Έλενα Χουσνή: Στη Σάμο μαθαίνεις να βλέπεις

Έλενα Χουσνή: Στη Σάμο μαθαίνεις να βλέπεις

Η συγγραφέας μεταφέρει εικόνες και μυρωδιές καλοκαιριού από το νησί του ανατολικού Αιγαίου

Στο λιμάνι τους καλοκαιρινούς μήνες το πλοίο αδειάζει εμπορεύματα κι ανθρώπους. Τόσα και τόσους που έχουμε καιρό να δούμε. Τώρα δεν έχει απαγορευτικό. Τώρα τα ράφια των σουπερμάρκετ δεν θα μείνουν άδεια, τα λαχανικά θα είναι φρέσκα και η αγορά ζωντανή.

Είναι η Σάμος του καλοκαιριού. Γεμάτη από ταξιδευτές. Άλλοι με θεόρατες βαλίτσες κι άλλοι με αποσκευές μικρές. Αυτοί οι τελευταίοι είναι οι πραγματικοί ταξιδιώτες. Δεν κουβαλούν. Ήρθαν να μαζέψουν ομορφιά και εικόνες. Να ανταμώσουν ανθρώπους, όχι να επιδειχθούν. Να συλλέξουν ομορφιά. Μαζί τους και οι απόδημοι. Έρχονται από μακριά. Σε λίγες μέρες –για λίγες μέρες– ανοίγουν τα κλειστά σπίτια, σκουπίζονται οι αυλές, ανταμώνουν οι οικογένειες, τα εγγόνια βρίσκουν αγκαλιές που τους κακομαθαίνουν και οι παππούδες αγκαλιές που τους ζεσταίνουν. Στο φόντο παραμένει το νησί όπως το ξέρουμε.

Στη Σάμο που αγαπώ τα εγκαταλελειμμένα κτίρια παραμένουν ερειπιώνες που δεν κουβαλούν θλίψη ούτε θρήνο για το χαμένο παρελθόν. Μόνο μια συγκαταβατική ματιά, μια καταφατική κίνηση προς τα μελλούμενα. Προσκλητήριο να ’ρθουν, να φτιάξουν νέα κτίρια.

Το βάφτισμα του καλοκαιριού

Στη Σάμο που αγαπώ το φως τρυπώνει από παντού. Οι ελιές συναγωνίζονται τα κυπαρίσσια. Οι αυτοσχέδιες κατασκευές στα μποστάνια είναι μάρτυρες για το μεράκι του κηπουρού που ξέρει να απομακρύνει τα πουλιά με πλαστικά μπουκάλια, να ρίχνει στάχτη για τα σαλιγκάρια, να φτιάχνει «φάρμακο» από πράσινο σαπούνι. Αβγαταίνουν τα μποστάνια τα τελευταία χρόνια. Σπόροι ανταλλάσσονται και ο καλύτερος «μποστανιάρης» θα μάθει και τους άλλους. Για να έχουν πάλι άρωμα οι ντομάτες, το σαμιώτικο κλοσάκι, τα φρέσκα φασολάκια.

Το καλοκαίρι βαφτίζεται στις γνώριμες εικόνες. Τα ασπρισμένα σκαλοπάτια και πεζούλια. Τους άδειους δρόμους το μεσημέρι. Τις συναυλίες των τζιτζικιών. Τις δροσερές γωνιές των καφέ όπου μπορείς να διαβάσεις το βιβλίο σου ήσυχα, με το αγνάντεμα της θάλασσας να σε ξελογιάζει. Θαυμάζω τους καταστηματάρχες που επιμένουν να αγαπούν τη δουλειά τους. Όσο η αγορά και η οικονομία τούς στραγγαλίζουν τόσο αυτοί γίνονται καλύτεροι. Έχει μια υπέροχη λεβεντιά το χαμόγελό τους. Δεν είναι «επαγγελματικό».

Οι καλοκαιρινές μου εικόνες δεν έχουν τελειωμό. Η βιβλιοστάση μπροστά στη βιβλιοθήκη της Σάμου, όπου μπορείς να πάρεις και να αφήσεις βιβλία, τα ξεθωριασμένα χρώματα στα παλαιά αρχοντικά της πόλης, τα μαγαζιά με τουριστικά είδη όπου καπέλα, ψάθες, μαγιό και βατραχοπέδιλα φτιάχνουν τις καλοκαιρινές στολές. Τα φιλόξενα μπαλκόνια όπου οι φίλοι σε φιλεύουν αγάπη, νοιάξιμο και τον καλύτερο μουσακά, αυτόν που φτιάχνει η φίλη μου η Βάσω. Μα και τα συνεχόμενα, καθημερινά σαν ξυπνητήρι «τι κάνεις;» από την έτερη φίλη, την Πέλλα, οι αγωνιώδεις προσπάθειες να βρούμε χρόνο να πιούμε ποτό με την Ελεάννα, να πούμε τα «δημιουργικά» μας με τη Στέλλα, να, να, να. Πόσα να χωρέσουν στην καλοκαιρινή ραστώνη; Θα ανταμώσουμε καλύτερα με τα πρωτοβρόχια…

Οι αλμυροί άνθρωποι και η ανοιχτωσιά

Η Σάμος του καλοκαιριού έχει μυρωδιές. Ακόμη και τα καμένα, που επουλώνουν μόνα τις πληγές τους, έχουν τα οσφρητικά τους μονοπάτια. Οι μυρωδιές σε κυνηγούν. Αλύπητα σε κυνηγούν. Οι βασιλικοί σε κάθε μπαλκόνι, τα νυχτολούλουδα ακροβολισμένα και κατακτητικά στις γωνιές των περιφράξεων –αλλά μακριά από τις εισόδους, να μην «μπουκώνουν» με το άρωμά τους–, το υγρό χώμα στους μικρούς λαχανόκηπους, τα γιασεμιά, η αλμύρα που ποτίζει τα ρουθούνια, το ιώδιο.

Αλμυροί άνθρωποι με το αλάτι πάνω στο σώμα τους, καμένες πλάτες, βουτιές από βράχια για την ίδια πιτσιρικαρία, τη «μαρίδα» όπως τη λένε στο νησί, που λες και διατρέχει τα χρόνια με το ίδιο νεύρο. Θα ’χει κάθε δεκαετία την ίδια ακριβώς εικόνα με τις παρέες των πιτσιρικάδων, την πετσέτα ριγμένη στον ώμο, τις σαγιονάρες ταλαιπωρημένες, τις πλάτες μαύρες κατράμι, τα χαμόγελα, την ικανοποίηση για τη μικρή ψαριά, το χταπόδι που επιστρέφει σπίτι μαζί τους. Σίγουρα θα ’χει κάθε δεκαετία την ίδια αυτή «φωτογραφία».

Οι νησιώτες το καλοκαίρι ανταμείβονται για τις δυσκολίες του χειμώνα. Η απομόνωση, η ησυχία, ένας κάπως αυτοεπιβαλλόμενος εγκλεισμός ξαφνικά αίρονται. Σφυρίζει ο καιρός τη λήξη τους και είναι άλλος ο τόπος. Γίνεται ο τόπος όπου όλοι θέλουν να βρίσκονται. Κι εμείς που ζούμε εδώ γινόμαστε οι τυχεροί. Οι μέχρι πριν από λίγο καιρό κάπως άγνωστοι «ακρίτες», μόνιμη αναφορά στις «κορόνες» πολιτικών και μεγαθυμούντων ξενομεριτών. Και τη στιγμή που το νησί είναι στα καλύτερά του πρέπει να μάθεις να το μοιράζεσαι. Αυτήν τη μεγαθυμία των νησιωτών κανείς ποτέ δεν την πήρε στα σοβαρά.

Η Σάμος που αγαπώ έχει ανοιχτωσιά. Μπορεί να μοιράζεται. Ακόμη και αυτό το δύσθυμο καλοκαίρι που η κυκλοθυμία απλώνεται από τις καρδιές μέχρι τις πιο μακρινές παραλίες. Στα –ποιος θα το περίμενε– άδεια καθίσματα στις ταβέρνες μέχρι τα κλειστά ξενοδοχεία και τις ξαπλώστρες που δεν απλώθηκαν στις παραλίες.

Ο ορίζοντας που θρέφει την ψυχή

Καταγράφω όσο περπατώ –μου αρέσει να την περπατώ την πόλη, το νησί– τα μικρά κλικ του τόπου, αδιόρατες σκιές, ανθρώπους που μεταλλάσσονται από το φως του καταμεσήμερου, γωνιές σκιερές, συνθήματα φανατικών ή προδομένων, δίχτυα που ξεμπλέκονται, άλλα που μπλέκονται στον ουρανό από τα πυροσβεστικά αεροπλάνα που πετούν και τα μαχητικά που αναχαιτίζουν, μάτια θολά των γερόντων γεμάτα ένταση όμως, χειρονομίες αποφυγής ανθρώπων που παραγνωρίστηκαν, άλλοτε αγκαλιές λαχτάρας, ειδικά τώρα που η εγγύτητα γίνεται «απαγορευμένος καρπός».

Στη Σάμο πρέπει να περπατάς με το κεφάλι ψηλά. Να μένει το βλέμμα στα αετώματα από τα παλιά αρχοντικά, στις αιωρούμενες στο πουθενά μπουκαμβίλιες, τις ερειπωμένες καπναποθήκες, στα μονοπάτια που τεμαχίζουν το ορεινό τοπίο, στους αμπελώνες που σκαρφαλώνουν στις πλαγιές γύρω από τα κρασοχώρια, στις κορφές του επιβλητικού Κέρκη και του αμπελόφυτου Καρβούνη. Αλλοτε πρέπει το βλέμμα να το ’χεις στεριωμένο στη γη.

Στα πλακόστρωτα που πατήθηκαν για αιώνες, στις σούδες που χωρίζουν κτίρια τόσο όσο να περνά άνθρωπος και ν’ αγγίζονται τα χέρια από τα απέναντι μπαλκόνια, στα ζιζάνια που φυτρώνουν παντού, απείθαρχα όπως ο άνθρωπος, καταδικασμένα να ξεριζωθούν όπως ο άνθρωπος. Στη Σάμο πρέπει να περπατάς με το βλέμμα ίσια μπροστά. Να μην τον υποτιμάς τον ανοιχτό ορίζοντα, αυτός θρέφει την ψυχή σου. Ψηλά, χαμηλά, ίσια μπροστά. Στη Σάμο, για να την καταλάβεις, πρέπει να έχεις τα μάτια ανοιχτά. Ακόμη και η ίδια εικόνα… αλλάζει κάθε μέρα, κάθε ώρα της μέρας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο τόπος αυτός άντεξε τόσους αιώνες να ’ναι γέφυρα, να ενώνει και όχι να χωρίζει. Ανθρώπους, ιδέες, πολιτισμούς. Στη Σάμο μαθαίνεις να βλέπεις.

Όλα τα κλικ τα κουβαλώ μαζί μου σε ένα κουβάρι από εικόνες που κρατώ για τον χειμώνα που θα έρθει. Πάντα έρχεται ο χειμώνας. Και στο νησί είναι λίγο πιο άγριος απ’ ό,τι αντέχουμε. Μα είναι η εποχή μας. Η εποχή που έχεις τον χρόνο και την άπλα να αραδιάσεις τα κλικ ολοζώντανα μπροστά σου. Και κάθε που θα ’χει απαγορευτικό θα υποδεχόμαστε τα αποθησαυρισμένα κλικ στο λιμάνι και στις άδειες παραλίες. Της Σάμου.

Documento Newsletter