Ελένη Βιτάλη: «Και τι είναι η ζωή μας; Μια ελεύθερη αγορά»

Ελένη Βιτάλη: «Και τι είναι η ζωή μας; Μια ελεύθερη αγορά»

Η σπουδαία τραγουδίστρια σε μια πηγαία εξομολόγηση για τη ζωή και την πορεία της.

Το ραντεβού µας έχει κλειστεί για το βράδυ Παρασκευής στο σπίτι της. Μας υποδέχονται οι συνεργάτες της και µας ενηµερώνουν ότι χρειάζεται λίγα λεπτά ακόµη για να προετοιµαστεί για τη φωτογράφιση. Λίγη ώρα µετά η Ελένη Βιτάλη βγαίνει χαµογελαστή στο σαλόνι και ξαφνικά αλλάζει η ατµόσφαιρα. Είναι από εκείνες τις σπάνιες στιγµές που βλέπεις µπροστά σου τι σηµαίνει καλλιτέχνης µε άστρο. Η κουβέντα µας, η οποία είχε πολλή συγκίνηση και γέλιο, κράτησε µέχρι το ξηµέρωµα. Θα ήταν αδύνατο να αποτυπωθεί ολόκληρη στο χαρτί. Αφορµή για τη συνάντησή µας είναι το νέο της άλµπουµ «Πέρασ’ από δω η Ελένη;» σε µουσική Τάκη Σούκα και στίχους Ελένης Φωτάκη, καθώς και οι εµφανίσεις της µε τον ∆ηµήτρη Μπάση στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. Τη ρωτάω πώς προέκυψε η συνεργασία µε τον Μπάση: «Hταν επιθυµία και των δύο να βρεθούµε µαζί στο ίδιο πάλκο. Αργήσαµε κιόλας». Σχεδόν αµέσως µου ζητάει να µιλάµε στον ενικό.

Προτού έρθω να σε βρω άκουσα καµιά δεκαριά φορές το «Χωρίς δεκάρα». Μου κάνει εντύπωση ότι, ενώ έγινε µεγάλη επιτυχία στην εποχή του, δεν το ξανατραγούδησες ποτέ πέρα από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1974). Γιατί;

Κάτι κολλήµατα που έχω κι εγώ… Τότε στο φεστιβάλ έστελναν ελαφρά τραγούδια. Στην αρχή το έκοψαν γιατί το βρήκαν αρκετά λαϊκό. Μέχρι που επενέβη ο Χατζιδάκις στον οποίο άρεσε και τελικά το είπα. Οταν το πρωτάκουσα το βρήκα πολύ χαριτωµένο, αλλά ένιωθα σαν να έλεγα στο παιδί µου ένα τραγουδάκι για να κοιµηθεί. Αυτή βέβαια ήταν και η επιτυχία του. Ο πατέρας µου µου είπε: «Γιατί, παιδί µου, δεν θες να το πεις; Είναι καταπληκτικό». Λέω τότε θα πάω να το πω γιατί θέλω να γίνω φίρµα γρήγορα. Τότε το φεστιβάλ το έβλεπε πάρα πολύς κόσµος.

Στη Lyra του Πατσιφά πώς βρέθηκες;

Εγώ τότε τραγούδαγα στα πανηγύρια κοντά στην Αθήνα και από τα δώδεκα δεκατρία µέχρι τα 17 µου έγραφα τα τραγούδια του πατέρα µου για να τα ακούσουν οι τραγουδιστές να τα µάθουν. Τότε πήγα µε τη µητέρα µου στα ∆ειλινά και βρήκαµε τον Θανάση Αραπίδη, ο οποίος µου είπε: «Κοίταξε να δεις, Ελενίτσα, ξέρω το ταλέντο, τον χαρακτήρα σου και πώς έχεις µεγαλώσει. Εγώ δεν θα σου προτείνω ούτε την Odeon Parlophone γιατί έχει πολύ λαϊκό ρεπερτόριο ούτε την Columbia. Θα σου πρότεινα τη Lyra που είναι πιο σοβαρή εταιρεία». Και πήγα στον Πατσιφά, κάναµε την ακρόαση και την ίδια µέρα είπα το «Αϊ γαρούφαλό µου». Ηµουν τυχερή.

Ηταν το τραγούδι που σε καθόρισε.

Και συγκινούσε πολύ τον πατέρα µου, γιατί ήξερε ότι γράφτηκε για τον Μπελογιάννη.

Αυτές τις µέρες άκουγα ξανά τη φωνή σου από διάφορες περιόδους. Τα πρώτα χρόνια στη Lyra σε νιώθω λίγο µαζεµένη και ξαφνικά λίγα χρόνια µετά εκτοξεύεσαι. Σαν να βγαίνει όλη η προσωπικότητα µπροστά. Αυτό έχει να κάνει µε εσωτερικές διεργασίες ωρίµανσης;

Αυτό όχι µόνο δεν µου το έχει ρωτήσει αλλά ούτε καν εντοπίσει κανείς και είναι κάτι που ξέρω εγώ, το ήξερε ο άντρας µου, το ξέρει και ο γιος µου. Εχει να κάνει µε άλλο πράγµα. Οταν ξεκίνησα να τραγουδάω στα πανηγύρια στα δεκατρία δεκατέσσερά µου δεν είχανε δέσει οι χορδές, δεν έβγαινα στον τόνο γιατί ήµουν παιδί. Οπότε αυτοί που χορεύανε µου παίρνανε το µικρόφωνο και το δίνανε ο ένας στον άλλο που είχε φωνή, γιατί δεν µπορούσα να τραγουδήσω χαµηλά. Οπότε το θέµα µου δεν ήταν ψυχολογικό αλλά φωνητικό. Και µου δηµιουργούσε ανασφάλεια. Αυτή η ανασφάλεια βγήκε και στο στούντιο. Οταν έγραψα µετά το «Αϊ γαρούφαλό µου», το πρώτο µου τραγούδι, περίµενα ότι η φωνή µου θα ήταν γεµάτη σαν της Πόλυς Πάνου. Ακουσα το αποτέλεσµα και τρόµαξα. Πέρασα πολλά για να βάλω τη φωνή µου εκεί που ήθελα, αλλά κέρδισα και πολλά γιατί απέκτησε ευελιξία. Στην ουσία απέκτησε την ευελιξία των δηµοτικών τραγουδιών που έχουν πολλά γυρίσµατα τα οποία δεν µπορούν να γίνουν µε το λαρύγγι.

Η δηµοτική µουσική προβάλλεται αρκετά σήµερα;

Ανοίγεις µεγάλο κεφάλαιο και θα προσπαθήσω να είµαι λακωνική. Ισως πρέπει να µείνει σαν το κοµµουνιστικό κόµµα κι αυτή, να είναι πάντα αντιπολίτευση.

Για ποιον λόγο;

Οπως το ΚΚΕ δεν πρόκειται να γίνει ποτέ κυβέρνηση γιατί όλα αυτά που λέει είναι εξαιρετικά αλλά µη εφικτά, έτσι και το δηµοτικό τραγούδι είναι τόσο σοβαρά αυτά που λέει ώστε για να γίνουν πράξη πρέπει να ανακατευτούν οι ακαδηµαϊκοί –οι καλοί ακαδηµαϊκοί, που δεν διώχνουν τον Μυταρά από την Ακαδηµία Αθηνών– µε τους µύστες του δηµοτικού τραγουδιού. Εχει ευτελιστεί πολύ το είδος και δυστυχώς έχει γίνει ένα σκυλοτσιφτετελογυφτοπόπ που δεν είναι τίποτε.

Αυτό είναι χαρακτηριστικό των τελευταίων δεκαετιών;

Και όταν πήγαινα µικρή στα πανηγύρια πάλι το ίδιο ήταν, δεν γίνεται µόνο τώρα αυτό.

Το λαϊκό έχει ευτελιστεί;

Να σου κάνω µια ερώτηση, αλλά δεν είναι ρητορική. Τι είναι λαϊκό; Μπορούµε να βρούµε µαζί τον ορισµό που είχε δώσει ο Τσιτσάνης αν θες. Θυµάµαι ότι µεταξύ άλλων είχε πει να έχει σχέση µε τη µουσική παράδοση. Για µένα λαϊκό τραγούδι είναι ο Τσιτσάνης, ο Νικολόπουλος, ο Ακης Πάνου. Νοµίζω ότι ο Ακης Πάνου ήταν ο θυµόσοφος Νικόλας Ασιµος.

Και ειδική κατηγορία από µόνος του.

Μεγάλος υπαρξιστής. ∆ύο ανθρώπους αγάπησα πολύ σε αυτό το κοµµάτι της ύπαρξης, τον Ακη Πάνου και τον Καβάφη.

Μπορεί να υπάρξει λαϊκό τραγούδι σε έναν χώρο που χρεώνει 250 ευρώ το µπουκάλι;

Αµα το πάρουµε κυριολεκτικά, λαϊκό σηµαίνει να µπορεί να έχει πρόσβαση ο κόσµος, ο λαός. ∆εν θέλω να λέω τέτοια γιατί βγαίνω γκρινιάρα. Ο άλλος προκειµένου να βγει να πιάσει πρώτο τραπέζι πίστα χαλάει το βδοµαδιάτικο. Βέβαια από την άλλη είναι κατανοητή η ανάγκη να έχουµε είδωλα.

Εσύ πού πιστεύεις;

Στον Χριστό. Το να πεις ότι είσαι βουδιστής θεωρείται και πάντα θεωρούνταν in. Πάει και στα βόρεια προάστια, πάει και στο Κολωνάκι, πάει παντού και δεν είναι κακό. Τα ίδια πράγµατα λέει και ο Βούδας, εγώ όµως νιώθω πιο κοντά µου τον Χριστό.

Πίστευες πάντα;

Ναι, από µικρή κι ενώ οι γονείς µου δεν ήταν ιδιαιτέρως πιστοί. Θα έλεγα µάλλον ότι ήταν πιστοί Ελληνες, όχι Ελληνάρες. Πήγαιναν στην εκκλησία το Πάσχα, βάφανε αυγά, µέχρι εκεί. Εγώ όµως πιστεύω πιο πολύ και µου ’λεγε η µάνα µου «παιδάκι µου, καλόγρια θα πας;». ∆εν µε έστελνε στο κατηχητικό. Και µια φορά πήγα και µου άρεσε τόσο που µου είπε ότι θα µε κόψει για να µη γίνω θεούσα.

Τι άλλο θυµάσαι από τη µητέρα σου;

Θυµάµαι που µου έλεγε «κοριτσάκι µου, µην το ξεχνάς, εµείς είµαστε φτωχοί». Και το έλεγε µε καµάρι. ∆εν πουλιούνται όλα, δεν αγοράζονται όλα, αυτό εννοούσε. «Οταν σου δίνουν» µου έλεγε ο πατέρας µου «θα ρωτάς “γιατί µου δίνεις, κύριε;”». Τους χρωστάω πάρα πολλά. Ο πατέρας µου κάθε µέρα έφερνε και κάποιον στο σπίτι. Του έλεγε η µάνα µου «τι µου τον έφερες τον βροµιάρη;». Κι εκείνος της απαντούσε: «Αµα δεν ήτανε βροµιάρης, εσένα θα ’χε ανάγκη;». Αυτά γράψανε µέσα µου. Εχουµε βάλει πολλά πράγµατα στη ζωή µας. Καµιά φορά σκέφτοµαι και λέω: «Εσύ, Ελένη, που λες ότι είσαι ελεύθερη, πόσα πράγµατα έχεις πάνω στο κοµοδίνο σου;». Οσο είµαστε νέοι φεύγουµε από το σπίτι και δεν παίρνουµε µαζί µας τίποτε. Μεγαλώνοντας σκεφτόµαστε «µην ξεχάσω να πάρω αυτό κι εκείνο». ∆εν µαστιγώνω τον εαυτό µου, τον δικαιολογώ, αλλά πραγµατικά ζούµε µε περισσότερα απ’ όσα χρειαζόµαστε.

Στο σπίτι σου, λοιπόν, υπήρχε πάντα ένα πιάτο για τον ξένο. Σήµερα που ο πόλεµος έχει αναγκάσει πολύ κόσµο να ζει σαν ξένος πώς νιώθεις όταν βλέπεις να ξεσπούν πάνω του τα πιο άγρια ένστικτα;

∆εν έχουµε όλοι τον ξένο στο περιθώριο. Βλέπω µεγάλη αντίσταση ακόµη και στο Facebook. Και ενώ βλέπεις κάποιους να βρίζουν αισχρά, αρκετοί άνθρωποι που παίρνουν θέση υπέρ είναι πιο σεβαστικοί. ∆εν είµαστε έτοιµοι για τίποτε άλλα παρά µόνο γι’ αυτά που συνηθίσαµε τα τελευταία δέκα χρόνια.

Γιατί;

Γιατί µαθαίνουµε γράµµατα από την τηλεόραση.

Θυµώνεις εύκολα;

Οχι τόσο πια. Είµαι λίγο της φωτιάς, αρπάζω. Αλλά προσπαθώ. Γελάω όταν ακούω από κάποιους «είµαι καλός αλλά µη µε πειράξουν». Μα το θέµα είναι πώς αντιδράς άµα σε πειράξουν. Αν κάποιος επιχειρήσει να σε προσβάλει, εσύ θα προσβληθείς; Μα άµα του έκοβε, θα το έλεγε;

Αν δεν είχες θυµώσει, θα έγραφες την «Κιβωτό»;

Με την «Κιβωτό» δεν είχα θυµώσει καθόλου. Στα «Σκυλάδικα» είχα θυµώσει λίγο. Εγώ δεν είχα πάει στα σκυλάδικα, στα κλαρίνα είχα πάει, αλλά το έκανα ρίµα για να ταιριάξει το τραγούδι. Στα λαϊκά µαγαζιά τραγούδησα µια φορά µε τον ∆ιονυσίου και άλλη µία που έφυγα. Χαίρετε κι αντίο σας.

Γιατί;

Απαγορευόταν να καθόµαστε στο καµαρίνι, µας λέγανε: «Αφήστε τα πλεχτά κι έξω».

Σου ζητούσαν να βγεις να κάτσεις µε τους πελάτες;

Ναι, στο τραπέζι πετρελαιάδων κ.λπ. ∆ηλαδή να µου πιάνει το χέρι ο καθένας και να βάζει το δικό του όπου θέλει. Εφυγα, δρόµο! Και πήγα κατευθείαν στην Πλάκα µε τον Μανώλη Μητσιά, µετά µε τον Καλογιάννη, τον Νταλάρα, τον Σαββόπουλο. Αντάρτικα λέγαµε τότε. Μαύρα κοράκια µε νύχια γαµψά. Χαµός.

Σε µαγαζί που πέταγαν λουλούδια έχεις δουλέψει;

∆εν τα ήθελα. Εγώ ποτέ δεν ανακατεύτηκα µε ποσοστά από τα µαγαζιά, ούτε από λουλούδια ούτε από γκαρνταρόµπα, προτιµούσα το µαξιλαράκι µου γιατί δεν το ’χω όλο αυτό. Από την άλλη δεν θέλω να µου χαλάσει κανείς τη ζαχαρένια, να µου έρθει κανένα λουλούδι στο µάτι. Για ποιον λόγο;

Ησουν δηλαδή πάντα σταθερή στις επιλογές σου.

Ναι, επέµενα. Με τον άντρα µου συνεννοούµασταν µε τα µάτια κι αυτό µας βοηθούσε να γλιτώνουµε χρόνο. Φεύγαµε από δω, πηγαίναµε εκεί. Τι είναι η ζωή µας άλλωστε; Μια ελεύθερη αγορά είναι.

Με τον Τάκη Σούκα πώς γνωριστήκατε;

Τον Τάκη τον γνώρισα αρκετά νέα. Είχε έρθει σε ένα πανηγύρι µε τον Βασίλη Σούκα τον ξάδερφό του. Τον ξαναείδα έπειτα από χρόνια που είχα πάει στη Minos. Μας έκανε το πάντρεµα ο Μάκης Μάτσας και φτιάξαµε το «Βάρα µου το ντέφι», το οποίο υπήρξε µεγάλη επιτυχία και για πρώτη φορά έγινα πρώτο όνοµα στη µαρκίζα. Μετά συνεργαστήκαµε στα «Λαϊκά της Ελένης» και τώρα στο «Πέρασ’ από δω η Ελένη;». Επειδή δεν υπήρχαν εταιρείες, ο δίσκος ταλαιπωρήθηκε αλλά τελικά βγήκε. Να σου πω κάτι; Ηθελα πολύ να τον κάνουµε. ∆εν µε ενδιαφέρει να γίνει σουξέ. Ηθελα να κάνουµε κάτι να µείνει. Ο Τάκης Σούκας είναι µύστης και το λέω µε επίγνωση. ∆εν είναι όλοι µύστες. Πολλοί µεγάλοι συνθέτες έχουν περάσει από τον Τάκη Σούκα και τον Χρήστο Νικολόπουλο για να µάθουν τους λαϊκούς µουσικούς δρόµους.

Τους στίχους του νέου δίσκου υπογράφει η Ελένη Φωτάκη.

Η Ελένη έκανε κάτι πολύ δύσκολο. Εγραψε στίχους σε µουσική που ήδη είχε γραφτεί. Η Φωτάκη για µένα είναι νεοφανής αγία· τώρα πώς βγάζει την αγιοσύνη της δεν το ξέρω. Πιάνει κόκαλο η γυναίκα, πώς να το κάνουµε.

Μπορείς να ζήσεις χωρίς το τραγούδι;

∆εν ήµουν ποτέ φίλη αυτού που λένε «αν δεν τραγουδήσω, δεν µπορώ να ζήσω». Μου φαίνεται λίγο βαρύγδουπο να ακούω κόσµο να λέει «αγαπάω πολύ τη δουλειά µου». Οχι ότι δεν είναι σηµαντικό να κάνεις κάτι που σου αρέσει, αλλά αυτό το «αγαπάω πολύ τη δουλειά µου» δεν µπορώ να το πω. Αγαπάω και την ησυχία µου, να βλέπω ταινίες, να γελάω, να έχω χρόνο. Επειδή είµαι µοναχοπαίδι –έχω αδέρφια αλλά δεν µεγάλωσα µαζί τους– θέλω να κάθοµαι και λίγο µόνη µου, όσο ωραία και αν είναι η παρέα. Αν δεν το καταφέρω, λέω «πάει η µέρα, την έχασα».

INFΟ

Η Ελένη Βιτάλη θα εμφανίζεται με τον Δημήτρη Μπάση στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο από το Σάββατο 8 Φεβρουαρίου και κάθε Σάββατο. Μαζί τους οι ΤΖΟΥΜ και η Νάνα Μπινοπούλου.

*Φωτογραφίες Στέλιος Μισίνας/Eurokinissi

*Hair stylist & make up artist Δημήτριος Γκίκας

Ετικέτες

Documento Newsletter