Ο σκηνοθέτης Έκτορας Λυγίζος μιλά στο Docville και την Αφροδίτη Ερμίδη για τον Άμλετ, τη σεξουαλική καταπίεση, το πένθος.
Συνάντησα τον Έκτορα Λυγίζο στις πρόβες της παράστασης «Η τραγική ιστορία του Αµλετ, ενός πρίγκιπα της ∆ανίας» που θα ανεβάσει σε λίγο καιρό στο Θέατρο του Νέου Κόσµου µε τη θεατρική οµάδα Grasshopper.
Εµφανώς ευφυής στον λόγο, µειλίχιος, δύσκολα εντοπίζεις µε την πρώτη µατιά τον άνθρωπο πίσω από τις ριζοσπαστικές και προβοκατόρικες δουλειές τόσο στο θέατρο όσο και στο σινεµά. Αυτήν τη φορά αποφάσισε να καταπιαστεί µε το δηµοφιλέστερο αλλά και πιο αινιγµατικό και πολυσύνθετο έργο του Ουίλιαµ Σαίξπηρ καθώς και µε τους µηχανισµούς της εξουσίας. Εχοντας µελετήσει και αναλύσει σε βάθος το κείµενο και µε συνοδοιπόρους µια οµάδα εξαιρετικών ηθοποιών της νέας γενιάς, ο Λυγίζος ετοιµάζει και πρωταγωνιστεί σε µια παράσταση την οποία αναµένουµε στις αρχές Μαΐου.
Τι σε ώθησε να αναµετρηθείς µε ένα από τα πιο σηµαντικά και δύσκολα έργα τoυ παγκόσµιου θεάτρου;
Εχει πολλά θέµατα που µε ενδιαφέρουν. Πρωταρχικά το πένθος: πρόκειται για µια κοινωνία που έχει ξεπεράσει γρήγορα το πένθος για τον νεκρό βασιλιά και είναι ο Άµλετ αυτός που ζητάει από τους άλλους χρόνο για να το διαχειριστεί. Του ζητιέται γρήγορα να κάνει κάτι, σαν µια παραβίαση του εσωτερικού του χρόνου. Μείνει βαλτωµένος και προσκολληµένος στο πένθος που έχει µέσα του αδράνεια και απραξία. Πρέπει να αυτοθεραπευτεί για να προκύψει καινούργια επιθυµία και δράση. Νοµίζω έχει να κάνει µε τα πρόσωπα που κατοικούν µέσα µας σαν βρικόλακες, όχι µε την κακή έννοια αλλά σαν γενιές πολλών εντολών, φωνών και ιστοριών. Σαφώς µε ενδιαφέρει και το θέµα της αυτοκτονίας και το πώς µπορείς ο ίδιος να διαχειριστείς τη ζωή σου και τον θάνατό σου.
Και το παιχνίδι της δυναµικής ανάµεσα στα πρόσωπα: επηρεάζουν το ένα το άλλο και προσπαθούν να ελέγξουν το ένα το άλλο, όµως αυτή η δυναµική συνεχώς µεταβάλλεται. Από την αρχή καταλαβαίνεις ότι ο κόσµος των µεγάλων προσπαθεί να ελέγξει τους µικρούς και κυρίως µε τον έλεγχο της σεξουαλικότητας. Και από τον υπερβολικό έλεγχο προκύπτει η τρέλα: είτε υποδύεσαι τον τρελό είτε της επιτρέπεις να υπάρχει και τελικά γίνεται κολλητική, ως διέξοδος από την καταπίεση.
Πόσο χρόνο απαίτησε από σένα ένα τόσο δαιδαλώδες έργο;
Κάθισα τρεις µήνες σπίτι µου µε το κείµενο, αρχικά διαβάζοντας αυτά που µε ενδιέφεραν: το ψυχαναλυτικό κοµµάτι του µύθου και τις ερµηνείες, τα πραγµατολογικά του στοιχεία. Περίπου δύο µήνες µού πήρε η διασκευή· έχει την ιδιοµορφία ότι επέλεξα να χρησιµοποιήσω διαφορετικές µεταφράσεις (Γιώργου Χειµωνά, ∆ιονύση Καψάλη, Ιάκωβου Πολυλά) που αγαπώ πολύ ενώ έκανα και εγώ µετάφραση σε κάποια µέρη. Ο «Αµλετ» είναι ένα κείµενο δίχως συνέπεια ύφους, έχει σκληρά αλλά και πιο λυρικά κοµµάτια. Αφησα και το ίδιο το κείµενο να µε οδηγήσει.
Τι σε δυσκόλεψε περισσότερο σε αυτή την αναµέτρηση;
Τα πάντα. Το βάρος του υλικού. Είναι έργο που σε καλεί να συνοµιλήσεις µε πολύ βαριά κοµµάτια σου. Συγχρόνως είναι έργο µε ρυθµό και πρέπει να βρεις τον βηµατισµό του ενώ ταυτόχρονα κουβαλάς το βαρύ φορτίο του – αυτό είναι το δύσκολο. Το µεγαλύτερο κοµµάτι του έργου είναι συλλογισµοί και σκέψεις όλων των προσώπων και αυτό έχει ένταση. Ολοι βρίσκονται ανάµεσα σε δύο καταστάσεις: να αποκαλύψουν ή να κρύψουν, να σκοτώσουν ή όχι, η µάνα να φροντίσει το παιδί ή να συνεχίσει τη ζωή που θέλει, η Οφηλία να ακολουθήσει το σχέδιο του πατέρα της και να γίνει κατάσκοπος του Αµλετ; Εχουν ένα συνεχές βάρος το οποίο θέλουν να ξεφορτώσουν. Μη σου πω ότι ούτε καν στο τέλος δεν το αφήνουν.
Είναι ο Αµλετ ένας τραγικός ήρωας σύµφωνα µε τον αριστοτελικό ορισµό; Ο ενάρετος που λόγω ανθρώπινου ελαττώµατος προχωρεί σε πράξεις που βλάπτουν τον ίδιο αλλά και όλους τους άλλους γύρω του;
Το ενδιαφέρον στον Αµλετ είναι ένας ολόκληρος προβληµατισµός του Σαίξπηρ πάνω στην έννοια της τραγωδίας. Ουσιαστικά µελετά πολύ τον τρόπο που η ιστορία και ο µύθος περιµένουν από το άτοµο να διαγράψει τις προσωπικές του επιθυµίες και να γίνει ήρωας. Οπότε η τραγικότητά του είναι η δυσκολία του να αποκτήσει το µέγεθος που του ζητιέται για να προβεί στην πράξη. Και η δυσκολία του να διαγράψει προηγούµενες εµπειρίες και γνώσεις του για να προχωρήσει σε αυτό.
Αυτή η δυσκολία του οφείλεται στον χαρακτηρισµό του «µοντέρνου ανθρώπου» που του έχουν αποδώσει, µε την έννοια ότι δεν διακατέχεται από τους µεσαιωνικούς κώδικες της εκδίκησης αλλά είναι περισσότερο άνθρωπος του στοχασµού και γι’ αυτό δειλός µπροστά στην πράξη που έχει αναλάβει;
Σε σχέση µε άλλους παρόµοιους µύθους που µελετούν αντίστοιχες ανθρώπινες λειτουργίες, όπως ο Οιδίποδας ή οι Ατρείδες, αυτό που διαφοροποιεί τον Αµλετ είναι ότι ενέχει το κοµµάτι του συλλογισµού, της σκέψης. Είναι ένας ήρωας πιο εσωτερικός, πιο αναλυτικός. Ανάµεσα στη θέληση και την πράξη µεσολαβεί ένα τεράστιο κοµµάτι που είναι η σκέψη και έρχεται σαν υγρασία να το βαρύνει. Οντως µιλάς για ένα πρόσωπο που συνεχώς αναβάλλει. Ας πούµε ότι έχει πάρα πολλές οδηγίες, πιο πολλές φωνές στο µυαλό και το DNA του απ’ ό,τι ο άγριος άνθρωπος, ο πρωτόγονος, ο αρχαϊκός, ο αρχαίος. Η ποσότητα των οδηγιών που έχει είναι τόσο µεγάλη που αρχίζει να παραβιάζει την αυτόµατη σχέση µε το ένστικτο.
Ενα από τα θέµατα που µελέτησες στον «Αµλετ» σου είναι η σεξουαλική καταπίεση.
Μπορεί να µην το καταλαβαίνουµε αλλά είναι στηριγµένη η κοινωνία σε αυτό. ∆εν το λέω µόνο αρνητικά αλλά και σαν διαπίστωση. Προκειµένου να συνυπάρξουµε, ένα από τα πρώτα πράγµατα στο οποίο γίνεται έλεγχος –αλλά και επιβάλλεται περιορισµός– είναι το να βιώνεις ελεύθερα τη σεξουαλική ορµή, που στο µεγαλύτερο κοµµάτι της έχει να κάνει µε την επιθετικότητα σε σχέση µε τον άλλο. Απαξ και απελευθερωθεί η σεξουαλική ορµή υπάρχουν µεγάλα κοµµάτια επιθυµίας ελεύθερα, που δεν γίνεται να υπάρχουν σε όλους γιατί πρέπει να συνυπάρξουµε. Ενα άλλο κοµµάτι είναι το φορµάρισµα του φύλου σε σχέση µε το αντρικό και γυναικείο πρότυπο. Ο Αµλετ βρίσκεται σε ένα περιβάλλον προτεσταντικό, χριστιανικό και κουβαλάει την ανάγκη να παίξει τον ρόλο του φύλου· έναν απολύτως αντρικό ήρωα: οι άντρες δεν πρέπει να κλαίνε, οφείλουν να είναι δυνατοί και λογικοί, ενώ οι γυναίκες έχουν συγκεκριµένες αποστολές.
Ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης στο Docville: «Η βία και η αγένεια μου υπενθυμίζουν ότι είμαι ζώο»
Στην πλειονότητά τους οι παραστάσεις και οι ταινίες σου κινούνται έξω από το δεδοµένο και το αναµενόµενο τόσο ως προς το περιεχόµενο όσο και ως προς τη φόρµα και πολλές φορές προκαλούν.
Ας πούµε καλύτερα ότι δεν µε ενδιαφέρει να θεωρώ δεδοµένο έναν τρόπο αναπαράστασης. Ακόµη και σε σχέση µε παλιότερες δουλειές µου. Οταν έχω προσπαθήσει να µε επαναλάβω εγώ ο ίδιος βαριέµαι. Το δεδοµένο µου δηµιουργεί αµφιβολία, αµφισβήτηση. Με ενδιαφέρει πιο πολύ να καταλαβαίνω το ψυχικό σύµπαν στο οποίο κατοικεί ένα έργο παρά το ρεαλιστικό. Εχω επίσης µια συγκεκριµένη εµµονή σε σχέση µε τον λόγο. Ακόµη και το πιο ρεαλιστικό είδος θεάτρου είναι µουσικό. Ο τρόπος που ο ήχος ακόµη και ασυνείδητα επηρεάζει τον θεατή, δηλαδή ότι µοιάζει µε τραγούδι. Υπάρχουν παράλληλοι κόσµοι που τους αντιλαµβανόµαστε χωρίς να τους καταλαβαίνουµε αλλά είναι εκεί. Το θέατρο και το σινεµά είναι τρόποι να τους κατασκευάσεις είτε να τους µοιραστείς.
Αποτέλεσµα αυτής της ριζοσπαστικής µατιάς σου είναι να αποθεώνεσαι από τη µία και να δέχεσαι πλήθος αρνητικών κριτικών από την άλλη. Πώς τις αντιµετωπίζεις;
Όταν είµαι απολύτως εντάξει µε αυτό που έχω κάνει δεν µε επηρεάζει. Αλλες φορές µε ενοχλεί η επιθετικότητα. Πιστεύω ότι η κριτική είναι επιστηµονικό κείµενο και αυτός που το γράφει πρέπει να διατηρεί µια σχετική απόσταση. Μπορεί βέβαια να είναι και σύµπτωµα της εποχής, που ούτως ή άλλως είναι επιθετική.
INF0 3 Μαΐου έως 2 Ιουνίου.
Παίζουν: Δ. Βλαγκοπούλου, Κ. Ζωγράφος, Ε. Λυγίζος, Α. Μπαλής, Η. Μπέζου, Α. Τσαμάτης
Ο Πάνος Βλάχος μιλάει στο Docville για τον «Τυχαίο θάνατο ενός αναρχικού» του Ντάριο Φο