Έλενα Χουσνή: «Αφόρετη ανθρωπίλα»

Έλενα Χουσνή: «Αφόρετη ανθρωπίλα»

Μυστηριώδεις φόνοι στη Σάμο, δυσερμήνευτα σημειώματα, η τραγικότητα της ανθρώπινης κατάστασης

Η αναπνοή του όλο και πιο δύσκολη. Αγώνας για το συναπάντηµα µε το οξυγόνο που τελειώνει παρά τη µάσκα που του έχουν φορέσει από χθες. Ακούει τον συριστικό ήχο τής περίπου ανάσας του. Καµιά φορά το δεξί του χέρι τρέµει ακατάσχετα. Αδύνατον να το ηρεµήσει. Ενα αργό φυλλορρόηµα η εικόνα του στο κρεβάτι της εντατικής, εκεί όπου κείτεται σαν απόκοσµος καρνάβαλος, µεταµφιεσµένος σε αµυντικό παίκτη χωρίς οµάδα, χωρίς γήπεδο, χωρίς καν µπάλα.

Το χέρι του δεν τρέµει πια. Ακουµπά µαλακά στο σηµείωµα. Το ίδιο βρήκαν και στα τέσσερα σπίτια. Αυτό που ψηλαφεί κουρασµένα ήταν το πρώτο. Επιµολυσµένο πια από την αρρώστια. Πριν από αυτή, από τα δαχτυλικά αποτυπώµατα και την απροσεξία του. Οταν ακόµη δεν είχαν καταλάβει ότι έχουν να κάνουν µε φόνο. Με φόνους.

Στη Σάµο; Αδύνατον. Ανόρεχτα δέχτηκαν το ενδεχόµενο. Ακόµη πιο ανόρεχτα πείστηκαν όταν όλα συνηγορούσαν στην τροµερή βεβαιότητα. Οταν παρέλαβαν το e-mail. Αγνωστος αποστολέας, µερικές µόνο λέξεις που αξιολογήθηκαν ως φάρσα από τους δύο πρώτους που το διάβασαν και µόνο ο τρίτος, αυτός που τώρα κρατάει το σηµείωµα, σκέφτηκε να… ρίξει µια µατιά. Στο e-mail, εκείνο το πρώτο και στα άλλα τρία που ακολούθησαν, ήταν γραµµένα το όνοµα και η διεύθυνση των νεκρών. Από κάτω, το ίδιο πάντα κείµενο: «Εµείς παραµείναµε στην αγέλη. Ντυθήκαµε την προβιά της αρρώστιας. Μείναµε αγελαίοι και άνθρωποι να παλεύουµε ενάντια στη µοναξιά, να µατώνουµε µε την αναγκαστική απόσταση. Εσύ, µοναχικός λύκος, απόκληρος –από µίσος και όχι από ανάγκη–, διάλεξες τη φυγή. Επέλεξες τη δική σου επιβίωση. Μασκοφόρος µια ζωή, στην αποκριά της κακότητας. Ιδού! Λάβε την κοινωνία της πικρής εξοµολόγησης».

Γεµίσαµε ψυχάκηδες, είπε η υπαστυνόµος Ψυκάκου όταν διάβασε το σηµείωµα.

∆εν υπάρχει καιρός για τέτοια, συµπλήρωσε η Γεωργίου.

Ωστόσο µπήκε στο αυτοκίνητό του και πήγε. Μια ερηµική περιοχή έξω από την πόλη. Μια αγροικία στη µέση του πουθενά. Χτύπησε την πόρτα πολλές φορές. ∆εν του απάντησε κανείς. Εσπρωξε µαλακά. Η πόρτα υποχώρησε. Εψαξε όλα τα δωµάτια. Τον βρήκε στην κρεβατοκάµαρα στο τέλος του διαδρόµου. Ξαπλωµένος ανάσκελα, µε τα χέρια σταυρωµένα στο στήθος. Γύρω από τον λαιµό του ένα λάστιχο. Αργότερα διαπίστωσαν ότι ήταν από πιεσόµετρο. Στα ρουθούνια του δύο τεράστιες γάζες. Στο µέτωπό του αφηµένη µια µάσκα και κολληµένο πάνω της µε συρραπτικό το σηµείωµα που τώρα κρατάει στο δεξί του χέρι. «Αφόρετη ανθρωπίλα. Ασφυξία γεννά». Το ίδιο έγινε και µε τα άλλα τρία πτώµατα.

Μέρα παρά µέρα το ίδιο e-mail. Μόνο το όνοµα και η διεύθυνση να αλλάζουν. Συναγερµός στο αποδεκατισµένο αστυνοµικό τµήµα. Ελεγχος της κυκλοφορίας, ενηµέρωση των συγγενών και επαφών για την ιχνηλάτηση των νέων κρουσµάτων, φύλαξη του προσφυγικού καταυλισµού, νυχτερινές περιπολίες για την αποφυγή διαρρήξεων. Στα όρια της κατάρρευσης όλοι τους. Μετά βίας έφτιαξε µια οµάδα τριών ατόµων. Μετά τον τρίτο φόνο προστέθηκε κι άλλος ένας. Από τη Σήµανση. Αποτυπώµατα δεν βρέθηκαν στα σπίτια, παρά µόνο των θυµάτων. Στις δύο περιπτώσεις και των γυναικών που έκαναν καθαριότητα µία φορά την εβδοµάδα. Είχαν ωστόσο σταµατήσει να πηγαίνουν εδώ και δύο µήνες λόγω της πανδηµίας. Τίποτε άλλο.

Καµία ένδειξη, κανένα ίχνος που να βοηθάει. Μόνη τους ελπίδα να ταυτοποιηθεί ο αποστολέας των e-mails. Περίµεναν την απάντηση από τη ∆ίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήµατος κάθε µέρα και µε περισσότερη αγωνία. Η τοπική κοινωνία, αποσβολωµένη και σε πανικό, τους είχε στήσει στον τοίχο. Ο διευθυντής τους επίσης. Συζήτηση για βοήθεια καµία.

Καµία και η σχέση µεταξύ των θυµάτων. ∆ιαφορετικές ηλικίες, τρεις άντρες και µία γυναίκα, οι δύο µε καταγωγή από το νησί που είχαν επιστρέψει µετά τη συνταξιοδότησή τους, οι άλλοι δύο γέννηµα θρέµµα του τόπου. Ολοι τους εργένηδες. Να ένα κοινό στοιχείο. Ολοι τους µοναχικοί.

«Αφόρετη ανθρωπίλα». Χαϊδεύει το σηµείωµα που κουβαλά µαζί του δύο εβδοµάδες τώρα. «Αφόρετη ανθρωπίλα. Ασφυξία γεννά». Το σκέφτηκε άπειρες φορές. Του έδωσε άπειρες ερµηνείες. Το διάβασε ξανά και ξανά. Ενοχοι; Θύµατα; Γιατί; Για την αποµόνωσή τους; Ολοι τη δέχτηκαν, όλοι την «ντύθηκαν» αυτή την αποµόνωση. Επειδή απαρνήθηκαν την αγέλη; Αυτές ήταν οι οδηγίες.

Η ∆ίωξη τους έδωσε την απάντηση που περίµεναν. Ο υπολογιστής εντοπίστηκε στο αιµατολογικό τµήµα του νοσοκοµείου. ∆εύτερος βραχνάς. Ολο το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό περνούσε από εκεί. Στον «ένοχο» υπολογιστή δούλευαν εκ περιτροπής ή τον είχαν χρησιµοποιήσει περισσότεροι από 30 άνθρωποι το τελευταίο διάστηµα. Ανακρίθηκαν όλοι τους. Τίποτε. Αλλωστε οι περισσότεροι δεν είχαν βγει από το νοσοκοµείο για µέρες. Οµηροι νέας κοπής.

Μια ειδικευόµενη γιατρός έκανε πρώτη τη σύνδεση. Και οι τέσσερις είχαν διαγνωστεί ως φορείς του ιού. Τους συστάθηκε κατ’ οίκον περιορισµός. ∆εν βρέθηκε πουθενά στα σπίτια τους έγγραφο από το νοσοκοµείο ούτε οι ιατρικές συνταγές που τους δόθηκαν. Ούτε τα φάρµακα που τους συνταγογράφησαν. Είχαν όλα επιµελώς εξαφανιστεί.

Ανοίγει το στόµα του νιώθοντας το οξυγόνο να στερεύει. Βλέπει τη φιγούρα της γιατρού. Για την ακρίβεια το περίγραµµά της. Σκύβει πάνω του. Ρυθµίζει τη συσκευή. Νιώθει το χέρι της να καλύπτει το δικό του. Οχι. Του παίρνει το σηµείωµα. Το αποµακρύνει µαλακά, µε ιατρική φροντίδα. Τραντάζεται και προσπαθεί να το διασώσει. Απλώνει το χέρι του στο πουθενά. ∆εν βλέπει σχεδόν τίποτε πια. Και ο βόµβος από τη συσκευή οξυγόνου θαρρείς έχει λιγότερο συριγµό τώρα.

Κι έπειτα η φωνή στο αυτί του. Ιατρική κι αυτή. Μα σχεδόν τρυφερή. «Αφόρετη ανθρωπίλα. Ανθρώπινη σαπίλα. Ρετάλια µισάνθρωπα που τους άξιζε να σαπίσουν».

Του χαϊδεύει τα µαλλιά. Γίνεται µικρό παιδί πάλι.

«∆εν τα κατάφερε ο ιός να τους τελειώσει. Επρεπε να το κάνω εγώ. ∆εν ήταν άξιοι να στερήσουν το κρεβάτι από κανέναν. ∆εν ήταν άξιοι να λάβουν φροντίδα».

Είναι λυγµός αυτός που µπαίνει στη φωνή; Σπάει σε χίλια κοµµάτια τις σκληρές λέξεις. Μα συνεχίζουν να πληγώνουν την ακοή του.

«Προτού φτάσουν εδώ, προτού µπουν στη θέση όπου άδικα είσαι εσύ –παράπλευρη απώλεια που δεν υπολόγισα– έπρεπε να µας απαλλάξουν από την υποχρέωση να τους θεραπεύσουµε».

Το χάδι στα µαλλιά του γίνεται χτύπηµα. Βαρύ. Τελεσίδικο. Κι εκείνος δίνει το τελικό χτύπηµα.

«Επρεπε να κρατήσουµε οξυγόνο και κρεβάτι για σας. Για όλους εσάς».

Η φωνή συνεχίζει να του ψιθυρίζει. Οµως αυτός ταξιδεύει. Εχει ήδη παραχωρήσει το κρεβάτι στον επόµενο… Νιώθει πως έχει λίγη ανθρωπίλα αυτή η απόφαση… Φορεµένη!

Η Έλενα Χουσνή είναι συγγραφέας

Documento Newsletter