Ελένη Ράικου – Γεωργία Τσατάνη: «Πλυντήριο» στον Βγενόπουλο… μάρτυρες στη Novartis

Η εισαγγελέας Γεωργία Τσατάνη, η οποία σύμφωνα με το πόρισμα της ΝΔ δεχόταν πιέσεις από τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, είχε καταγγείλει και προ ετών τον πρώην αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης για παρεμβάσεις στο έργο της. Πρόκειται για ένα πρόσωπο όμως αμφιβόλου αξιοπιστίας, αφού έχει γνωρίσει τα φώτα της δημοσιότητας για τους χειρισμούς της στην υπόθεση του Ανδρέα Βγενόπουλου, εξαιτίας των οποίων τιμωρήθηκε πειθαρχικά με στέρηση μισθού.

Έργα και ημέρες της εισαγγελέως Τσατάνη

Πιο συγκεκριμένα, το 2015, η Γεωργία Τσατάνη αφαίρεσε παράνομα τη δικογραφία που αφορούσε τον Ανδρέα Βγενόπουλο και συνεργάτες του (οι οποίοι στη συνέχεια διώχθηκαν για κακουργήματα) για τις δραστηριότητές τους στην Κύπρο, από τους εισαγγελείς κατά της Διαφθοράς. Μάλιστα η αφαίρεση της ογκώδους δικογραφίας έγινε όταν αυτή βρισκόταν στο στάδιο της ποινικής δίωξης.

Κατά τη διενέργεια της έρευνά της στην υπόθεση, η Γεωργία Τσατάνη δεν κάλεσε βασικούς μάρτυρες σε στοιχεία των οποίων είχε βασιστεί μεγάλο μέρος της δικογραφίας. Παρότι η Κύπρος είχε καταρρεύσει, ακόμη και ο -αποθανών πια-, πρώην πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Δημήτρης Χριστόφιας, είχε δείξει ως υπεύθυνο γι’ αυτό το γεγονός και τον Βγενόπουλο, η Γεωργία Τσατάνη δεν είχε κρίνει απαραίτητο να καλέσει τους γνωρίζοντας για να καταθέσουν. Αντιθέτως, κάλεσε μόνο μάρτυρες υπεράσπισης του Βγενόπουλου.

Στη συνέχεια, η Γεωργία Τσατάνη, προκειμένου να ελέγξει τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στη δικογραφία διόρισε παράνομα πραγματογνώμονα εκτός του επισήμου καταλόγου. Δηλαδή η Τσατάνη αντί να διορίσει -δωρεάν μάλιστα-, πραγματογνώμονα από τον κατάλογο της Εισαγγελίας Εφετών, προτίμησε να χρεώσει το δημόσιο και να επιλέξει κάποιον τρίτο.

Στην έρευνά της, συμπεριέλαβε και το κομμάτι της κυπριακής έρευνας για το χρηματισμό του κεντρικού τραπεζίτη της Κύπρου, Χριστόδουλου Χριστοδούλου, από τον Βγενόπουλο, παρά τη συμφωνία με τις κυπριακές διωκτικές Αρχές να εξεταστεί η συγκεκριμένη υπόθεση από τους κύπριους εισαγγελείς και ανακριτές. Η Τσατάνη είχε βρει αθώο ακόμη και σε αυτό τον Βγενόπουλο, την ώρα που οι Κύπριοι ασκούσαν δίωξη για κακουργηματικές πράξεις, που αφορούν το χρηματισμό. Είναι εντυπωσιακό πως η αθώωση Βγενόπουλου από την Τσατάνη για την υπόθεση «χρηματισμού Χριστοδούλου» έγινε με γνωμάτευση του πραγματογνώμονα Γεωργάρα. Δηλαδή του παρανόμως διορισθέντος.

Μάλιστα, η Γεωργία Τσατάνη, αρχειοθέτησε τη δικογραφία για τον Βγενόπουλο, χωρίς να γνωρίζει τα συμπεράσματα των Κυπριακών Αρχών για την υπόθεση και τούτο ενώ η έρευνα ήταν αρμοδιότητα των Κυπρίων κατόπιν συμφωνία Ελληνικών και Κυπριακών Αρχών. Παράλληλα, εγραψε τη διάταξη αρχειοθέτησης, δηλαδή 801 σελίδες, σε μόλις τρεις ημέρες. Συγκεκριμένα έγραψε 265.000 λέξεις μέσα σε τρεις μέρες ενώ μέσα σε πέντε μήνες μελέτησε 4.902 φακέλους με στοιχεία (δηλαδή πάνω από 20.000 σελίδες), οι οποίοι περιλαμβάνουν εξειδικευμένα έγγραφα, όπως οι εκθέσεις των τραπεζών, οι συμβάσεις των δανείων, οι αναλύσεις των εγγυήσεων, οι τραπεζικές αποφάσεις, και πήρε καταθέσεις μαρτύρων (έστω και μόνον υπέρ Βγενόπουλου). Εκτός από τη μελέτη, προχώρησε στη διασταύρωση και την αντιπαραβολή των στοιχείων και σε εκτεταμένη εισαγγελική έρευνα, η οποία περιλάμβανε και καθυστερήσεις λόγω αργοπορίας της δικαστικής συνδρομής από την Κύπρο.

Αναφορικά με την παράνομη αφαίρεση της δικογραφίας από τους εισαγγελείς κατά της Διαφθοράς κρίθηκε πειθαρχικά ελεγκτέα και τιμωρήθηκε με ποινή στέρησης μισθού δύο μηνών.

«Πειθαρχικά παραπτώματα»

Το οικονομοπολιτικό σκάνδαλο Βγενόπουλου είχε οδηγήσει στην εκπόνηση ενός πορίσματος –το αποκάλυψε το Documento τον Ιούνιο του 2018-, του αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιωάννη Γράβαρη, ο οποίος και διενήργησε προκαταρκτική εξέταση προς διερεύνηση πειθαρχικών ευθυνών δικαστών και εισαγγελέων που ασχολήθηκαν με την υπόθεση.

Όπως χαρακτηριστικά αναφερόταν στην κατακλείδα του επίμαχου πορίσματος, «…εκτιμώντας το αποδεικτικό υλικό συνδυαστικά και σύμφωνα με τα διδάγματα της λογικής και της κοινής πείρας θεωρώ ότι η αναφορά του Εισαγγελέα Εφετών, και δη Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Αγγελή, αναδεικνύει πράγματι τη σοβαρή υπόνοια ότι κατά τους χειρισμούς από τη Δικαιοσύνη των ποινικών υποθέσεων Βγενόπουλου, Μarfin κ.λπ. επιχειρήθηκε από εισαγγελικούς λειτουργούς, κατά παράβαση του βασικού καθήκοντος τους να κρίνουν αμερόληπτα και σύμφωνα με τον νόμο, η ευνοϊκή υπέρ των φερομένων ως δραστών έκβαση των υποθέσεων αυτών (βλέπε και την κατάθεση ενώπιόν μας του τέως βουλευτή Δ. Τσιρώνη περί του τρόπου αντιμετωπίσεως συναφών καταγγελιών του από την πρώην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καθώς και σχετικά με δήλωση προς αυτόν του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας περί πολιτικών παρεμβάσεων από την τότε ελληνική κυβέρνηση υπέρ του Ανδ. Βγενόπουλου). Από τους κατονομαζόμενους στην εν λόγω αναφορά, τους οποίους και αφορά η παραγγελία του υπουργού Δικαιοσύνης, η μεν πρώην εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ε. Κουτζαμάνη και ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ε. Ρασιδάκης λόγω της αποχωρήσεώς τους από την υπηρεσία δεν υπέχουν πλέον πειθαρχική ευθύνη και συνεπώς η παρούσα πειθαρχική υπόθεση πρέπει ως προς αυτούς να τεθεί στο αρχείο».

Αναφορικά με την εισαγγελέα Εφετών Γεωργία Τσατάνη, στο πόρισμα αναγραφόταν ότι «πειθαρχική δίωξη θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη δεύτερη δίωξή της για τα ίδια κατά βάση πειθαρχικά παραπτώματα για τα οποία έχει ήδη τιμωρηθεί σε τελευταίο βαθμό και συνεπώς η υπόθεση θα πρέπει να τεθεί στο αρχείο». Σχετικά με τους «εισαγγελικούς λειτουργούς Ισίδωρο Ντογιάκο, Ελένη Ράικου και Νίκο Ορνεράκη θεωρούμε ότι προέκυψαν ικανές υπόνοιες περί διαπράξεως πειθαρχικών παραπτωμάτων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ως εκ των οποίων πρέπει να ερευνηθεί ως προς αυτούς περαιτέρω η υπόθεση με την άσκηση πειθαρχικής αγωγής». Για ακόμη τρεις εισαγγελικούς λειτουργούς που ελέγχθηκαν δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά για να ζητηθεί πειθαρχική δίωξη.

Πιο συγκεκριμένα, σχετικά με την Γεωργία Τσατάνη, ο Ιωάννης Γράβαρης έκρινε ότι «δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα σχετικά με το εάν κάποιοι σχεδίασαν έτσι τα πράγματα ώστε να καθυστερήσει η πλήρης ικανοποίηση των αιτημάτων δικαστικής συνδρομής και να μη ληφθούν εξηγήσεις από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα και αν στον σχεδιασμό αυτό συμμετείχαν και δικαστικοί λειτουργοί…».

«Δεν επέδειξε το δικαστικό σθένος να κρατήσει την υπόθεση»

Ο Ιωάννης Γράβαρης σο πόρισμα του είχε διαπιστώσει αντιφάσεις και στις καταθέσεις της τότε επικεφαλής της Εισαγγελίας Διαφθοράς Ελένης Ράικου, γεγονός που τον είχε οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι και γι’ αυτήν υπήρχαν ικανές υπόνοιες περί διαπράξεως πειθαρχικών παραπτωμάτων. Βέβαια, σε ό,τι αφορά την Ελ. Ράικου ήταν λιγότερο δηκτικός. Από τα συμπεράσματα δε που ανέφερε στο πόρισμά του σε σχέση με τις ευθύνες Ράικου αναδεικνύεται «πρωταγωνιστικός» ο ρόλος της τέως εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη, η οποία, βέβαια, λόγω της συνταξιοδότησής της δεν υπέχει πλέον πειθαρχική ευθύνη.

Σοκαριστική ήταν η αναφορά στο πόρισμα για «προσπάθεια της εισαγγελέως του ΑΠ να απομακρύνει την υπόθεση Βγενόπουλου από την Εισαγγελία Διαφθοράς». Μια προσπάθεια που αν γίνει δεκτή η εκδοχή αυτή» αναφέρει ο κ. Γράβαρης, «εκθέτει μεν την κ. Ράικου στη μομφή ότι δεν επέδειξε το δικαστικό σθένος να κρατήσει την υπόθεση και συνήργησε αντιθέτως στην προσχηματική αφαίρεσή της, παράλληλα όμως αποτελεί και ένδειξη ότι όσοι τυχόν προσπαθούσαν να κλείσουν την υπόθεση δεν θεωρούσαν ότι η κ. Ράικου θα συνέβαλε σε αυτό».

Η αιτία που ο Ιωάννης Γράβαρης ζήτησε την πειθαρχική δίωξη Βγενόπουλου, ήταν ότι τον Δεκέμβριο του 2014 και ενώ η Εισαγγελία Διαφθοράς είχε ανοιχτή δικογραφία για τα δάνεια της Marfin, ο Ιωάννης Αγγελής υπέβαλε αναφορά για σειρά κακουργηματικών πράξεων που αφορούσαν δωροδοκία του διοικητή της κεντρικής τράπεζας Κύπρου και οικονομικά σκάνδαλα στη Λαϊκή Τράπεζα Κύπρου με πρωταγωνιστή τον Ανδ. Βγενόπουλο. Η κ. Ράικου δεν συσχέτισε την αναφορά με την ανοιχτή δικογραφία και έπειτα από συνεννόησή της με την προϊσταμένη της τότε κ. Κουτζαμάνη η υπόθεση χρεώθηκε από την τελευταία στη Γ. Τσατάνη. Η Ελ. Ράικου είχε υποστηρίξει ότι προχώρησε σε αυτή την κίνηση γιατί οι καταγγελίες έγιναν από ανώτερό της και ότι εντέλει η τελική απόφαση δεν ήταν δική της αλλά της εισαγγελέως του ΑΠ. Είχε υποστηρίξει μάλιστα ότι η αναφορά δεν ήταν συναφής με την υπόθεση που χειριζόταν τότε η Εισαγγελία Διαφθοράς. Στις διάφορες καταθέσεις που έχει δώσει όμως η κ. Ράικου έχει πέσει σε σειρά αντιφάσεων για το πώς έγιναν τα γεγονότα. Μάλιστα ο κ. Γράβαρης αποδόμησε και τους δικονομικούς της ισχυρισμούς, της Ελένης Ράικου, αφού επεσήμανε ότι αν και αυτή αρνήθηκε εξεταζόμενη ενώπιόν του ότι αυτή πρωτοχαρακτήρισε την αναφορά Αγγελή ως μήνυση, διαψεύσθηκε από τις καταθέσεις άλλων μαρτύρων.

Άλλωστε, στο πόρισμα αναγράφεται πως: «Αδιαμφισβήτητα προκύπτει ότι ως προς αυτό το ζήτημα Κουτζαμάνη και Ράικου ομονοούν». Μάλιστα, από καταθέσεις της Ελ. Ράικου διαπιστώθηκε «διαφορετική προσέγγιση για τον λόγο της αποχής της». «Ηταν» αναρωτιέται ο κ. Γράβαρης, «η μειωτική όπως έχει πει για τον Αγγελή τυχόν αρχειοθέτηση της αναφοράς του, ήταν το κύρος της χώρας ενόψει της διεθνούς διάστασης της υπόθεσης ή το –οψίμως προβαλλόμενο ανεξήγητο και ύποπτο– ενδιαφέρον του κ. Αγγελή για την υπόθεση;».

Τα γεγονότα συνδυαζόμενα «καθιστούν αμφίβολο αν ο μη χειρισμός της αναφοράς Αγγελή από την Εισαγγελία Διαφθοράς υπαγορεύτηκε όντως από τους λόγους δεοντολογίας» που επικαλέστηκε η Ελ. Ράικου και αντίθετα ενισχύουν τις υποψίες Αγγελή ότι η επίκληση των λόγων αυτών δεν έγινε από δική της πεποίθηση, με δική της πρωτοβουλία, αλλά λίγο μετά την επεισοδιακή συνάντησή της στο γραφείο της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου. Και μάλιστα, εντασσόταν σε προσπάθεια της τελευταίας να απομακρύνει την υπόθεση από την Εισαγγελία Διαφθοράς με πρόσχημα την ύπαρξη δήθεν κωλύματος για τον χειρισμό της από αυτήν. Ενδιαφέρον για τη στοιχειοθέτηση της εκδοχής αυτής «παρουσιάζουν και οι καταθέσεις σχετικά με την επίσκεψη Ράικου στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου για τη διερεύνηση, με δική της υποτίθεται πρωτοβουλία, του ζητήματος (ανεξήγητη συνοδεία από τον εισαγγελέα Ελευθεριάνο, αντιθέσεις μαρτύρων για το από ποιον άρχισε η συνάντηση). Και βέβαια η εξέλιξη της υπόθεσης».