Δύο απόγονοι προσφύγων Αρμένιων φωτογράφων που έζησαν στην Κοκκινιά, ο Άρµεν Μαρσουµπιάν και ο Μάνος (Μανουέλ) Φαρατζιάν μιλούν στο Documento.
Σχεδόν 85.000 Αρμένιοι πρόσφυγες κατέφτασαν στην Ελλάδα το 1922-23, αναγκασμένοι να εγκαταλείψουν τις εστίες τους στην Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία. Το 1923 ζούσαν στην Κοκκινιά 6.000 Αρμένιοι. Η δραστήρια συμμετοχή του αρμενικού στοιχείου στη συγκρότηση της προσφυγικής Κοκκινιάς αποτυπώνεται σε 120 φωτογραφίες –έργα Αρμένιων προσφύγων πρώτης και δεύτερης γενιάς που έδρασαν από την ανάδυση της πόλης στα τέλη του 1922 έως και το 1960–, οι οποίες εκτίθενται στη Δημοτική Πινακοθήκη Νίκαιας – Αγ. Ι. Ρέντη «Ντίνος Κατσαφανάς» υπό τον τίτλο «Αρμένιοι φωτογράφοι της Νίκαιας 1922-1960».
Μεγάλο μέρος της έκθεσης είναι αφιερωμένο στο εντυπωσιακό –σε ποιότητα, εύρος και όγκο– έργο της ελληνικής περιόδου των φωτογράφων Διλδιλιάν αλλά και του καλλιτέχνη φωτογράφου Πωλ Φαρατζιάν. Επίσης εκτίθενται έργα των φωτογράφων Αγκόπ Δαλιάν, Γκαραμπέτ Ντουμανιάν, Πενιμιάν, Αντρανίκ Τεμπερίκογλου, Αρσαβίρ Καζαντζιάν και Σέρκο Ντουμανιάν. Η σημαντική αυτή έκθεση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επιμονή και υπομονή της ιστορικού τέχνης της πινακοθήκης Μαρίας Πούλου.
Τσολάκ Διλδιλιάν: «Από τη Σεβάστεια στη Νίκαια»
Το πρώτο φωτογραφείο στον προσφυγικό συνοικισµό της Κοκκινιάς στήθηκε το 1923 από τους ∆ιλδιλιάν. Ο εγγονός του Τσολάκ ∆ιλδιλιάν, Άρµεν Μαρσουµπιάν, καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήµιο του Κονέκτικατ, µίλησε στο Documento για την ιδιαίτερη ιστορία της οικογένειάς του και το µεγάλης αξίας φωτογραφικό τους έργο.
«Οι ∆ιλδιλιάν είναι η οικογένειά µου από την πλευρά της µητέρας µου. Η καταγωγή τους εντοπίζεται στα µέσα της δεκαετίας του 1700 στην Ανατολία, στην αρχαία πόλη Σεβάστεια. Ασχολούνταν µε διάφορα επαγγέλµατα: σιδηρουργοί, έµποροι, υποδηµατοποιοί. Ο παππούς µου έµαθε την τέχνη της φωτογραφίας τη δεκαετία του 1880 και δηµιούργησε ένα επιτυχηµένο στούντιο στη Σεβάστεια και τελικά στη Μερζιφούντα κοντά στη Σαµψούντα. Ηταν φωτογράφος στο Κολέγιο Ανατόλια που διηύθυναν Αµερικανοί ιεραπόστολοι. Σταδιακά µαζί µε τον αδερφό και τον ξάδερφό του άνοιξαν υποκαταστήµατα στη Σαµψούντα, την Αµάσεια, στο Ικόνιο και στα Αδανα. Η οικογένεια ευηµερούσε µέχρι τον Α΄ Παγκόσµιο Πόλεµο, τη γενοκτονία των Αρµενίων και τον διωγµό των Ελλήνων. Επειδή η κυβέρνηση και ο οθωµανικός στρατός χρειάζονταν τις φωτογραφικές δεξιότητές του, ο ίδιος και η οικογένειά του δεν ακολούθησαν τις πορείες θανάτου. Οι προϋποθέσεις ήταν η ισλαµοποίηση και η υιοθέτηση της τουρκικής ταυτότητας. Απρόθυµα συµµορφώθηκαν και σώθηκαν – ωστόσο 70 µέλη της οικογένειάς τους χάθηκαν. Κατά τη διάρκεια του πολέµου διέσωσαν και έκρυψαν αρκετούς φυγάδες από τις πορείες θανάτου. Μετά τον πόλεµο ανέλαβαν τη φροντίδα εκατοντάδων ορφανών». Ο αδερφός του Τσολάκ Αράµ ίδρυσε ένα ορφανοτροφείο στη Σαµψούντα το οποίο υποστηρίχτηκε από την οργάνωση Near East Relief (Βοήθεια στην Εγγύς Ανατολή).
Η οικογένεια είχε µετακοµίσει στη Σαµψούντα κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεµο αλλά τον Νοέµβριο του 1922 δεν είχε άλλη επιλογή παρά να διαφύγει στην Ελλάδα µε πλοίο που ναύλωσε η οργάνωση. Μαζί µε πολλούς Αρµένιους και Ελληνες πρόσφυγες από την Ανατολία εγκαταστάθηκαν στην Κοκκινιά. Καθώς ήταν οικονοµικά πιο ευκατάστατοι από άλλους πρόσφυγες σύντοµα άνοιξαν φωτογραφικό στούντιο. Στις δεκαετίες του ’20 και του ’30 τα στούντιο έγιναν τρία, στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας. «Ωστόσο η οικονοµική ύφεση και η επιβαρυµένη υγεία του Τσολάκ ανάγκασαν την οικογένεια να περιοριστεί στο αρχικό φωτογραφείο της Κοκκινιάς. Ο Τσολάκ πέθανε από καρκίνο το 1935 και σύντοµα δύο από τα παιδιά του ανέλαβαν τις επιχειρήσεις. Ο θείος µου Χµαϊάγκ και η Αλις, η µητέρα µου, ανέλαβαν την επιχείρηση. Η γερµανική κατοχή έφερε συνθήκες κοινωνικής αποσύνθεσης, ελλείψεις τροφίµων, συλλήψεις, σφαγές της Γκεστάπο και βοµβαρδισµούς από τους συµµάχους» εξηγεί ο καθηγητής.
Σώζοντας αστικά μνημεία: H οικία Χουσεΐν Μπέη (ή Σπίτι του Δεσπότη) στα Ιωάννινα
Τελικά η οικογένειά του µετανάστευσε στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του 1940 παίρνοντας µαζί µέρος του αρχείου ενώ εκατοντάδες άλλες φωτογραφίες παρέµειναν σε µέλη της οικογένειας στην Ελλάδα. Η συλλογή που έχει ο Αρµεν Μαρσουµπιάν αριθµεί πάνω από δύο χιλιάδες εκτυπώσεις και εκατοντάδες αρνητικά. Οι περισσότερες από τις φωτογραφίες τους απεικονίζουν την Ελλάδα του 1920-1940. Το σύνολο των φωτογραφιών που παρουσιάζεται στην έκθεση είναι σχεδόν άγνωστο στην Ελλάδα. Ντοκουµέντο αποτελεί η φωτογραφική αποτύπωση του καταυλισµού της Κοκκινιάς από τις προσφυγικές σκηνές των πρώτων εβδοµάδων µέχρι την ανάδυση του συνοικισµού µε τις πρώτες µόνιµες κατασκευές, αλλά και ο σεισµός της Κορίνθου και η έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης.
Πωλ Φαρατζιάν: «Αποτυπώσεις με τρόπο εξπρεσιονιστικό»
Απευθύνθηκα στον Μάνο (Μανουέλ) Φαρατζιάν, γιο του Πωλ, για να µάθω περισσότερα σχετικά µε τον πατέρα του, στον οποίο δίνει ιδιαίτερο βάρος η έκθεση. Ο Πωλ ήρθε στην Ελλάδα µε τους γονείς του µετά την καταστροφή της Σµύρνης το 1922, όταν ήταν 11-12 χρόνων. «Ως έφηβος δούλεψε λούστρος και σε σφαγείο κουβαλώντας κρέατα στην πλάτη, αλλά είχε τη φιλοδοξία να κάνει κάτι παραπέρα. Η ενασχόλησή του µε τη φωτογραφία προέκυψε γιατί είχε ανησυχίες που υπερέβαιναν τις επαγγελµατικές του δραστηριότητες» λέει. Ετσι σε ηλικία 20 χρόνων περίπου απασχολήθηκε ως βοηθός του εβραϊκής καταγωγής φωτογράφου Πασκουάλε Στέλλα στον Πειραιά.
«Στην αρχή τον είχε για να σκουπίζει το µαγαζί. Κάποια στιγµή κατάφερε να µπει στο µαγικό χηµείο, όπως έλεγαν τον σκοτεινό θάλαµο, και αποτύπωσε στη µνήµη του οτιδήποτε έβλεπε». Το 1937 ανοίγει το δικό του φωτογραφείο στη Νέα Κοκκινιά, στην οδό Παναγή Τσαλδάρη στη Νίκαια (οδός Οκτώ τότε). «Λόγω του χαρακτήρα και της εξωστρέφειάς του το φωτογραφείο έγινε πολιτιστικό κέντρο. Μαζεύονταν ηθοποιοί, καλλιτέχνες, δηµοσιογράφοι και έκαναν συζητήσεις για τέχνη, φιλοσοφία αλλά και αµπελοφιλοσοφία. Οι αναµνήσεις µου είναι εξαιρετικά έντονες κυρίως από τα πρόσωπα που περνούσαν από εκεί: o ηθοποιός Μιχάλης Νικολινάκος (Μισέλ), ο Αθηνόδωρος Προύσαλης και πολλοί άλλοι» θυµάται ο Μάνος Φαρατζιάν.
Οι φωτογραφίες του Πωλ ήταν όλες τραβηγµένες µέσα στο στούντιο. «Ακόµη όµως και οι απλές φωτογραφίες ταυτότητας είχαν κάτι το καλλιτεχνικό» λέει ο γιος του. Και δεν περιορίστηκε εκεί. Εχοντας καλλιτεχνικές ανησυχίες στράφηκε στην ελεύθερη δηµιουργία ερευνώντας την έντονη αντίθεση φωτός – σκιάς και τις εικαστικές δυνατότητες του πορτρέτου. Μάλιστα κάποιες φωτογραφίες του είχαν βραβευτεί σε διεθνείς φωτογραφικούς διαγωνισµούς. Τα οικονοµικά του Αρµένη φωτογράφου δεν επαρκούσαν για την αγορά φωτογραφικού εξοπλισµού εξωτερικών χώρων. «Τότε η αγορά τέτοιας µηχανής απαιτούσε µια περιουσία. Αυτή που χρησιµοποιούσε στο µαγαζί ήταν αυτοσχέδια. Αγόρασε έναν µεταχειρισµένο φακό και τον προσάρµοσε σε ένα ξύλινο κουτί που είχε φτιάξει ο ίδιος µε µαύρο πανί από πίσω για να βάζει µέσα το κεφάλι του».
Από κοινού µε τον Μιχάλη Νικολινάκο κινηµατογράφησαν τον Οκτώβριο του ’44 τη διαδροµή από τη Νίκαια µέχρι το εργοστάσιο της Ηλεκτρικής στο Κερατσίνι όπου εργαζόµενοι της µονάδας και στρατιώτες του ΕΛΑΣ µάχονταν για να το κρατήσουν όρθιο. «Οι Γερµανοί ήθελαν να τινάξουν στον αέρα το εργοστάσιο προτού φύγουν για να αφήσουν πίσω τους αποκαΐδια – όπως συνήθιζαν και συνηθίζουν». ∆υστυχώς αυτή η ταινία-ντοκουµέντο δεν έχει βρεθεί. Εχοντας βιώσει και ο ίδιος µικρός την Κατοχή ανακαλεί στη µνήµη του την αντιµετώπιση που είχε ο πατέρας του. «Οι Γερµανοί τον θεωρούσαν αριστερό. Στον Εµφύλιο οι αριστεροί υποψιάζονταν ότι µπορεί να ήταν κρυπτοφασίστας γιατί είχε φωτογραφήσει Ιταλούς στο στούντιό του».
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 επιµελήθηκε τον φωτισµό σε γνωστές κινηµατογραφικές ταινίες, µε σπουδαιότερη τη συνεργασία του µε τον Γρηγόρη Γρηγορίου στο «Πικρό ψωµί». Ο Πωλ διατήρησε το µαγαζί έως τον θάνατό του το 1979, σε ηλικία 69 χρόνων. Σήµερα στη θέση του δεσπόζει ένα µπαρ. «Το µόνο που µε στενοχωρεί που δεν ακολούθησα το επάγγελµά του είναι ότι θα συνέχιζα κάτι που µε πολύ κόπο ένας πρόσφυγας ξεκίνησε µε πενταροδεκάρες. Αυτό µε πονάει» µου λέει κλείνοντας την κουβέντα.
INFΟ Δημοτική Πινακοθήκη Νίκαιας (Ραιδεστού 32), έως 12/4
*Το ρεπορτάζ δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Documento