Ελένη Κοκκίδου: Από τη Βούλα της Μουρμούρας στη Λωξάντρα της αγάπης

Λόγω της γειτονιάς μου, του Παλαιού Φαλήρου, η Λωξάντρα είναι μια πολύ οικεία εικόνα. Ως παιδί συναντούσα κομμάτια του χαρακτήρα της Σοφίας Ιορδανίδου στο φούρνο και στο μπακαλίκο, στο ζαχαροπλαστείο, ήταν οι γιαγιάδες ή μαμάδες συμμαθητών μου.

Όταν διάβασα ότι η “Λωξάντρα” ανεβαίνει στο Θέατρο Βεάκη με την Ελένη Κοκκίδου μια περίεργη αίσθηση μου δημιουργήθηκε: ένα κομμάτι του παλζ μπαίνει στη θέση του.

Η τηλεοπτική, χαρά-της-ζωής, Βούλα της “Μουρμούρας” θα μεταμορφωθεί σε μια γλυκειά, χαρούμενη, πονεμένη γυναίκα-σύμβολο μιας εποχής. Και φυσικά είναι μια μοναδική ευκαιρία για να γνωρίσω από κοντά μια σπουδαία ηθοποιό που αν και οι περισσότεροι τη μάθαμε μέσα από το γυαλί, εκείνη αναμετριέται με τον εαυτό της και την θεατρική τέχνη από τα μέσα της δεκαετίας του 80 και βγαίνει νικήτρια.

Συναντηθήκαμε στο θέατρο Ζήνα, εκεί που γίνονται οι πρόβες για την παράσταση που θα ανέβει στο ανακαινισμένο θέατρο Βεάκη στις 7 Νοεμβρίου.

Η συζήτησή μας για μένα ήταν πραγματική απόλαυση γιατί γνώρισα μια πολύ ευγενική, χαρούμενη και ενδιαφέρουσα γυναίκα, και θέλω να το πω για να σας παρασύρω!

Βούλα – Λωξάντρα. Πόσο δρόμο πρέπει να διανύσετε για να πάτε από τον έναν ρόλο στον άλλον;

Πολύ σύντομος. Σβήνεις τον έναν διακόπτη και ανάβεις τον άλλον. Είναι θέμα τεχνικής. Υπάρχουν κοινά στους δύο ρόλους. Είναι δύο πολύ δυνατές προσωπικότητες .Είναι εξωστρεφείς και γυναίκες με εσωτερικό πλούτο.

(θα ξαναγυρίσω στη Λωξάντρα) Τόσος λίγος χρόνος και χρήμα – τόσες πολλές παραστάσεις. Τι λέτε γι’ αυτή τη συνθήκη;

Μικραίνει ο αριθμός των παραστάσεων που θα δουν οι θεατρόφιλοι. Από την άλλη επειδή η κοινωνία που ζούμε είναι πιο πλουραλιστική , δημιουργούνται και καινούργιοι θεατρόφιλοι. Δεν είναι τυχαίο που έχουμε τόσα πολλά θέατρα και πολλά εργα που παίζονται μέσα σ’ αυτά. Μπορεί να έχεις θέατρο που παίζει πέντε έργα τη βδομάδα. Γεγονός είναι ότι δεν προλαβαίνει να μάθει ο κόσμος τις παραστάσεις που παίζονται. Κάθε τι όμως έχει τη θετική και την αρνητική του πλευρά. Είναι σημείο των καιρών. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να εκφραστούν, ιδιαίτερα σε μια εποχή που ζούμε κοσμοϊστορικές αλλαγές. Ειδικά τα τελευταία δέκα χρόνια η αλλαγή της Ελλάδας είναι τεράστια: από τη θέση της στον κόσμο μέχρι τους ανθρώπους της. Οι άνθρωποι έχουμε αλλάξει πάρα πολύ!

Πώς το εννοείτε αυτό; Πώς το αντιλαμβάνεστε;

Παλιά είχαμε κάποιες τάξεις ανθρώπων, τώρα είμαστε πια αταξική κοινωνία. Παλιά είχαμε ιδεολογίες που καθόριζαν τους ανθρώπους. Τώρα δεν υπάρχουν. Καθόριζαν οι ιδεολογίες και τον τρόπο που ζούσαν αλλά και τα καλλιτεχνικά δρώμενα.

Εγώ μεγάλωσα στα κρατικά και στα επιχορηγούμενα θέατρα. Υπήρχε ένας συγκεκριμένος κόσμος που ξέραμε ότι θα έρθει στις παραστάσεις. Τώρα που δεν υπάρχουν, εκτός από το Θέατρο του Νότου, ή το Πόρτα, το κοινό έχει αλλάξει. Έχει αλλάξει το κοινό κι εχει μπει καινούργιο. Οι άνθρωποι δεν έχουν την ταυτότητα που είχαν πριν. Οι άνρθωποι έχουν αλλάξει, έχουν χάσει έρμα. Είμαστε μια κοινωνία εν εξελίξει, πάνω σε κινούμενη άμμο. Άρα και η έκφραση γίνεται με διαφορετικό τρόπο και αφορά πολλά διαφορετικά κοινά. Γι’ αυτό και σήμερα είναι «επικίνδυνο» να ανέβει ένα έργο: Δεν ξέρεις πού απευθύνεται. Ποιοι θα έρθουν; Παλιά ήξερες. Σήμερα δεν ξέρεις. Εγώ την αντιλαμβάνομαι τη διασπορά και την αγωνία των ανθρώπων να κάνουν ομάδες και να εκφραστούν. Η κοινωνία πάει μπροστά. Δεν μας ρωτάει.

Ταυτόχρονα δεν υπάρχουν θεσμοί και σχεδιασμός από την πολιτεία να δημιουργήσει σχεδιασμό που θα αφορά τις τέχνες. Η τέχνη είναι απαξιωμένο είδος απέναντι στο κράτος. Οι μηδενικές επιχορηγήσεις το μαρτυρούν. Δεν σχεδιάζεται τίποτα για το μέλλον. Άρα δεν μπορείς να εντάξεις τους ανθρώπους μέσα εκεί. Οι καλλιτέχνες είναι στον αέρα. Από το 1986 που βγήκα στο θέατρο, πρώτη φορά εδώ και πέντε χρόνια νιώθω αυτόν τον διασκορπισμό. Νιώθω ότι είμαστε στον αέρα.

Κι υπάρχει κι άλλη μια πτυχή: Έχουν δημιουργηθεί πολλά μέσα και έχουν αυξηθεί οι δημοσιογράφοι που έχουν την άποψη τους και «στέλνουν» κόσμο στη «χ» παράσταση κι όχι στην «ψ». Δημιουργούν κι αυτοί κοινό. Παλιά είχαμε τρεις βασικούς κριτικούς που επηρέαζαν τον κόσμο. Τώρα οι επιρροές είναι από το ίντερνετ, μια εκπομπή στην τηλεόραση, και φυσικά ο κόσμος που θα γράψει στο Facebook.

Σας φοβίζει η επιρροή που ασκεί το ίντερνετ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;

Βλέπω ότι πάμε ολοταχώς σε ένα αμερικάνικο μοντέλο. «Αυτό που πουλάει αυτό θα υπάρχει και τα υπόλοιπα δεν θα υπάρχουν πια».

Έτσι όπως το θέτετε ακούγεται τρομακτικό.

Ε, βέβαια είναι τρομακτικό. Κι εγώ τρομάζω. Έτσι όπως πάει θα επιλέγονται συγκεκριμένοι άνθρωποι που έχουν ένα προφίλ που ταιριάζει σ’ αυτό που θέλουν οι συνεχώς αυξανόμενοι νέοι παραγωγοί στο θέατρο. Και αυτό έχει τη σημασία του. Κάνανε άλλες δουλειές και μπήκανε στο θέατρο γιατί είδανε ότι «υπάρχει ψωμί». Δεν έχουν τη στόφα του παλιού παραγωγού που αγαπούσε το σανίδι, αγαπούσαν τους ηθοποιούς, αγαπούσαν το θέατρο. Οι αδελφοί Τάγαρη που είναι οι παραγωγοί της Λωξάντρας, που είναι από τους παλιούς, μέσα σε αυτή την κρίση πήραν το Θέατρο Βεάκη – που θα ανέβει η παράσταση – και το ανακαινίζουν πλήρως. Είναι παλιάς κοπής παραγωγή. Κι ανακαίνιση είναι αποτέλεσμα όχι μόνο επιχειρηματική κίνηση αλλά επαγγελματική. Παίρνουν αυτό το ρίσκο γιατί αγαπούν αυτό που κάνουν. Ε, αυτού του είδους οι παραγωγοί δεν θα υπάρχουν σε λίγα χρόνια. Θα λένε «ποιος μου τα φέρνει»; και θα βασιστούν σ’ αυτό. Οπότε αν δεν είσαι μέσα στην «γκάμα» που τα φέρνει θα έχεις τελειώσει ως ηθοποιός. Οι ηθοποιοί δεν έχουμε συνδικαλισμό. Στην Αγγλία τα συνδικάτα των ηθοποιών έχουν δύναμη. Αλλά εκεί έχουν θεσμούς που στηρίζουν την τέχνη, εδώ είπαμε: Δεν έχουμε.

Τι χρειάζεται ένας ηθοποιός για να επιβιώσει πάνω στη σκηνή;

Δεν ξέρω πώς να το πω… Χρειάζεται μια ευφυΐα να καλλιεργεί το ταλέντο του. Να βρεις πώς θα χρησιμοποιείς το ταλέντο που σου έδωσε ο θεός ώστε συνεχώς να αυγατίζει, συνεχώς να εξελίσσεται και να έχει μια πραγματική ανάγκη για να είναι στη σκηνή. Ο ηθοποιός πρέπει να έχει να έχει ανάγκη να ολοκληρώσει την ύπαρξή του πάνω στη σκηνή. Αν βλεπει τη σκηνή ως ένα μέσο να γίνει γνωστός ή θα λύσει ψυχολογικά προβλήματα, ή βρέθηκε εκεί επειδή ήταν όμορφος ή όμορφη η σκηνή δεν μπορεί να τον «κρατήσει». Η φθορά, ο κόπος, και το τάξιμο που χρειάζεται για να παραμείνεις στη σκηνή έχει ένα πολύ βαρύ τίμημα. Αν δεν υπάρχει πραγματική εσωτερική ανάγκη να εκφραστείς μέσα από το θέατρο δεν το αντέξεις και δεν θα σε αντέξει – ειδικά όσο μεγαλώνει κάποιος.

Το θέατρο αν του δωθείς γιατί έχεις ανάγκη να υπάρξεις μέσα από αυτό θα στο γυρίσει πίσω!

Ο καλλιτέχνης πρέπει να κινείται όπως ένας ιός. Να ελίσσεται να εξελίσσεται. Ο ιός αλλάζει αν δεν άλλαζε δε θα είχαμε τόσα αντιβιοτικά. Έτσι και ο ηθοποιός μεγαλώνοντας πρέπει να έχει την ευφυΐα του ιού και να αλλάζει. Πρέπει να έχει τις κεραίες του ανοιχτές, να αντιλαμβάνεται την εποχή και να μετακινείται μέσα του ως προς τον τρόπο έκφρασης. Γιατι κι αυτός αλλάζει μέσα στις εποχές. Και φυσικά να αντέχει την ανασφάλεια αυτής της δουλειάς. Κανένας δε σου χρωστάει τίποτα. Μόνος του ο ηθοποιός χτίζει τη σχέση του με τον κόσμο. Αυτό θέλει πολύ δουλειά, πίστη στον εαυτό του και χάρισμα, και τελικά ευφυΐα!

Ας αφήσουμε τη σκηνή. Η καθημερινότητα, πώς αντιμετωπίζεται; Από πού «πιάνεστε» για να την αντιμετωπίσετε;

Επειδή δεν έκανα οικογένεια, η ζωή μου ταυτίζεται με τη δουλειά μου. Όμως υπάρχει μια παιδική «θητεία» στην οικογένεια μου που με κρατάει συνεχώς σε μια υγιή κατάσταση. Αντλώ από εκεί συνεχώς!

Ποια «αλήθεια» πρέπει να κουβαλάτε μέσα σας για να υποδυθείτε κάποια που δεν είστε;

Δεν υπάρχει περίπτωση να μη βρεις κάτι από τον εαυτό σου στον ρόλο που καλείσαι να υποδυθείς. Εάν δεν βρεις ένα στοιχείο δεν μπορείς να τον παίξεις τον ρόλο. Πρέπει οπωσδήποτε να βρεις ένα δικό σου χαρακτηριστικό μέσα στο ρόλο. Οι ρόλοι είμαστε εμείς. Είναι μια διαδικασία από μέσα προς τα έξω. Εάν βρεις το χαρακτηριστικό που «κινεί» τον χαρακτήρα που θα υποδυθείς – το βασικό του ένστικτο – εκεί έχεις πιάσει το λαχείο.

Το «λαχείο» μου εγώ το έζησα – κι είμαι πολύ τυχερή γιατί μπορεί και να μη το βρεις, να μη σου συμβεί ποτέ – με τη «Γυναίκα της Πάτρας», τον μόνολογο που έπαιξα το 2010. Εκεί έγινε μια ταύτηση. Ήταν μια μοναδική στιμή.

Με τη Λωξάντρα, έχετε βρει αυτό το «λαχείο», το χαρακτηριστικό;

Δεν ξέρω αν θα το πετύχω. Με τη Λωξάντρα υπάρχει μια βαθιά σχέση που έχει να κάνει με την αθωότητα που έχω στη ζωή μου. Έχει σχέση με την παιδική μου ψυχή και πάντα κοιτάζω προς την αγάπη. Δεν κοιτάζω προς το συμφέρον. Η Λωξάντρα είναι η ίδια αγάπη. Εγώ όταν ζω την αγάπη πάνω στη σκηνή – δεν εννοώ αυτή του κόσμου – την αγάπη που κουβαλάω τότε αυτή επιστρέφει σε μένα στο εκατονταπλάσιο. Εάν νιώσεις ως φορέας αγάπης, με τη συμπαντική της έννοια, τότε σταματάει ο χρόνος. Τότε κάτι γίνεται!

Πόσο ψέμα αισθάνεστε να κυκλοφορεί τριγύρω σας;

Πάρα πολύ. Και ξέρετε ενώ πιστεύω ότι υπάρχει πολύ ψέμα την ίδια ώρα δεν πιστεύω ότι πάντα γίνεται επί τούτου.

Δηλαδή;

Υπάρχουν άνρθωποι που «φοράνε» ένα ένδυμα για να επιβιώσουν. Αυτοί αντιμετωπίζονται όμως. Το πρόβλημα είναι με τους ανρθώπους που περνανε μια περίοδο που έιναι δύσκολο να συνειδητοποιήσεις τι είσαι, ποιος είσαι, πού ζεις, πώς ζεις. Υπάρχει μια ρευστότητα και είναι δύσκολο να ανακαλύψουν οι άνθρωποι το πρόσωπό τους. Σαν να μην έχουν ερείσματα. Αυτό μπορεί να συμβαίνει για πάρα πολλούς λόγους. Ένας βασικός είναι η απουσία των γονέων από το σπίτι. Τα παιδιά δεν έχουν κάποιον να μιμηθούν και μέσα από τη μίμηση να ανακαλύψουν ποιοι είναι. Η σύγχρονη οικογένεια κάνει τον άνθρωπο έρμαιο, και νομίζω ότι δεν ξέρει και πολύ καλά ποιος και τι είναι. Κι αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα!

Μετανιώνετε στη ζωή σας;

(σκέφτεται αρκετά)… Όχι δεν μετανιώνω. Προχωράω στο μετά! Δεν μετανιώνω γιατί πιστεύω ότι αφού έκανα κάτι έπρεπε να γίνει.

Πού πιστεύετε;

Πιστεύω στην αγάπη και στον έρωτα για τη φύση και τη ζωή. Πιστεύω στη ζωή. Είναι ένα θαυμαστό δώρο η ζωή. Ο άνθρωπος τόσο μικρός . Σκέφτομαι ότι θα φύγω από τη ζωή και δεν θα έχω γευτεί εκατομμύρια ζωές.

Ποιον θεωρείτε μέντορά σας;

Τον Βασίλη Παπαβασιλείου (το είπε πριν καλά-καλά ολοκληρώσω την ερώτηση!). Τον συνάντησα σε μικρή ηλικία μετά τη σχολή. Αυτός με έμαθε τι σημαίνει να μεγαλώνεις ως καλλιτέχνης στη ζωή σου. Αυτός είναι ο μέντοράς μου. Αργότερα στη ζωή μου συνάντησα κι άλλους ανθρώπους που με επηρέασαν πολύ όπως ο Λευτέρης Βογιατζής. Ο πρώτος και ο πιο σημαντικός είναι ο Βασίλης Παπαβασιλείου.

Έχει τύχει να δουλεύετε ένα ρόλο και να πείτε: θα τα παρατήσω;

Όχι. Κάθε ρόλος είναι ένα στοίχημα, ένας αγώνας που θα τον φτάσω ως το τέλος. Έχω βιώσει όμως την αποτυχία. Υπάρχει κανείς που δεν την έχει βιώσει;

Δεν υπάρχουν πολλοί να το παραδεχτούν (πετάχτηκα κι εγώ ν’ απαντήσω…).

Ποια είναι η διαφορά μεταξύ Θεάτρου και Τηλεόρασης – Ποιο είναι πιο δύσκολο;

Το θέατρο! Γιατί το θέατρο είναι όλες οι τέχνες μαζί. Οι απαιτήσεις είναι τεράστιες. Είναι πνευματικές, σωματικές, ψυχικές, συναισθηματικές, νοητικές.

Ο φακός θέλει μια πυκνότητα ύπαρξης, μια σαφήνεια, μια ακρίβεια και μια αφαιρετική εκφραστικότητα. Γιατί ο φακός είναι ευαίσθητος σε κάθε κίνηση, γκριμάτσα, υπερβολή. Πρέπει να είσαι προσεκτικός και ακριβής για το τι θα βγει στην οθόνη του τηλεθεατή.

Στο θέατρο υπάρχεις σωματικά, στην τηλεόραση υπάρχεις νοητικά. Είναι μια άλλη τέχνη που εγώ τώρα την μαθαίνω.

Ποιον ρόλο έχετε ζηλέψει;

Θέλω να παίξω τη «Μάνα κουράγιο», ήθελα να παίξω τη Μήδεια αλλά είμαι μεγάλη πια για την παίξω. Ρόλους του κλασικού θεάτρου ζηλεύω.

Με την «Βούλα», πώς τα πάτε. Της χρωστάτε, σας χρωστάει;

Τα πάμε πολύ καλά και εννοείται της χρωστάω. Έχει αυτή τη χαρά της ζωής, να ξεπερνάει τα πάντα με χιούμορ και παίζοντας (εννοώ το παιχνίδι). Έγινα πιο ανάλαφρη μέσα μου από τη Βούλα. Με έμαθε να αυτοσαρκάζομαι. Δεν ήμουν έτσι πριν. Η Βούλα με έμαθε.

Μεγαλώνοντας είχα αρχίσει να μην δίνω μεγάλη σημασία στον εαυτό μου. Η Βούλα όμως με πήγε πολλά χιλιόμετρα μακριά σε αυτή τη διαδικασία, την πορεία του αυτοσαρκασμού. Με έμαθε να μην με βαραίνει ο εαυτός μου, να μην τον παίρνω στα σοβαρά.

Όλοι οι κωμικοί έχουν αυτό το χαρακτηριστικό. Όλα αυτά χρόνια που παίζω τη Βούλα άρχισα να βλέπω αλλιώς το πώς παίζουν οι μεγάλοι της κωμωδίας στις ταινίες τους. Και βλέπω πώς υπήρχαν υπαρξιακά μέσα στον κάθε ρόλο. Είχαν όλοι μια ελαφράδα. Και κανείς τους δεν έπαιρνε στα σοβαρά τον εαυτό του. Είναι μεγάλο κλειδί αυτό στη ζωή.

Αν το θέατρο ήταν μυρωδιά, πώς θα περιγράφατε;

Θέατρο είναι η μυρωδιά που έχει το Berliner Ensemble. Αυτό έχω ως μυρωδιά που δεν μπορώ να την περιγράψω. Αλλά όταν μπήκα εκεί πρώτη φορά μου ήρθε μια οσμή και είπα: Αυτό είναι ΘΕΑΤΡΟ

Η Λωξάντρα πώς θα ήταν στις μέρες μας – τι θα φοβόταν σήμερα;

Η Λωξάντρα φοβόταν για τα παιδιά της. Γι’ αυτά θα φοβόταν και σήμερα. Είναι βεβαίως εντελώς διαφορετική η κοινωνία της Λωξάντρας από τη σημερινή. Το βασικό χαρακτηριστικό του κόσμου της Λωξάντρας ήταν η κοσμοπολίτικη κοινωνία της Πόλης με τις διαφορετικές φυλές που ζούσαν εκεί και η οικογένεια είχε άλλη οντότητα και σημασία. Σήμερα η οικογένεια δεν έχει την ίδια σημασία.

Λωξάντρα σήμερα μόνο ψυχικά μπορεί να υπάρξει και θα έκανε ό,τι καλύτερο για τους ανθρώπους της και θα είχε πάντα την ίδια πίστη στον άνθρωπο και στην Αγάπη.

Εσείς κυρία Κοκκίδου, τι φοβάστε;

Φοβάμαι, αν και ξέρω ότι θα τα καταφέρω – όλοι τα καταφέρνουν, τι θα γίνει όταν χαθούν οι δικοί μου άνθρωποι. Αυτό με φοβίζει. Το πώς θα συνεχίσω. Θα συν-εχίσω ή θα υπάρχει ένα πλην. Εγώ πιστεύω ότι θα συνεχίσω. Αλλά αυτό θέλει δουλειά. Είναι διαδικασία να προχωράς πλουτίζοντας από ένα αρνητικό γεγονός

Info

Λωξάντρα

Βασισμένη στο μυθιστόρημα της Μαρίας Ιορδανίδου

Θεατρική μεταφορά: Άκης Δήμου

Σκηνοθεσία: Σωτήρης Χατζάκης

Σκηνικά-Κοστούμια: Έρση Δρίνη

Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος

Χορογράφος: Δήμητρα Γρατσιούνη

Βοηθός σκηνοθέτη: Κωνσταντίνος Κυριακού

Φωτογράφος: Μαριλένα Αναστασιάδου

Οργάνωση Παραγωγής: Ντόρα Βαλσαμάκη

Παραγωγή: Θεατρικές επιχειρήσεις Τάγαρη

Προβολή και Επικοινωνία: Βάσω Σωτηρίου-We Will

Πρωταγωνιστούν:

Ελένη Κοκκίδου, Γιώργος Αρμένης, Μιχάλης Μητρούσης, Ευαγγελία Μουμούρη, Χρύσα Παπά

Συμμετέχουν αλφαβητικά οι: Κατερίνα Αντωνιάδου, Σάρα Εσκενάζη, Χρήστος Ζαχαριάδης, Αλεξάνδρα Καρακατσάνη, Γιάννης Κουκουράκης, Αλεξία Μουστάκα, Χρήστος Πλαϊνης, Γιάννης Σαμσιάρης, Αναστασία Τσιλιμπίου, Κοραλία Τσόγκα, Σόλων Τσούνης, Αλμπέρτο Φάις, Μαρία Χάνου, Χριστίνα Ψάλτη

«Τραγουδίστρια Ευθαλία» η Ελένη Τσαλιγοπούλου

Σαντούρι-Μουσική: Ανδρέας Κατσιγιάννης

Ούτι-Κρουστά: Χρυσάνθη Τζοβάνη

Πρεμιέρα: Τετάρτη 7 Νοεμβρίου

Πού: Θέατρο Βεάκη, Στουρνάρη 32, Αθήνα, τηλ.: 210 5223522

Πότε: Τετάρτη στις 19:00, Πέμπτη 20:00, Παρασκευή 21:00, Σάββατο 18:00 και 21:00 και Κυριακή 18:00

Εισιτήρια: 23, 20, 17 και 15 ευρώ

Προπώληση εισιτηρίων και κρατήσεις στο viva.gr

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο viewtag.gr