Έλενα Ακρίτα: «Είμαι ο Ιανός με δώδεκα πρόσωπα το λιγότερο»

Μια συνάντηση με τη δημοσιογράφο και συγγραφέα με αφορμή την κυκλοφορία του καινούργιου της βιβλίου 

Το σπίτι της Έλενας Ακρίτα βρίσκεται στη Φιλοθέη και είναι ένα από τα πιο καλόγουστα σπίτια που έχω µπει ποτέ µου. Η όλη οµορφιά ενισχύεται από το αίσθηµα της φιλοξενίας εκ µέρους τόσο της ίδιας της Ακρίτα όσο και του συζύγου της Γιώργου Κυρίτση. Συναντηθήκαµε µε γέλια και χαρές σαν να είµαστε φίλοι χρόνων. Μα ήµασταν φίλοι χρόνων έστω και από το Facebook αρχικά, ένα µέσο που τελευταία σηκώνει από τον καναπέ όλους τους «επαναστάτες του πληκτρολογίου».

Αφορµή για τη συνέντευξη δεν ήταν τα πολλά µέτωπα που η Ακρίτα ανοίγει ενάντια σε όλους όσοι καταπατούν την αξιοπρέπειά της. Ηταν το ολοκαίνουργιο βιβλίο της, το «Σκισµένο τούλι», ίσως το πρώτο αµιγώς φεµινιστικό µυθιστόρηµα στην Ελλάδα, µέσα στο οποίο µπλέκεται αριστοτεχνικά η ζωή των ανθρώπων, συγκεκριµένα τεσσάρων γυναικών. Λίγους µήνες µετά τη βράβευση των «Τάπερ της Αλίκης», του προηγούµενου έργου της, η Ακρίτα επιστρέφει µε τη θεραπευτική συγγραφική τέχνη της µιλώντας για τον βιασµό, τον έρωτα δύο γυναικών και το ερωτικό πάθος στην τρίτη ηλικία.

Παρατηρώ ότι είναι ισχυρή η παρουσία της µητέρας σας στη ζωή σας. Μένετε µαζί, βγαίνετε, φωτογραφίζεστε µαζί. Στην ηλικία που είστε σήµερα έχετε µια σχέση αλληλεξάρτησης.

Α βέβαια, να µην κοροϊδευόµαστε και να µη λέµε ψέµατα. Καµιά φορά λέω ότι τον οµφάλιο λώρο µε τη µητέρα µου ακόµη δεν τον έχω κόψει. Οταν πέθανε ο άντρας της και µπαµπάς µου ήµουν στο δηµοτικό. Ηταν πολύ νέα γυναίκα και κατά έναν τρόπο µεγαλώσαµε µαζί και κάναµε καριέρα ταυτόχρονα. Οταν εγώ ξεκινούσα και καθιερωνόµουν –µπορώ να πω γρήγορα– µε τα τότε χρονογραφήµατα, η µητέρα µου ήταν βουλευτίνα, υπουργός, µέλος του Συµβουλίου της Ευρώπης στο Στρασβούργο και ένα σωρό άλλα. Βίοι παράλληλοι µε απίστευτες κόντρες, εκεί που τώρα µας βλέπουν και µας «φτύνουν» µη µας µατιάξουν. ∆εν φαντάζεστε όµως πόσο δύσκολα ήταν τα χρόνια κυρίως όταν η µητέρα µου αποφυλακίστηκε κι εγώ ήµουν πια 12 χρόνων ζώντας µε τους χαφιέδες κυριολεκτικά έξω από την πόρτα µας. Τους ξέραµε! Μέχρι το ’73 λέγαµε «ο κύριος Νίκος είναι απέξω απόψε», σε αυτό το στιλ τούς αναγνωρίζαµε. Υπήρξε και µια περίοδος που επειδή η µητέρα µου αισθανόταν ότι λογοδοτεί και απέναντι στο σόι του πατέρα µου στην Κύπρο ήταν αρκετά αυστηρή.

∆εν είναι περίεργη αυτή η σχέση µάνας µε κόρη;

∆εν είναι κακό, ξέρετε. Εγώ πέρασα αρκετό καιρό και έδινα µια µοµφή στον εαυτό µου. Έλεγα «µα είναι νορµάλ να είσαι τόσο δεµένη µε τη µάνα σου;». Και µετά είδα ότι είναι νορµάλ γιατί ήµασταν εγώ και η συγκεκριµένη γυναίκα. Οτιδήποτε µας ενώνει είναι το δικό µας νορµάλ. Τόσο απλά. Η µάνα µου γίνεται όλο και πιο αριστερή µε τα χρόνια. Ολο και ανοίγουν οι αντιλήψεις της, ενώ συνήθως συµβαίνει το αντίθετο στις ηλικίες αυτές. Είναι στα 90 και έµαθε να χρησιµοποιεί κανονικά το Facebook σε φάση «µου έστειλε αυτός στο messenger». Μπορείτε να φανταστείτε µια γυναίκα στα 90 της να κλαίει και να οδύρεται για τον Ζακ Κωστόπουλο επειδή ήταν φίλος µου; Που θέλει ακόµη να κατεβαίνει στις πορείες; Αυτή είναι η µάνα µου και δεν έχω να πω κάτι άλλο. Γιατί να µην την αγαπάω;

Έχετε µια µόνιµη εφηβική συµπεριφορά στα social. Τα κάνετε όλα έντονα σαν ένα κορίτσι που θυµώνει, αστειεύεται, τα χώνει, υπερασπίζει µε πάθος πρόσωπα και ιδέες. Σαν να µην έχετε µεγαλώσει.

Τα χρόνια που περνάνε σ’ εµένα λειτουργούν αντίστροφα. Με τα χρόνια οι άνθρωποι γλυκαίνουν ή γίνονται πιο ανεκτικοί. Εγώ πάλι αρχίζω να µην ανέχοµαι. Όλο και πιο δύσκολο µου γίνεται το «αγάπα τον φίλο σου µε τα ελαττώµατά του». Θέλω να ξεσκαρτάρω ανθρώπους. Αν και η µάνα µου ήταν σύγχρονος άνθρωπος, λόγω Φιλοθέης, λόγω του ό,τι θέλετε, υπήρχαν πάντα ορισµένα «πρέπει» τα οποία σήµαιναν έντονη λογοδοσία στην κοινωνία, στους φίλους, στο περιβάλλον. Τώρα πια δεν έχω καθόλου να κάνω µε αυτά. Αν το να µε κουράζουν οι παλιοί φίλοι ή το να βλέπω ότι γερνάνε θεωρείται δείγµα δικής µου παρατεταµένης εφηβείας, εγώ δεν γερνάω. ∆εν θα γεράσω ποτέ. Θα ’µαι µια κωλόγρια εξωτερικά, αλλά δεν θα γεράσει η ψυχούλα µου ποτέ, όπως και της µάνας µου δεν γέρασε ποτέ.

Οι ψυχολόγοι λένε ότι συνήθως από τα 40 και µετά οι άνθρωποι κάνουν «αποψίλωση» των φίλων τους, των επαφών τους.

Είναι λογικό, κάπου εκεί στα 40-45 συµβαίνει αυτό. Εγώ ήµουν η πρώτη από την οικογένειά µου που βγήκε και είπε: «Είµαι γεννηµένη το 1955». Ξέρετε πόσοι πήραν µια βαθιά ανάσα; Οι συµµαθητές µου ζουν. Αν εγώ βγω και πω ότι είµαι του ’58 ενώ είµαι του ’55, κάποιοι δεν θα πουν την αλήθεια; Κοινή λογική είναι, όχι ειλικρίνεια.

Όσο οι κοινωνίες προοδεύουν αυτά πια µένουν πίσω.

Όταν γνώρισα τον δεύτερο άντρα µου, τον Κώστα Αρζόγλου, ήµουν 32 χρόνων. Είχα ήδη κάνει έναν αδιάφορο γάµο, µετά γνώρισα τον Κώστα, αγαπηθήκαµε και παντρευτήκαµε. «Πόσων χρόνων είσαι;» µε ρώτησε ο Κώστας που είναι οχτώ χρόνια µεγαλύτερός µου. «28 είµαι» του απάντησα. Το ξέχασα, ούσα χύµα σε αυτά, αλλά ήρθε η ώρα που θα βγάζαµε άδειες στην εκκλησία για τον γάµο. Ζητάει ο παπάς τα στοιχεία µας. «28 είµαι» του κάνω αφού αυτό προφανώς θα ’χα µες στο κεφάλι µου. Ζητάει ταυτότητες κι εκεί άρχισα να ανασύρω µια φρίκη. «∆εν είµαι 28, είµαι 32». ∆ίνω ταυτότητα, µου κάνει: «Εδώ λέει ότι είστε του ’55. Αν ήσασταν 28, θα ήσασταν του ’59». Και σαν τον πιο έξυπνο άνθρωπο που µπορεί να πει το πιο ηλίθιο πράγµα της δεκαετίας τού κάνω: «Α, ναι… Αφηρηµένη». Φεύγουµε µε τον Αρζόγλου και δεν µιλάγαµε. Εγώ σκεφτόµουν «δεν µπορεί, κάπου θα ανοίξει αυτή η πουτάνα η γη να µε καταπιεί, απλώς δεν το βλέπω καθόλου», όµως ο Κώστας γυρνάει και µου κάνει: «Συγγνώµη, επειδή δηλαδή είσαι 32 εγώ δεν θα σε παντρευόµουν;». Όλα αυτά λοιπόν που τα λέµε τώρα και γελάµε είναι δουλεία για µια γυναίκα. ∆εν τις θέλω πάνω µου τέτοιες δουλείες εγώ.

Είστε η αγαπηµένη των ΜΜΕ, ακόµη και αυτών που δεν τα ευχαριστεί ο λόγος σας. Πιστεύετε ότι σας χειρίζονται σε ορισµένες περιπτώσεις ή συµβαίνει το αντίστροφο;

Αµοιβαίο µανιπουλάρισµα είναι αυτό. Κι εγώ ξέρω πολύ καλά τι θα παίξει στα ΜΜΕ κι αυτά ξέρουν πολύ καλά πώς θα «στραγγίξουν» εµένα. Μην ξεχνάτε ότι υπάρχει µια ιδιαιτερότητα εδώ: είµαι 40 χρόνια δηµοσιογράφος. Αν δεν είµαι σε θέση εγώ να αξιολογήσω πώς θα χειριστώ τα Μέσα ή σε ποιον βαθµό θα τους επιτρέψω να χειριστούν αυτά εµένα, δεν θα ήµουν παράλληλα σε θέση να καταλάβω ότι όλοι έχουµε µια σχέση µε τους άλλους.

Το διαδίκτυο έκανε περισσότερο καλό ή κακό στη δηµοσιογραφία;

∆εν ξέρω ακριβώς γιατί και στη δηµοσιογραφία δεν ανήκω σε αυτούς που λένε «αχ, όταν ήµουν νέα πέφτανε οι µεγάλες υπογραφές». Σιγά τα αυγά, λαµόγια ήταν και τότε! Έµπαινα στο συγκρότηµα Λαµπράκη, που ήταν τα ανάκτορα του Μπάκιγχαµ, και µπορεί να ήταν σπουδαίοι και µεγάλοι ορισµένοι, αλλά κεράτωναν τις γυναίκες τους, έκαναν συµφωνίες κάτω από το τραπέζι. Και λαµόγια ήταν και γαµίκοι ήταν.

«Γαµίκος»! Χρόνια είχα να ακούσω αυτήν τη λέξη.

Κι εγώ είχα χρόνια να την πω. Βλέπω κάτι πάρα πολύ καλό στο διαδίκτυο σήµερα έναντι αυτού που λέγανε παλιά, την «επανάσταση του καναπέως». Σηκώνει πολύ κόσµο από τον καναπέ. Αν βγει ένας κυβερνητικός και πει ένα ψέµα για το δίπλωµά του, θα γίνει σάλος. Σε άλλους, όπως σ’ εµένα, µας έχουν ζητήσει συγγνώµη. Εγώ ειλικρινά δεν πίστευα πως ο «Μεγάλος περίπατος», αυτό το αίσχος που ζήσαµε, θα κατέληγε στο να ακούσουµε το «βγήκε και δεν βγήκε». Εµείς το κάναµε αυτό, οι επαναστάτες του πληκτρολογίου και του καναπέως. ∆εν µε νοιάζει που δεν άκουσα τη συγγνώµη του. ∆εν είναι φίλος µου για να παρεξηγηθώ. Τα λεφτά µας πίσω όµως µπορεί να µας τα δώσει;

Θαύµασα την απόφασή σας να µην κατεβείτε στις ευρωεκλογές µε τον ΣΥΡΙΖΑ. ∆εν θα έλεγαν πολλοί «όχι» σε έναν τόσο παχυλό µηνιάτικο µισθό.

Όπως είχε πει ο διευθυντής της «Le Monde», καλύτερα να ’σαι ψαράς παρά να ’σαι ψάρι. Ποτέ δεν θα ’θελα να µπω στην πολιτική, αφού από τα πέντε µου χρόνια σταύρωνα τα ψηφοδέλτια του µπαµπά µου. Την ξέρω τη δουλειά και ύστερα από λίγο θα ανεξαρτητοποιούµουν. Επειδή είµαι και τίµια θα άφηνα την έδρα. Ένας άλλος λόγος είναι ότι επρόκειτο για Ευρωβουλή, να πηγαίνω και να έρχοµαι στις Βρυξέλλες τη στιγµή που εδώ έχω τη ζωή µου και φροντίζω τα ζωάκια µου. ∆εν σας κρύβω ότι η µητέρα µου ήθελε και µε πίεζε να δεχτώ. Όµως εγώ σκεφτόµουν πως δεν ξέρω για πόσα χρόνια ακόµη θα ’µαι µαζί της.

Η Σύλβα Ακρίτα διετέλεσε µέλος του ΠΑΚ και υπουργός του ΠΑΣΟΚ. Όταν βλέπετε στα social media να σατιρίζεται ο Ανδρέας Παπανδρέου τι σκέψεις κάνετε;

Ήµουν έξι επτά χρόνων και µε είχε στα γόνατά του ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο πατέρας του Ανδρέα. Του διάβαζα τις «Μικρές κυρίες». Με άκουγε αυτός. Αν ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος την πρώτη τετραετία έκανε σπουδαία πράγµατα, δεν επηρεαζόταν από τις δύο γυναίκες του –πρώτα τη Μαργαρίτα που ήταν κράτος εν κράτει και µετά τη ∆ήµητρα–, θα ’χε κάνει πολύ περισσότερα. Αναχαιτίστηκε ως ηγέτης από τις επιλογές στην προσωπική του ζωή.

Παρακολουθώ την ακτιβιστική σας δράση, από τα ζώα και τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα µέχρι την καταγγελία κάθε µορφής βίας. Πάντα έτσι ήσασταν;

Ήµουν πάντα έτσι. Όταν η µάνα σου καταδικάζεται στα δέκα έντεκά σου σε δέκα χρόνια κάθειρξη, όταν από το σπίτι αυτό µες στη χούντα περνούσαν όλοι οι διανοούµενοι της Αριστεράς της εποχής, όταν κρύβαµε τον Αντώνη Μπριλλάκη και τον Κύρκο, δεν είναι δυνατόν να µην ήµουν έτσι. Από κει και πέρα, στα 17-18 µου πέρασα από τον Ρήγα για ένα διάστηµα. Ποτέ δεν έφυγα από εκεί. Η πλάκα είναι που µερικοί νοµίζουν ότι πέρασα από το ΠΑΣΟΚ. Ποτέ. Όποτε η µητέρα µου κατέβαινε µε το ΠΑΣΟΚ την ψήφιζα στη Β΄ Αθήνας. Ποτέ µου δεν ξαναψήφισα ΠΑΣΟΚ. Μια ζωή ψηφίζαµε ΚΚΕ εσωτερικού και ενοχικά. Θυµάµαι τον Αρζόγλου που έλεγε: «Πω, πω, είµαι άρρωστος και πρέπει να πάµε να ψηφίσουµε. Μήπως δεν µπει στη Βουλή και φταίµε εµείς». Όλες τις µαλακίες που έκανε τότε ο Συνασπισµός και µπαίνανε τσίµα τσίµα στη Βουλή τις χρεωνόµασταν εµείς. «Τι θα γίνει άµα δεν πάµε να ψηφίσουµε;» λέγαµε τότε όλο αγωνία. Ποτέ επίσης δεν ασχολήθηκα µε την πολιτική· έχει σηµασία!

Πρόσφατα ένας φίλος στιχουργός µου είπε το εξής: «Οι δύο γυναίκες που µάχονται πιο πολύ στην Ελλάδα αυτήν τη στιγµή τον νεοναζισµό είναι η Μάγδα Φύσσα και η Ελενα Ακρίτα». Το βρίσκετε υπερβολικό;

Βέβαια και είναι υπερβολικό. Η Μάγδα Φύσσα θα µείνει στην ιστορία του αντιφασιστικού κινήµατος στην Ελλάδα ως κορυφαίο πρόσωπο αρχαίας τραγωδίας, που πήρε την τραγωδία αυτή και τη µετουσίωσε σε παρόντα λόγο ζωτικής και άµεσης σηµασίας. Κανείς µας δεν µπορεί να το κάνει αυτό εύκολα. Μια τραγωδός που έχει ζήσει ό,τι έχει ζήσει, που βρίσκει το θάρρος να αγωνίζεται για να τιµωρηθεί το χυµένο αίµα του παιδιού της και γίνεται σύµβολο σαν τη Λέλα Καραγιάννη. Μέσα από την «ασηµαντότητά» τους οι γυναίκες υψώθηκαν σαν τους φοίνικες και συµβολοποιήθηκαν. Για µένα η Φύσσα είναι σαν τη Λέλα Καραγιάννη, την Ηρώ Κωνσταντοπούλου, ακόµη και τη Μαντώ Μαυρογένους.

Έχετε δηλώσει πως σήµερα δεν θα περνούσαν παλιότερα κείµενά σας. Τι είναι αυτό λοιπόν, πέραν ενός background, που σας έκανε ακτιβίστρια;

Έχω περάσει όλα τα στάδια… Από την Αριστερά της νιότης µου, των δρόµων και των κόκκινων γαρίφαλων αλλά και από έναν απερίγραπτο σουσουδισµό. Έχω περάσει εποχές, στα 30 µου, που έλεγα «εντάξει, αυτό είναι το Cartier το πιο δεύτερο». Είµαι ο Ιανός όχι µε δύο πρόσωπα, αλλά µε δώδεκα το λιγότερο. Έχω γίνει και ντυθεί, λογοδοτήσει και φερθεί πολύ «comme il faut». Τα ’χω κάνει και για να τα πετάξω τα έζησα πρώτα. Όταν είσαι στη δική µου ηλικία έχεις δύο επιλογές: ή γλυκαίνεις ή θυµώνεις. Εγώ θυµώνω όλο και πιο πολύ. Είµαι η τρελή που όταν βγάζει βόλτα το σκυλί της, αν δει µια άλλη να τραβάει βίαια το δικό της της ορµάει κανονικά: «Τι κάνετε, δεν έχετε το δικαίωµα» κ.λπ. Έχουν δίκιο να µε µισούν, είµαι µια στρίγκλα κανονική. ∆εν ανέχοµαι πια τίποτε, δεν θέλω να βλέπω. Πώς λένε: «Και τι να κάνεις; Θα κάτσεις να µαλώσεις;». Ε ναι, θα κάτσεις να µαλώσεις. Θα µαλώσω ακόµη και επειδή ο απέναντί µου δεν φοράει µάσκα. Τι να κάνουµε τώρα;

Σας κατηγορούν για τη Φιλοθέη και ότι είστε αριστερή µε δεξιές τσέπες. Προσωπικά µου αρέσει που κόντρα σε αυτά έχετε κάνει σηµαία σας τη Φιλοθέη.

Η καταγωγή της µάνας µου είναι από µεγάλο τζάκι της Μικράς Ασίας. Του πατέρα µου από ένα χωριό της Κύπρου. Πολύ φτωχός άνθρωπος που ανέβηκε µε την αξία του. Η άλλη ήταν πριγκιποπούλα. Ο πατέρας της, ο παππούς µου, όταν ήρθαν εδώ έγινε µεγαλοβιοµήχανος και η ειδικότητά του µάλιστα ήταν τα τούλια. Σας το λέω και πάλι βουρκώνω γιατί λάτρευα τον παππού µου και τη γιαγιά µου. Νιώθω ότι το τωρινό µου βιβλίο είναι κι ένα είδος hommage στη µνήµη τους. Είχαν λοιπόν πολλά λεφτά. Αγόρασαν αυτό εδώ το οικόπεδο, έµεναν απέναντι. Είµαστε όλοι γέννηµα θρέµµα της Φιλοθέης. Ε δεν θα λογοδοτήσω επειδή ο παππούς µου καταστράφηκε στη Μικρά Ασία και ξανάφτιαξε στην Αθήνα µια µεγάλη περιουσία από την αρχή. ∆εν θα λογοδοτήσω που ο πατέρας µου έφυγε από ένα µικρό χωριό της Κύπρου, σπούδασε και πολέµησε στο ελληνοαλβανικό µέτωπο. Ούτε για τη µάνα µου που την έπιασαν και την πήγαν στην Ασφάλεια και της έλεγε ένας ασφαλίτης: «Αχ, κυρία υπουργού µου, πού καταντήσατε που σας θυµάµαι εγώ στους γάµους του βασιλέως». Έχω φωτογραφία µε τον παππού µου και τη γιαγιά µου σε δεξίωση που φορούν φράκο και βραδινές τουαλέτες. ∆εν φταίω εγώ γι’ αυτό! Τι να λέω; «Αχ η γιαγιάκα µου στο χωριό που έπλενε στη σκάφη;». ∆εν είµαι αυτό και δεν µε πειράζει καθόλου. Κάποιοι άλλοι µε ρωτάνε πώς γίνεται να γράφω στα «Νέα». Να σας πω κάτι στην τελική; Θα θέλατε να ’µαι αυτή που είµαι, να ’χω µεγαλώσει έτσι και να ’µαι µια ακόµη δεξιά; Μια δεξιά όπως όλες οι άλλες οι αντίστοιχες µ’ εµένα; Θα σας άρεσε; Να δούλευα στα «Νέα», όπου δουλεύω τα τελευταία 20 χρόνια, και µια ζωή να µην πήγαινα κόντρα στη γραµµή της εφηµερίδας; Αυτή είµαι.

Αρκετοί αριστεροί ισχυρίζονται πως η Ακρίτα στα «Νέα» είναι ένα άλλοθι για την παντοκρατορία του Μαρινάκη στα ΜΜΕ.

Τον Μαρινάκη δεν τον ξέρω.

∆εν έχετε συναντηθεί ποτέ;

Ποτέ. Όταν γίνεται κοπή πίτας, ας πούµε, εγώ δεν πηγαίνω. ∆εν έχω βρεθεί καν στον ίδιο χώρο µαζί του στα 200 µέτρα. Στη δουλειά µου είχα ένα µότο: «Μη µου αλλάξεις ούτε ένα “και” στα γραπτά µου. Αν µου το αλλάξεις, έχω φύγει». Ο Ψυχάρης, αυτός ο τόσο αµφιλεγόµενος άνθρωπος, ποτέ δεν είπε: «Κυρία Ακρίτα, αυτό το “και” να το βλέπαµε λίγο;». Το ίδιο είναι και τώρα. Ούτε ο Μαρινάκης ούτε ο Μαντέλας µου έχουν πει οτιδήποτε. Γράφω ό,τι θέλω. Στο µεταξύ είµαι σίγουρη ότι θα υπάρχουν πιέσεις του στιλ «τι τη θέλετε αυτή εδώ;».

Είναι η Ακρίτα όµως, δεν τους παίρνει και τόσο.

Εγώ τα συντάξιµά µου πάντως τα ’χω βγάλει. 

Τα «σκισμένα τούλια» μιας ζωής

Παρατηρώ τις ηρωίδες των έργων σας που φέρουν ονόματα όχι και τόσο της καθημερινότητας. Από τη Ρεγγίνα στο σίριαλ έως την Αλίκη στα «Τάπερ της Αλίκης», που ήταν παραπομπή στη Βουγιουκλάκη, βλέπω μια κοριτσίστικη αισθητική, όχι ροζ σίγουρα. Ίσως κι αυτό να ’χει να κάνει με την παρατεταμένη εφηβεία σας.

Όχι απαραίτητα, ειδικά τώρα. Στο «Σκισμένο τούλι» υπάρχουν ιδιαιτερότητες: ηρωίδες έχω τη Μάρω, την πρωταγωνίστριά μου, θύμα βιασμού. Εμπνεύστηκα τη ρεαλιστική ιστορία της, όπως και τη δίκη της, από άλλες δίκες όπως αυτή της Τοπαλούδη. Η κολλητή της είναι η Νένα. Αυτό το εμπνεύστηκα από τη Νένα Μεντή, την οποία φωνάζουμε και Νενού. Εχω μέσα μια φοβερή ιστορία για έναν έρωτα στην τρίτη ηλικία. Η γριούλα που ερωτεύεται λέγεται Ιοκάστη – τελικά, ναι, έρχομαι στα λόγια σας. Η μάνα της ήταν μπουλουκτσού, αλλά μια φορά είχε πάει στην Επίδαυρο και είχε δει την Παξινού Ιοκάστη στον «Οιδίποδα». Η Παξινού της είχε μιλήσει. «Είμαστε συναδέλφισσες» της είχε πει. Το λέω τώρα και βουρκώνω. Έτσι αυτή έβγαλε την κόρη της Ιοκάστη από το έργο που την είχε αγγίξει. Και υπάρχουν άλλες δύο ηρωίδες σε ερωτική σχέση. Δεν ξέρω, αλλά έχω την αίσθηση πως έγραψα το πρώτο φεμινιστικό μυθιστόρημα στην ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος. Οι δύο αυτές γυναίκες είναι η Σολφέζ και η Μιράντα!

Σολφέζ; Πώς σας ήρθε;

Η Σολφέζ λέγεται Κυριακούλα. Αυτή τη δεκαετία του ’80 πηγαίνει για δουλειά στο αριστοκρατικό κομμωτήριο του Aγγελου. Ο Άγγελος τις έβγαζε Ζενεβιέβ, Κατρίν κ.ά. Αυτή την είχε βγάλει Σολάνζ, αλλά επειδή κανείς δε μπορούσε να πει το βαρύ «ζου» στην κατάληξη άρχισαν να τη λένε Σολφέζ. Της έμεινε της Κυριακούλας το Σολφέζ. Η Μιράντα πάλι είναι μεγάλη ντίβα του λαϊκού τραγουδιού και το πραγματικό της όνομα –υποτίθεται– ήταν Πηνελοπίτσα. Τα ονόματα, θέλω να πω, προκύπτουν μέσα από τη δράση τις περισσότερες φορές. 

————————————————————————-

INFO

Το νέο βιβλίο της Έλενας Ακρίτα «Το σκισμένο τούλι» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα