αεροπλάνο» του Κώστα Χατζή και της Σώτιας Τσώτου. Είχα πολύ βιμπράτο απ’ την ταραχή μου, κάτι που μου συνέβαινε από πολύ μικρή. Με άκουσε ο Χατζιδάκις και μου σχολίασε: «Είσαι μια δεύτερη Amalia Rodrigues»! Ούτε την ήξερα! Έτρεξα στο δισκοπωλείο και ανακάλυψα μια τεράστια τραγουδίστρια, η οποία είχε κι αυτή το δικό της βιμπράτο.
Το ίδιο έκανε και η Τάνια Τσανακλίδου, όταν της είχε πει ο Χατζιδάκις ότι τραγουδά σαν τη Zarah Leander. Πήγε και πήρε δίσκους της για να την ακούσει!
Ναι, φοβερό! Όπως έμαθα από τον συχωρεμένο τον Μάνο Λοΐζο και την άλλη σπουδαία που με μάγεψε, την Ima Sumac. «Θεέ μου» είπα, «τραγουδάω κι εγώ;» Ξέρετε πόσα ξημερώματα την άκουγα στον κήπο και «έφευγα», ταξίδευα μαζί της; Γινόμουν πουλί κι εγώ.
Αναφερθήκατε ήδη στην αγάπη σας στις μουσικές του κόσμου: Ima Sumac, reggae…
Ήθελα να ανακαλύπτω πράγματα. Ισχύει. Μετά που με άκουσε ο Χατζιδάκις, έγινε μια εκδήλωση του Τρίτου Προγράμματος στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, όπου είπα τραγούδια του Δημήτρη Λέκκα κατόπιν επιθυμίας του Μάνου.
Τον εκτιμώ πολύ τον Δημήτρη Λέκκα, μεγάλο μυαλό.
Ναι, εξαιρετικός. Ακόμη μιλάμε καμιά φορά. Εκεί συναντηθήκαμε και με τον Σταμάτη Κραουνάκη, νέα παιδιά τότε όλοι, και γίναμε κολλητοί μετά. Έκανα το ντεμπούτο μου. Μάρτης του 1980.
Μεγάλο ντεμπούτο υπό τη σκέπη του Μάνου Χατζιδάκι.
Τα τραγούδια μεταδόθηκαν ζωντανά από το Τρίτο Πρόγραμμα, αυτό ήταν το concept. Ακολούθησε συμβόλαιο με τη ΜΙΝΟΣ και, μάλιστα, ημέρα Σάββατο. Θυμάμαι τον Γιώργο Μακράκη, που τον χάσαμε πρόσφατα. Μου τηλεφώνησε για να βρισκόμασταν επαγγελματικά και του λέω «Μου κανόνισαν για αύριο, Σάββατο». Παραξενεύτηκε. Πάω, υπογράφω συμβόλαιο και μπαίνω στην…κατάψυξη.
Δεν μου λέτε κάτι πρωτότυπο.
Αφού όταν συμμετείχα στο Φεστιβάλ τραγουδιού Θεσσαλονίκης, που το ήθελα πάρα πολύ, και πήρα αρχικά το τρίτο βραβείο και την επόμενη χρονιά το πρώτο, εννιά μήνες μετά έκανα δίσκο! Ήμουν και λίγο βλάκας, εφόσον με είχε πιάσει ο Καρατζάς της CBS: «Γιατί σ’ έχουν εκεί αιχμάλωτη, παιδάκι μου, και δεν κάνεις τίποτα;» Πήγα εγώ όλο αφέλεια και το είπα στον Μάτσα: «Θα φύγω, κύριε Μάτσα. Θα πάω στη CBS που με θέλουν για δίσκο».
Καλά κάνατε, δεν το θεωρώ βλακεία.
Ίσως, ναι, γιατί έτσι πήρε μπρος η μηχανή. Ο δίσκος με τίτλο «Έχω φίλους» ήταν ο πρώτος μου και περιείχε τραγούδια διαφόρων συνθετών. Με σύστησε στον κόσμο. Βασικά είχαμε κάνει κάποια τραγούδια με τον Σταμάτη, που ο Μάτσας δεν ήθελε να τα κυκλοφορήσει.
Πως ήταν η πρώτη εμπειρία στο στούντιο;
Άγχος, αλλά και επαγγελματισμός σιγά – σιγά. Εισέπραττα τον θαυμασμό, αλλά δεν καταλάβαινα ότι ήμουν κι εγώ ένα πετραδάκι γυαλιστερό.
Τόση ταπεινότητα;
Ναι, μωρέ, δεν ήξερα εγώ. Εκείνο που ήθελα ήταν να πραγματοποιήσω τα όνειρα μου. Πιο μικρή φανταζόμουν τα φεστιβάλ τραγουδιού, τα έβλεπα, παρακολουθούσα ότι είχε σχέση με τη μουσική, σαν την Eurovision ή τους Αγώνες Τραγουδιού Κέρκυρας. Τα πάντα άκουγα από συναδέλφους μου, ειδικά στο ξεκίνημα μου. Ακόμη και τα πιο λούμπεν. Μου άρεσε να είμαι πλήρως ενημερωμένη.
Πότε ήρθε η μεγάλη επιτυχία;
Υπήρχε μια ανοδική πορεία. Όταν βγήκε το πρώτο άλμπουμ, έκανε 5.000 πωλήσεις – νούμερο που θα γινόταν πλατινένιο το άλμπουμ σήμερα. Μετά κάναμε ένα δίσκο με τον Τάκη Μπουγά, άλλος συχωρεμένος, που λεγόταν «Μίλα μου απλά». Ο Μπουγάς ήταν λάτρης των Jethro Tull, τρελαινόταν με τους ρυθμούς του Ian Anderson στο φλάουτο.
Τρομερό, ο Τάκης Μπουγάς φαν των Jethro Tull! Τι μαθαίνει κανείς με μία συνέντευξη…
Μα ενώ ο δίσκος είχε μέσα τραγουδάρες, σαν το «Πάψε να με λες πάντοτε μωρό» ή το «Όλα τα ζητάς», η τρέλα του Μπουγά με τους Jethro Tull, μας κόστισε εμπορικά. Παίζαμε στην επαρχία και οι μουσικοί που ήξεραν από χασάπικα και ζεϊμπέκικα – τα κλασικά – έπεφταν πάνω στα περίεργα του Μπουγά, τα 5/8 και τα 9/8, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται. Τα τραγούδια άλλαζαν ρυθμούς στα ρεφρέν και δεν μπορούσε να τα παίξει κανείς.
Και άρα να τα αφομοιώσει και ο κόσμος.
Φυσικά. Απ’ τη στιγμή που δεν ακούγονται τα τραγούδια, πώς θα βρουν το δρόμο τους; Αυτό, όμως, του άρεσε του Μπουγά. Κάναμε μετά άλλον ένα δίσκο, που γράφτηκε στο Γαλαξίδι. Είχαμε περάσει πάρα πολύ ωραία. Οι στίχοι ήταν του Μάνου Τσιλιμίδη – προχθές το συζητάγαμε. Εκεί έγινε το μπαμ, η μεγάλη επιτυχία.
Ποια χρονιά ήταν αυτό;
Το 1983 πρέπει να ήταν. Στο «Α και Β προβολή» που περιέχονταν δεύτερες εκτελέσεις, τραγούδησα το πρώτο τραγούδι που είχε γράψει στο Παρίσι ο Γιάννης Σπανός. «Ποιος να σφυρίζει κάθε βράδυ» λεγόταν. Τον Σπανό βέβαια τον γνώριζα απ’ όταν ήμουν πολύ μικρή, γύρω στα 15 μου. Είχαμε ένα κοινό φίλο, που ήταν ιπτάμενος της Ολυμπιακής. Μεταφυσικό θα το έλεγες, γιατί είχα μια τάση προς τον Γιάννη, μου άρεσαν αυτά που έκανε. Αυτός ο κοινός φίλος, ο Νίκος, ήξερε την τρέλα μου με τον Σπανό και μου φέρνει σε μήτρα την «Τρίτη Ανθολογία». Παθαίνω…Δε φαντάζεστε! Η φωνή του Καράλη, μαγική, γιατί ο Σπανός είχε μεγάλη ευαισθησία με τις φωνές. Όταν έκανε το οριακό αυτό έργο του, ξέρετε, τυχαία άκουσε τον Καράλη και είπε «Αυτόν θέλω για τραγουδιστή». Με την δε Αρλέτα γνωρίζονταν, αλλά εκείνη δεν ήθελε να έμπαινε στο δίσκο. Τραγούδησε όμως και έγραψαν ιστορία.
Άρα με την επανεκτέλεση του πρώτου τραγουδιού του Σπανού, εκπληρώσατε ακόμη ένα όνειρο σας.
Βεβαιότατα! Ο Σπανός ήταν γλυκός, αλλά ποτέ συμβουλευτικός. Δεν έδινε ποτέ συμβουλές στους τραγουδιστές του. Μια ιδιοτροπία είχε μόνο: Σεβόταν τόσο πολύ τον λόγο που είχε μελοποιήσει, ούτως ώστε αν του άλλαζες μια φράση να γινόταν έξαλλος. Ήθελε να ήξερες τον στίχο νεράκι. Αν άλλαζες κάτι στη μελωδία του δεν τον πείραζε. Τον πείραζε αν άλλαζες τον στίχο.
Αυτό λέγεται μεγαλείο του δημιουργού.
Δεν το συζητώ, έτσι είναι. Το ΄87 κάναμε τα «Προσωπικά», μετά το «Κατά βάθος αλεπού», που είχε σκίσει. Πρόσφατα, την 1η Δεκεμβρίου, είχαμε άλλη μία Παγκόσμια Ημέρα κατά του AIDS. Αναφέρομαι φυσικά στο τραγούδι «Πάρε πασά μου», που η Μαριανίνα Κριεζή έγραψε με αφορμή το AIDS που είχε μπει στη ζωή μας. Ο πληθυσμός, ο ανδρικός κυρίως, αποδεκατιζόταν και ακόμη η αρρώστια ήταν στην αρχή της.
Θα αναφερθούμε σ’ αυτό, αλλά τώρα θέλω να μου πείτε πως προέκυψε η γνωριμία με τον Λάκη Παπαδόπουλο και τη Μαριανίνα Κριεζή.
Με τον Λάκη είχαμε γνωριστεί με κάποια τραγούδια του για τον πρώτο μου δίσκο, τα οποία τελικά έμειναν εκτός. Ο Μάτσας είχε την ιδέα, έξυπνα σκεπτόμενος, να βγάλει την Ελένη Δήμου ως πιο ποπ.
Ίσως είχε κατά νου το ποπ του «Σαμποτάζ» της Λένας Πλάτωνος.
Δεν είμαι σίγουρη γι’ αυτό. Κοιτάξτε, ο Μάτσας ήταν πολύ ειλικρινής. Υπήρχε ένα τραγούδι στο «Κατά βάθος αλεπού», μια μπαλάντα, που δεν ήθελε να έμπαινε. Ένα εξαιρετικό τραγούδι του Λάκη. Όταν τον ρώτησα γιατί δεν ήθελε, μου απάντησε «Μην πέφτουμε πάνω στη Χαρούλα»…
Κατάλαβα πολύ καλά τι εννοείτε και τι εννοούσε κι εκείνος τότε.
Αν εγώ παρέμενα στη ΜΙΝΟΣ, θέλω να πω, θεωρώ δεδομένο ότι δεν θα έκανα ποτέ το «Προσωπικά» με τον Σπανό. Κοίταγαν να προστατέψουν τα μεγάλα ονόματα του καταλόγου τους και καλά κάνανε. Απ’ την άλλη, δεν δεσμεύεις έναν καλλιτέχνη! Τον αφήνεις να φύγει, όπως έκανα εγώ και κρυφά κιόλας.
Δηλαδή;
Είχε τελειώσει το συμβόλαιο μου και κάναμε ραντεβού για να το ανανεώσουμε. Είχα υπογράψει ήδη όμως με τον Καρατζά και είχα φύγει. Δεν με πολυένοιαζε η αντίδραση του Μάτσα, αισθάνθηκα ελεύθερη. Βάλε και τη γνωριμία μου με τον Άκη Γκολφίδη, δεν ήθελα κάτι άλλο. Δεν τα λέω σκόπιμα όλα αυτά, την αλήθεια μου καταθέτω. Είμαι σε μια ηλικία πια που δεν μπορώ να ρίχνω σε τίποτα χρυσόσκονη. Δεν το έκανα και ποτέ δηλαδή. Εγώ πάντα ήμουν το μαύρο πρόβατο. Πόσο μάλλον τώρα που δεν έχω και τίποτα να χάσω.
Ο δίσκος, όμως, του Λάκη με τη Μαριανίνα ήταν ιδέα του Μάτσα, είπατε.
Ναι, πολύ καλό ήταν αυτό και ήταν μια συνεργασία που έπρεπε να γίνει, αφού ήταν σε εκκρεμότητα. Με εκτόξευσε από τις 30.000 στις 80.000 πωλήσεις!
Λογικό. Το «Πάρε πασά μου» ειδικά παντού παίζεται μέχρι σήμερα.
Ισχύει. Τη Μαριανίνα τη λάτρευα από τη «Λιλιπούπολη» και μετά με τα τραγούδια για την Αρλέτα. Ο Ελύτης απ’ ότι λέγεται ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί της και μάλιστα για τη Μαριανίνα είχε γράψει το «Μονόγραμμα». Δεν λέω κάτι που έζησα εγώ, αλλά κάτι που είναι γνωστό. Αυτά τα «σού’ πα – μού’ πες» δεν μου αρέσουν, καταλαβαίνετε. Λέγαμε για το «Πάρε πασά μου» την εποχή που έσκασε μύτη το AIDS.
Δεν είναι πολύ γνωστή η αιτία της κατασκευής του στιχουργήματος.
Ναι, τότε δεν το ήξεραν. Εγώ άρχισα να το λέω τα τελευταία χρόνια, επειδή ήξερα. Στον κόσμο πέρασε σαν ένα ευχάριστο ποπ τραγούδι, αν και κάποιοι ενστικτωδώς μπορεί και να κατάλαβαν. Το κομμάτι αυτό πρέσβευε την εμπιστοσύνη στο σύντροφο, μην το ξεχνάμε. Λέει «πάρε την οδοντόβουρτσα μου», δεν λέει «πάρε το μαξιλάρι μου».
Σωστό, η οδοντόβουρτσα μαζεύει νεκρά κύτταρα, ακόμη και αίμα.
Ακριβώς αυτό! Η Μαριανίνα μού το είχε συζητήσει. Ήταν μια εποχή που χάναμε πολλούς ανθρώπους. Έτυχε να χάσω δυο πολύ αγαπημένους φίλους.
Και δεν λέγατε μέσα σας «Κούνια που σας κούναγε, δεν έχετε ιδέα τι ακούτε, τι τραγούδι ειν’ αυτό;»
Εντάξει…Σημασία έχει το νόημα του και το ότι έγινε μεγάλη επιτυχία, όπως και όλος ο δίσκος. Ύστερα, έχοντας φύγει πια απ’ τη ΜΙΝΟΣ, έφτασε η ώρα για το «Προσωπικά». Ήμουν πια στη CBS με παραγωγό τον Κώστα Μπουρμά. Μεσολάβησε ο Μακράκης για να γίνει ο δίσκος αυτός. Μιλάμε – θα μου επιτρέψετε να πω – για ιερά τέρατα: Γιάννης Σπανός, Μαριανίνα Κριεζή, Λίνα Νικολακοπούλου και για πρώτη φορά ενορχήστρωση ο Στέφανος Κορκολής με την τεράστια κλασική παιδεία του. Για να αποδεχόταν ο Σπανός τον Κορκολή, στήσαμε μία μικρή πλεκτάνη, ιδέα του Γκολφίδη: Κάναμε το δίσκο, αλλά θέλαμε να ενορχηστρώσει ένας πιο νέος, πιο «φρέσκος». Ο Άκης, που ήταν πολύ φίλος με τον Στέφανο, αποφάσισε να το έκανε αυτός. Ναι, αλλά πως θα το δεχόταν ο Γιάννης ήταν το θέμα. Πως να δεχόταν ο Σπανός έναν άγνωστο; Δίνει ο Άκης δύο κομμάτια ντέμο του Στέφανου για να τα μελετούσε στο Παρίσι, που θα έφευγε. Τίποτα άλλο δεν του είπε. Κανονίσαμε ένα ραντεβού με τον Σπανό για να άκουγε ένα νέο παιδί που θα έπαιζε πιάνο μήπως του άρεσε για τις ενορχηστρώσεις. Συναντιόμαστε στην πλατεία Αμερικής, του άρεσε σαν φυσιογνωμία του Γιάννη, αλλά είχε έρθει και μελετημένος ο Στέφανος. Λέμε τα δικά μας για το δίσκο και ζητάει ο Στέφανος του Γιάννη να παίξει λίγο για να πιάσει το κλίμα του. Κάθεται στο πιάνο ο Γιάννης, κάθεται δίπλα του ο Στέφανος και του κάνει «Μήπως να βάλουμε κι αυτό και τ’ άλλο να γίνει έτσι;» Μένει κάγκελο ο Γιάννης! Μόλις παίζουν και το δεύτερο κομμάτι, λέει: «Ο Στέφανος θα κάνει την ενορχήστρωση»! Αυτό ήταν!
Το «Προσωπικά» μάλλον σηματοδότησε το πικ στην καριέρα σας.
Αυτό το τραγούδι με καθιέρωσε σαν σοβαρή και καλή τραγουδίστρια, εκεί που το «Κατά βάθος αλεπού» είχε εκτινάξει τις πωλήσεις μου. Μπήκα στο πάνελ των μεγάλων ερμηνευτριών.
Πιστεύετε ότι κάποιοι/ ες ενοχλήθηκαν μ’ αυτή την καθιέρωση;
Δεν ξέρω, ειλικρινά. Κι αν έπεφταν τρικλοποδιές, ερήμην μου θα γινόταν.
Δουλέψατε γόνιμα με τον Άκη Γκολφίδη. Πότε ενώσατε και τις ζωές σας;
Το 1985 προς ΄86, μόλις είχα κάνει το «Κατά βάθος αλεπού». Δεν αισθάνθηκα πιο προστατευμένη δίπλα του, γιατί είμαι ένας τύπος που γενικώς δεν μου αρέσει η προστασία. Αν μπορέσω να προστατέψω τον εαυτό μου εγώ, έχει καλώς! Δηλαδή, έφαγα τα μούτρα μου; Ας τα έφαγα, εγώ φταίω! Και σε προσωπικό και σε επαγγελματικό επίπεδο. Είμαστε ένα ζευγάρι και εμένα βγάλε με απ’ έξω, αλλά μιλάμε για έναν υπερταλαντούχο άνθρωπο. Ο Άκης πάντα άκουγε τα θέλω μου, οποιαδήποτε στιγμή. Το ίδιο κι εγώ, ενώ μπορούσαμε στην αρχή να έχουμε τις αντιρρήσεις μας. Έπειτα, όμως, γινόμαστε ο ένας πιο μεγάλος φαν του άλλου.
Αυτό είναι η απόλυτη σύμπλευση, όχι νωθρή όμως, αλλά με άποψη.
Ακριβώς. Ακόμη και να μη λάβω υπόψιν μου τις ενστάσεις του, πάντα θα με στηρίξει. Στη ζωή μου ήταν πολύ καθοριστική η παρουσία του Άκη Γκολφίδη. Δεν ξέρω που θα’μουν, τι θα’μουν και με ποιους. Η απόλυτη ισορροπία ήρθε μέσα απ’ τη σχέση μας. Ειλικρινά δεν ξέρω τι θα έκανα.
Το λέτε με μια αγωνία.
Ναι, το λέω με μια αγωνία, γιατί ήξερα ότι ήμουν «τρεις λαλούν και δυο χορεύουν» ή «Πάμε παρακάτω τώρα, γιατί βαρέθηκα». Με τον Άκη δε συνέβη ποτέ αυτό. Δεν τον ερωτεύθηκα απλά, τον αγάπησα, γιατί ο έρωτας έρχεται και φεύγει. Έχει ημερομηνία λήξης. Πολύ σημαντικό είναι να καταφέρεις ν’ αγαπήσεις τον άλλον, όχι να αγαπηθείς.
Είναι μια μορφή αυτοθυσίας η αγάπη;
Όχι, είναι το καλύτερο κομμάτι του εαυτού μας.
Οι άνθρωποι, λοιπόν, απαιτούν να αγαπηθούν χωρίς να ξέρουν να αγαπούν.
Κάποιοι άνθρωποι, ναι, αυτό κάνουν. Δεν έχουν καταλάβει τη σημαντικότητα του να αγαπάς. Ο Άκης εμένα πραγματοποιούσε τα όνειρα μου. Δεν ξέρω δηλαδή αν θα έκανα με τέτοια ευκολία τα reggae κομμάτια αν είχα άλλους ανθρώπους δίπλα μου. Ήθελα να καταθέσω φωτογραφικές λήψεις του εαυτού μου.
Έτσι προχωρά ωραία η ζωή, με αγάπη και συνεργασία.
Έτσι είναι. Κάναμε ένα γιο, που είναι λατρεία και δική μου και δική του. Ένα καταπληκτικό παιδί, που πήρε απ’ τον μπαμπά του, γιατί από μένα μόνο τα νεύρα πήρε. Του αρέσει να διαβάζει, είναι πολύ της προσφοράς και της αλληλεγγύης. Σκεφτείτε ότι παράτησε μια εξαιρετική δουλειά στο εξωτερικό για να κάνει το μεταπτυχιακό του, προχωρώντας στην έρευνα. Το έχει το μουσικό μικρόβιο, γράφει ηλεκτρονικά κομμάτια κι έχει κυκλοφορήσει κάποια σινγκλάκια στην Αγγλία, αλλά δεν είναι αυτός ο απώτερος σκοπός και στόχος του.
Όταν τραγουδούσατε τις μεγάλες επιτυχίες, είχατε μέσα σας την έννοια της πολιτικοποίησης; Ήταν και η περίοδος της πασοκικής ευμάρειας που πολλές καριέρες στήθηκαν.
Όχι. Τις αντιρρήσεις μου μπορεί να τις έχω, να βλέπω πόσο αλλάζει η δομή της κοινωνίας ολόκληρης, αλλά από κει και πέρα ξέρω ότι είναι ένα παιχνίδι η πολιτική.
Οι συνέπειες, όμως, αυτού του παιχνιδιού στις ζωές των ανθρώπων;
Μεγάλες…Δεν αποφασίζεις εσύ πια. Πέντε οικογένειες πάνω στον πλανήτη αποφασίζουν για τη μοίρα του πλανήτη και της κάθε χώρας. Το λέω συνειδητά. Φαίνεται, υπαλλήλους έχουμε πια. Αν υπήρχαν κάποιοι που είχαν τα γκατς, σήμερα δεν νομίζω πια ότι υπάρχουν. Δεν υπάρχουν ηγέτες. Μόνο άνθρωποι που αν κάτσουν και τους ψυχαναλύσουν ψυχίατροι, θα δουν ότι έχουν πρόβλημα και ποιος ξέρει πως κρατιούνται στην εξουσία. Δέχομαι να έχουν στρες μόνο στην περίπτωση που θέλουν ν΄ αλλάξουν τον κόσμο προς το καλύτερο. Αν, όμως, πας με τις επιταγές των άλλων και θες να έχεις καθαρή συνείδηση, δεν το κάνεις και απλά εγκαταλείπεις. Εδώ και χιλιάδες χρόνια προστέθηκε ένας θεός που όλοι τον αγνοούν, εκεί που μιλάνε μόνο για τον Χριστό και τον Αλλάχ: Το Χρήμα! Κανείς δεν το αναφέρει και πίσω απ’ τις σημαίες των θρησκειών, αυτό είναι ο απόλυτος θεός! Δυστυχώς, το χρήμα και το κέρδος βασιλεύουν. Από πάντα!
Ο καλλιτέχνης είναι κι ένας μικρός Θεός;
Όχι, δεν το πιστεύω. Προσφέρουμε κάτι στον κόσμο, αλλά μικρός Θεός δεν είναι ο καλλιτέχνης. Μικρός Θεός είναι αυτός που μεταμοσχεύει μια καρδιά και σώζει μια ζωή. Είμαστε γιατροί της ψυχής και αυτό το δέχομαι, αλλά δεν σημαίνει και ότι είμαστε κάτι ιδιαίτερο. Μπορεί να’σαι προικισμένος – ευχαριστώ το σύμπαν και τη μητέρα μου που με γέννησε μ’ αυτό το χάρισμα – αλλά από κει και πέρα δεν έχω σώσει τον κόσμο, ούτε ανακάλυψα το φάρμακο για το αλτσχάιμερ. Δουλεύουμε, μας αρέσει πολύ αυτό που κάνουμε και η μνήμη για έναν καλλιτέχνη ενδεχομένως να ξεπερνάει και τα εκατό χρόνια. Είναι ωραίο να ταυτίζεσαι, αυτό που συμβαίνει σε σένα να συμβαίνει και σε χιλιάδες άλλους ανθρώπους.
Εμένα πάλι μου αρέσει που κατεβάζετε τον καλλιτέχνη σε επίγεια επίπεδα.
Ναι, γιατί έχουμε δει στα social media τη μια να αποθεώνεται ένας καλλιτέχνης και την άλλη να κανιβαλίζεται. Πολύ δυσάρεστη κατάσταση.
Εμπιστεύεστε την ενημέρωση από τα ΜΜΕ;
Δεν μ’ αρέσει καθόλου. Τη σιχαίνομαι την κατευθυνόμενη ενημέρωση, νιώθω ότι υποτιμούν τη νοημοσύνη μου. Όχι, ρε φίλε, δεν σ’ το επιτρέπω! Κλείνω απλά την τηλεόραση, αφού ακόμη και τα καλλιτεχνικά που πλασάρονται, δεν με αφορούν. Λέω καμιά φορά ότι η φωνή μου δεν έχει μεγάλη διαφορά από πριν πέντε χρόνια. Έρχονται και μου λένε «Τι σπουδαία τραγουδίστρια που είστε» και απαντώ «Το ίδιο τραγουδούσα και πριν πέντε και δέκα χρόνια». Απλά, όταν κυριαρχεί η μετριότητα, αν ακούσεις κάτι άλλο, θα το ξεχωρίσεις. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι θέλουν τον πήχη πολύ χαμηλά. Σε όλα, σε όλα!
Διανύουμε τη χειρότερη περίοδο από τη Μεταπολίτευση και μετά;
Ο ιστορικός του μέλλοντος αυτό θα γράψει. Έχουμε άμυνες; Αναρωτιέμαι…Αν έχεις μια προσωπική ισορροπημένη ζωή, εκεί έχεις άμυνες. Αν δεν έχεις, τρελαίνεσαι.
Κάνετε ακόμη καλλιτεχνικά όνειρα;
Φυσικά και κάνω. Ετοιμάζω μια δουλειά μ’ ένα νέο δημιουργό, τον Κωνσταντίνο Γερμανό, που είχαμε κάνει το τραγούδι «Μαύρο τριαντάφυλλο» με αφορμή τον βίαιο θάνατο της Τοπαλούδη. Τώρα ολοκληρώνουμε μια καινούργια δουλειά κοινωνικού χαρακτήρα σε μουσική του Νταλάρα σ’ ένα κομμάτι. Έδωσαν μουσικές οι φίλοι μου, ενώ ο Κωνσταντίνος έγραψε όλους τους στίχους.
Τι απήχηση θα είχε σήμερα αν έβγαινε ένα «Προσωπικά»;
Ξέρετε τι γίνεται; Όταν ο έρωτας αρχίζει να φεύγει απ’ το οπτικό σου πεδίο, όταν τον βλέπουμε πίσω από μία οθόνη, δεν είναι έρωτας αυτό.
Γίνεται πλασματική ανάγκη.
Ανάγκη; Ο έρωτας είναι τόσο όμορφο πράγμα. Είναι και ένστικτο. Σε λίγο οι άνθρωποι θα ζουν μέσα σε κουτιά. Δεν θα έχουν δουλειά και όλα θα γίνονται μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών. Απορώ πως δεν ξεσηκώνονται όλοι μαζί οι άνθρωποι στον πλανήτη να γίνουν μία γροθιά. Θα καταντήσουμε χειρότερα απ’ τα ζώα, αυτά τουλάχιστον αγγίζονται, έρχονται σ’ επαφή. Πολύ γρήγορα θα έρθει αυτό. Αν πάψει να υπάρχει επαφή, θα πάψει και ο έρωτας. Δεν ξέρω, επομένως, τι μοίρα θα είχε το «Προσωπικά» αν έβγαινε σήμερα. Βάλτε κι όλη αυτή την υπερπληροφόρηση με χιλιάδες τραγούδια στις πλατφόρμες. Είναι χρέος μας να αφήσουμε γνώσεις στους νέους ακόμη κι αν γίνουμε γραφικοί. Συναντώ πολλά παιδιά και τους λέω «Αν δεν δεις το παρελθόν σου, δεν έχεις μέλλον». Πηγαίντε τώρα σ’ ένα μαγαζί «ελληνάδικο». Θα πουν την πρώτη επιτυχία, τη δεύτερη, την τρίτη – αν έχουν – και μετά όλο το βράδυ θα λένε τα δικά μας παλιότερα τραγούδια.
Σας ικανοποιεί ωστόσο που είστε κι εσείς ένα σημείο αναφοράς σαν τραγουδίστρια;
Δεν μ’ ενδιαφέρει η υστεροφημία. Καθόλου! Με νοιάζει να ζω το τώρα και να δημιουργώ και, φυσικά, να είναι καλά η οικογένεια μου. Παρόλο που φαίνεται το αντίθετο, δε με νοιάζει η υστεροφημία.
Γιατί το λέτε ότι φαίνεται; Επειδή είστε αλέγρα κατά βάθος;
Ναι, όλο αυτό, το ταπεραμέντο μου και ο υπέρμετρος εγωισμός μου.
Έχετε υπέρμετρο εγωισμό; Και πως σας βγαίνει;
Κάποιοι το διαβάζουν, εγώ το καταλαβαίνω.
Εγώ δεν θα σας έλεγα εγωίστρια, αλλά καλλιτέχνιδα σίγουρη για τον εαυτό της.
Είμαι! Κι επειδή είμαι, μπορώ να βάλω κάπου μέσα τον εαυτό μου και να πω «Κοίτα, είμαι καλύτερη απ’ αυτούς».
Αυτό πάλι δεν είναι εγωισμός.
Όχι, δεν είναι κακό. Εγώ όποτε είμαι στη σκηνή αισθάνομαι Μπάρμπαρα Στρέιζαν και βάλε! Χρόνια το λέω αυτό. Νιώθω κυρίαρχος του παιχνιδιού. Όταν είμαι κάτω απ’ τη σκηνή, είμαι η Ελενίτσα του καθενός.
Μπαίνετε σ’ ένα ρόλο, δεν είστε ο εαυτός σας απόλυτα.
Μα όλα τα τραγούδια ρόλοι είναι. Είσαι ένας ερμηνευτής που δίνει πολλές τρίλεπτες παραστάσεις.
Και ποια είναι η πραγματική Ελένη Δήμου; Η πάνω ή η κάτω απ’ τη σκηνή;
Η κάτω απ’ τη σκηνή, εννοείται. Ευλογία είναι η σκηνή, ψυχοθεραπευτική. Εγώ δεν είμαι και αγαπημένο παιδί, όμως. Παράδειγμα: Γίνονται τόσες μουσικές εκπομπές. Επειδή έχω φέρει τις αντιρρήσεις μου, ποτέ δεν θ’ ακούσεις δικά μου τραγούδια.
Ποιες αντιρρήσεις ακριβώς εννοείτε;
Δεν πιστεύω, π.χ., στα talent shows. Χάνονται όλα αυτά τα παιδιά μετά. Πέρασαν πολύ καλές φωνές και τι έγιναν; Χάθηκαν…
Νιώθετε σαν αποκλεισμένη;
Όχι «σαν», είμαι. Και δεν είμαι και τραγουδίστρια του ενός τραγουδιού. Οι επιτυχίες που έκανα, το «Δεν με νοιάζει», το «Δεν πιστεύω», το «Ανησυχώ», είναι σπουδαία τραγούδια. Δεν έγιναν τυχαία επιτυχίες, επί τούτου. Δεν τους έκανα τη χάρη, όμως! Συνέχισα τις ζωντανές εμφανίσεις μου, όπου ξαναβρέθηκα με το κοινό μου και μ’ ακολουθεί σε οποιαδήποτε τρέλα μου κατέβει στο κεφάλι. Άλλοι μετράνε την επιτυχία τους με τα views και τα like, κάτι που βρίσκω τραγικό. Κρίμα είναι γενικά γιατί πιστεύω πως αυτή η χώρα δεν θα σταματήσει να παράγει σημαντικούς καλλιτέχνες, ειδικά στον λόγο. Και πως θα αναδειχτούν, πως θα προλάβουν μέσα στον κυκεώνα της υπερπληροφόρησης; Θυμηθείτε και τι ζήσαμε με τα premium CD στα περιοδικά και τις εφημερίδες. Έχω δει από κοντά ανθρώπους που έπαιρναν ένα CD και δεν το άκουγαν. Το βάζανε σε μια θήκη για να λένε ότι απλά το είχαν.
Ακόμη χειρότερα, κάποιοι έκαναν τα CD σουβέρ για το ουίσκι τους.
Το έχω κάνει κι εγώ σε δείγματα εταιρειών. Μετά δεν μου άρεσε σαν εικόνα, αλλά δεν θα συνέκρινα σε καμία περίπτωση το βινύλιο με το CD.
Βγάλατε λεφτά στη ζωή σας;
Δεν έκανα λαϊκά προγράμματα εγώ. Ναι μεν συνεργάστηκα με τον Μητροπάνο και με τον Μαρίνο, αλλά έλεγα λαϊκά μόνο δικής μου επιλογής. Με θυμάμαι στη Θεσσαλονίκη να λέω ένα τραγούδι των Παιδιών από την Πάτρα επειδή μου άρεσε. Θέλω να πω ότι συνήθως οι λαϊκοί τραγουδιστές έπαιρναν καλύτερα χρήματα. Επιλογές του καθενός είναι αυτές.
Κυρία Δήμου, σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή την εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη. Εύχομαι να πάτε πολύ καλά στις παραστάσεις στη «Σφίγγα» και να τιμάτε πάντα τη μνήμη πολύτιμων συνεργατών σας, σαν τον Γιάννη Σπανό.
Εγώ χαίρομαι με όλα τα αφιερώματα που γίνονται στη μνήμη του Γιάννη. Και με της Τάνιας, αλλά και με των παιδιών που είχε μαζί του ο Σπανός. Είμαι ευγνώμων στην Πένυ Ξενάκη και στα άλλα παιδιά, που συνεχίζουν. Το ίδιο ευγνώμων θα ήταν και ο Γιάννης. Τραγουδάμε δυνατά να φτάσει εκεί ψηλά η φωνή μας, να μας ακούει, να χαίρεται και να μην ξεχαστεί ποτέ.
Info: Η Ελένη Δήμου τραγουδά «Προσωπικά» με τον Γιάννη Σπανό για τρεις βραδιές στη μουσική σκηνή «Σφίγγα» (Ακαδημίας & Ζωοδόχου Πηγής). Παρασκευές 23/12, 30/12 και 6/1/2023