Ελεγαν ψέματα ότι η κάμερα στη στολή ήταν υπηρεσιακή

Τι κατέθεσε η 19χρονη στον ανακριτή, η στάση των αστυνομικών, τα νοήματα και η κυβερνητική συγκάλυψη

Οργή και αποτροπιασμό προκαλεί η καταγγελία ομαδικού βιασμού 19χρονης, που έρχεται να προστεθεί στον μακρύ κατάλογο των εφιαλτικών περιστατικών που έχουν λάβει χώρα στο αμαρτωλό Αστυνομικό Τμήμα Ομόνοιας. Οργή και αποτροπιασμό σε όλη την κοινωνία εκτός του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος σε δηλώσεις του, οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν από αφελείς έως τρομακτικές, υποβάθμισε την κατηγορία του βιασμού, κι ενώ είναι σε εξέλιξη η ανάκριση, σε αυτή της… κατάχρησης εξουσίας.

Εν ολίγοις, ο πρωθυπουργός της χώρας, παρακάμπτοντας τις δικαστικές αρχές, έκανε μια άκρως επικίνδυνη δήλωση, δείχνοντας ότι είτε δεν αποδέχεται τη δίωξη για το κακούργημα του ομαδικού βιασμού που ασκήθηκε στους δύο αστυνομικούς είτε θεωρεί πως ο βιασμός είναι… κατάχρηση εξουσίας. Με αυτό τον τρόπο, σε πλήρη συνεργασία με το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και τον Τάκη Θεοδωρικάκο, επιχειρείται ακόμη μία κάλυψη στα αίσχη της ΕΛΑΣ, την ώρα μάλιστα που η καταγγελία του βιασμού στο ΑΤ Ομόνοιας δεν είναι το μόνο αδίκημα στο οποίο εμπλέκονται ένστολοι, αφού την ίδια στιγμή διώκονται οι επτά αστυνομικοί για την υπόθεση με το κύκλωμα διαφθοράς στην Κρυσταλλοπηγή, ενώ υπάρχουν εμπλεκόμενοι αστυνομικοί και στην υπόθεση του βιασμού και εκπόρνευσης της 12χρονης από τον Κολωνό.

Η τρίτη κατάθεση

Η 19χρονη στην τρίτη κατά σειρά κατάθεσή της, η οποία έγινε ενώπιον του ανακριτή, σημειώνει ότι ενώ ήταν στο Θησείο με μια φίλη της πλησίασε τους αστυνομικούς της ομάδας ΔΙΑΣ αφού ήθελε να τους ρωτήσει σχετικά με δύο προσωπικά της θέματα τα οποία άπτονται της ιδιότητάς τους. Συγκεκριμένα, η καταγγέλλουσα ανέφερε πως ενημέρωσε τους κατηγορούμενους για ένα περιστατικό παρενόχλησης.

«Τους ανέφερα ένα γεγονός που έγινε την 1η Οκτωβρίου όπου με ακολούθησε ένας άγνωστος, ο οποίος ξαφνικά με έπιασε και με φίλησε στο στόμα. Τους ανέφερα ότι το κατήγγειλα στην αστυνομία». Η ίδια επίσης τους ρώτησε σχετικά με τη δουλειά της και συγκεκριμένα «αν κάποιος δουλεύει και δεν παίρνει ένσημα και τι γίνεται σ’ αυτή την περίπτωση».

Σύμφωνα με όσα υποστηρίζει, οι άντρες της ομάδας ΔΙΑΣ «μου είπαν έλα στο τμήμα να σε βοηθήσουμε με το θέμα που έχεις, να σε οδηγήσουμε στην αρμόδιο αστυνομικό τμήματος και να γνωριστούμε καλύτερα».

Με πρόσχημα λοιπόν υπηρεσιακά ζητήματα και εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη του πολίτη για διαλεύκανση υποθέσεων που τον απασχολούν αλλά και το αίσθημα ασφάλειας που αποπνέουν τα σώματα ασφαλείας, οι κατηγορούμενοι έπεισαν τη 19χρονη να τους συναντήσει στο κολαστήριο της Ομόνοιας.

Η καταγγέλλουσα καταθέτει ότι μέχρι τότε δεν είχε νιώσει φόβο, πως το κλίμα ήταν ευχάριστο και ότι συμφώνησε να την ξεναγήσουν στο τμήμα καθώς σκέφτηκε πως «θα ήταν ενδιαφέρον» και ότι θα την οδηγήσουν «στον αρμόδιο για να με βοηθήσει με το θέμα που είχα», αναφερόμενη στα παραπάνω περιστατικά. Παρ’ όλα αυτά, όπως σημειώνει στην κατάθεσή της, η ίδια αντιλήφθηκε «κάποια βλέμματα μεταξύ τους, υπήρχε κάποιου είδους συνεννόηση που δεν καταλάβαινα, μιλούσαν για τον δεύτερο όροφο, κάτι για τον έβδομο και κάποιος να πάρει κάποια κλειδιά» και συνεχίζει περιγράφοντας:

«Με οδήγησαν οι τρεις τους σε αυτό το δωμάτιο, στο οποίο υπήρχε ένα μεταλλικό τραπέζι και γύρω είχε μικρά ντουλάπια. Παραξενεύτηκα αρχικά που με πήγαν σε ένα δωμάτιο και όχι σε ένα γραφείο που να είχε άλλους αστυνομικούς. […] Ο Μ. με ρώτησε αν νιώθω άβολα. Και του απάντησα “υπάρχει λόγος να νιώσω άβολα;” […] Απορούσα γιατί δεν με είχαν οδηγήσει σε κάποιον ανώτερό τους για να με βοηθήσουν με τα θέματα που τους είχα αναφέρει. […] Δεν μπορούσα να φανταστώ τι θα ακολουθήσει, τους είχα εμπιστοσύνη».

«Πάγωσα»

Περιγράφοντας ενώπιον του ανακριτή όσα κατήγγειλε ότι έζησε μες στο κολαστήριο της Ομόνοιας, η 19χρονη λέει: «Ηρθε ο Μ. δίπλα μου. Ξαφνικά άρχισε να με φιλάει. Εγώ εκείνη τη στιγμή πάγωσα, δεν έκανα κάτι αρχικά. Επειδή έχω ένα θέμα με τον πατέρα μου ο οποίος ήταν πολύ οξύθυμος φοβάμαι το αντρικό φύλο. Εκείνη τη στιγμή που με φίλησε φοβήθηκα γιατί πάνω στη στολή του είχε το όπλο του […] φοβήθηκα για τη σωματική μου ακεραιότητα. Από φόβο και μόνο τον φίλησα και εγώ, φοβήθηκα μήπως με χτυπήσει ή βγάλει το όπλο του. Εβγαλε τη ζώνη στην οποία είχε το όπλο του και το άφησε ακριβώς δίπλα μου στο τραπέζι. […] δεν με χτύπησε. Εβγαλε το παντελόνι και κατέβασε το εσώρουχό του. Εκείνη τη στιγμή παγώνω ακόμα περισσότερο γιατί καταλαβαίνω ότι θα γίνει κάτι που δεν θέλω».

Στη συνέχεια η κοπέλα περιγράφει αναλυτικά ενώπιον του ανακριτή όλα όσα καταγγέλλει ότι διαδραματίστηκαν σε βάρος της και στοιχειοθετούν βιασμό. Μάλιστα όταν κάποια στιγμή «φώναξα γιατί πόνεσε πάρα πολύ εκείνος μου απάντησε επιθετικά “μη φωνάζεις”. Και άρχισε να κάνει βίαιη σεξουαλική πράξη μαζί μου, χωρίς τη θέλησή μου αλλά δεν του είπα κάτι γιατί ήθελα να τελειώσει όσο πιο γρήγορα γίνεται αυτό το μαρτύριο για να φύγω από κει μέσα».

Συνεχίζοντας την κατάθεσή της και αναφερόμενη στον δεύτερο κατηγορούμενο, η νεαρή κοπέλα είπε ότι εκείνος μπήκε αμέσως μετά τον πρώτο στο δωμάτιο και «φαινόταν ότι ήξερε τι είχε προηγηθεί πριν, σαν να ήταν όλο αυτό ένα σχέδιο εξαρχής». Ωστόσο η 19χρονη του είπε τι έγινε προκειμένου εκείνος να τη βοηθήσει και να της συμπαρασταθεί. Αντίθετα, όμως, εκείνος, σύμφωνα με την κατάθεσή της, «ήρθε προς το μέρος μου και ξεκίνησε να με φιλάει στον λαιμό…».

Στη συνέχεια η κοπέλα αναφέρεται σε όσα έκανε ο δεύτερος αστυνομικός, ο οποίος μάλιστα αντιλήφθηκε ότι υπήρχε πρόβλημα καθώς υπήρχε αιμορραγία, αλλά συνέχισε σε πράξη που συνιστά βιασμό, «προκαλώντας τρέμουλο στα χέρια και τα πόδια μου».

Ομως «αυτός δεν σταμάτησε και με ρώτησε “γιατί τρέμεις;” Εγώ φοβήθηκα μήπως καταλάβει ότι φοβάμαι και του απάντησα ότι στην καθημερινότητά μου τρέμουν τα χέρια και τα πόδια μου. Δεν ήθελα να αντιληφθεί ότι φοβάμαι, δεν ήξερα ποια θα ήταν η αντίδρασή του. Επειτα μου είπε “σήκω και συνέχισε αυτό που έκανες”».

Η παράνομη κάμερα

Σε άλλο σημείο της κατάθεσής της η 19χρονη αναφέρει ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος έφερε στη στολή του κάμερα. «Παρατήρησα ότι στο γιλέκο του είχε κάμερα και αναβοσβήνει ένα κόκκινο φωτάκι […] του ζήτησα να βγάλει την κάμερα, αρχικά αρνήθηκε και μετά έβγαλε το γιλέκο και το έστησε πάνω στο τραπέζι, στο οποίο υπήρχε δίπλα και το όπλο του. Εκεί είχα νιώσει μεγάλη απειλή που το όπλο του ήταν δίπλα».

Σχετικά με το ίδιο θέμα ο ίδιος στο απολογητικό του υπόμνημα αναφέρει: «Στο πάνω μέρος του αλεξίσφαιρου γιλέκου μου είχα προσαρμόσει μία κάμερα μάρκας go pro για επιχειρησιακούς λόγους. Εκείνη τη στιγμή όμως δεν βιντεοσκοπούσα, η κάμερα έφερε το καπάκι της και το λαμπάκι αναβόσβηνε επειδή η στάθμη της μπαταρίας ήταν χαμηλή».

Ωστόσο, στο διαβιβαστικό της ΕΛΑΣ αναφέρεται συγκεκριμένα ότι ζητήθηκε από τη Διεύθυνση Αμεσης Δράσης να απαντήσει εάν οι άντρες της ομάδας ΔΙΑΣ έχουν εφοδιαστεί με φορητές υπηρεσιακές κάμερες και η επίσημη απάντηση ήταν αρνητική.

Αυτό γεννά ευλόγως πολλά ερωτήματα σχετικά με τη γενική ασυδοσία της ΕΛΑΣ, αφού, όπως προκύπτει, ο αστυνομικός της ομάδας ΔΙΑΣ είχε τοποθετήσει παρανόμως την κάμερα go pro που κατείχε ο ίδιος και η οποία εντοπίστηκε έπειτα από έρευνα στον φωριαμό του στην Πρώην Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας, σε χώρο στον οποίο βρίσκονται τα αποδυτήρια των αστυνομικών που υπηρετούν στην ομάδα ΔΙΑΣ.

Δεν είναι η πρώτη φορά που αστυνομικοί καταγράφουν παράνομα πολίτες. Η τακτική αυτή συνέβαλε στη δημιουργία «φακέλου αντιφρονούντων» στο καθεστώς της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ωστόσο εδώ η παραβίαση των προσωπικών δεδομένων δεν αφορά «φάκελο» αλλά καταγραφή σεξουαλικού εγκλήματος.

Η μετέπειτα επικοινωνία

Απαντώντας σε ερωτήσεις του ανακριτή η 19χρονη αναφέρει στην κατάθεσή της ότι την επόμενη ημέρα επικοινώνησε η ίδια με τον δεύτερο αστυνομικό που κατήγγειλε ότι τη βίασε, στέλνοντάς του το ημερολόγιο περιόδου της, καθώς εκείνος είχε υποστηρίξει ότι δεν υπήρχε αιμορραγία αλλά αίμα περιόδου. Η ίδια υποστήριξε ότι το ύφος της απέναντί του ήταν ειρωνικό.

«Του έστειλα το μήνυμα για να αποδείξω ότι δεν είχα περίοδο και ότι η αιμορραγία ήταν αποτέλεσμα των πράξεων που έγιναν και για να αποδείξω ότι δεν είμαι ούτε τρελή ούτε ψεύτρα» κατέθεσε.

Αρνούνται κατηγορηματικά τις κατηγορίες

Σημειώνεται πως οι κατηγορούμενοι, που τους έχει ασκηθεί δίωξη για ομαδικό βιασμό και παράβαση του νόμου περί προσωπικών δεδομένων, αρνούνται τις κατηγορίες που τους αποδίδονται και κάνουν λόγο για συναίνεση της 19χρονης. Οι ίδιοι στις απολογίες τους επικαλούνται μηνύματα που φέρεται να έστειλε η 19χρονη σε μια φίλη της και της έλεγε ότι περνάει καλά και θα καθυστερήσει.

Ωστόσο ο ένας εκ των κατηγορουμένων αρχικά φέρεται να υποστήριζε πως η συναινετική –σύμφωνα πάντα με τον ίδιο– πράξη τελέστηκε σε αυτοκίνητο και όχι μες στο ΑΤ Ομόνοιας, εκδοχή η οποία όμως καταρρίφτηκε από βίντεο παρακείμενου ξενοδοχείου (οι κάμερες στο Αστυνομικό Τμήμα της Ομόνοιας δεν λειτουργούν!) που δείχνει την κοπέλα να μπαίνει και να βγαίνει από το ΑΤ. Και οι δύο αφέθηκαν ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους.