Δόθηκε χτες στη δημοσιότητα η έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη, και αν κάτι κάνει μεγάλη εντύπωση, είναι το πόσο πολύ μοιάζει κατά τους στόχους και τις προτάσεις της με ό,τι έχουμε ακούσει, ξανά και ξανά, τα τελευταία 20 χρόνια: υποσχέσεις για σύγκλιση του κατά κεφαλήν εισοδήματος της Ελλάδας με τους μέσους ευρωπαϊκούς όρους, αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, μεγαλύτερη εξωστρέφεια, ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, βελτίωση περιβαλλοντικών επιδόσεων, μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και της φορολογίας, επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης κλπ κλπ.
Υπόσχεση για ανάπτυξη 3.5%
Η βασική υπόσχεση της έκθεσης Πισσαρίδη είναι πως είναι εφικτή μια ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 3,5% τη δεκαετία 2020-2030, μέσω της ετήσιας αύξησης της απασχόλησης κατά 1% και της ετήσιας αύξησης της παραγωγικότητας κατά 2.5%. Εάν οι δύο αυτοί στόχοι επιτευχθούν, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης θα ανέλθει ως το 2030 στο 81% του μέσου όρου της ΕΕ από 67% που ήταν το 2019 ενώ η ανεργία θα περιοριστεί στο 7% από 17,2% που ήταν το 2019. Οι εξαγωγές προβλέπεται να αυξηθούν κατά 90% και το μερίδιο τους στο ΑΕΠ να ανέλθει από το 37.2% του 2019 στο 50.5%.
Αντίθετα, αν δεν κάνουμε όσα προτείνει η έκθεση Πισσαρίδη, η αναπτυξιακή δυναμική της Ελλάδας θα είναι αδύναμη, λόγω της βαθιάς ύφεσης της προηγούμενης δεκαετίας και των συνεπειών της πανδημίας.
Τι προτείνει όμως η Επιτροπή Πισσαρίδη για να τα πετύχουμε όλα αυτά; Εδώ μέτρα σωστά όπως για παράδειγμα, η ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση των αποσβέσεων για επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό και καινοτομία, η μείωση του κόστους παραγωγής στη μεταποίηση (αίτημα της βιομηχανίας από το 2012, που παραμένει ακόμη σε εκκρεμότητα) και η απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης (όπου την πολλή δουλειά την έκανε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ), αναμειγνύονται με προτάσεις για δράσεις έτσι κι αλλιώς επιβεβλημένες από τις βασικές πολιτικές κατευθύνσεις του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης (ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων, βελτίωση ψηφιακών υποδομών στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα) και γνωστές τοις πάσι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που πλήττουν τα χαμηλά εισοδήματα.
Φορολογικές αλλαγές, σε βάρος των χαμηλόμισθων
Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων που προτείνονται από την έκθεση Πισσαρίδη, και μάλιστα ως μέτρα πρώτης προτεραιότητας, είναι:
· Η ριζική αλλαγή του φορολογικού και ασφαλιστικού συστήματος, με μείωση του κόστους εργασίας από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Η πρόταση αυτή, που στους πολιτικά ανυποψίαστους θα μπορούσε να ακουστεί έως και καλή, περιλαμβάνει τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών (έχει δρομολογηθεί για να εφαρμοστεί από 1/1/2021), την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, τη μείωση του ανώτατου ορίου ασφαλιστέου εισοδήματος, την ενσωμάτωση των εισοδημάτων σε ενιαία φορολογική κλίμακα και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Σε απλά ελληνικά, όλα αυτά σημαίνουν μείωση του ασφαλιστικού και φορολογικού βάρους για τις επιχειρήσεις και τα υψηλότερα εισοδήματα και αύξηση των φόρων για τη μεγάλη δεξαμενή των χαμηλόμισθων και χαμηλοσυνταξιούχων που σήμερα καλύπτονται από το αφορολόγητο.
· Η ενίσχυση της αναλογικότητας του δημόσιου διανεμητικού πυλώνα κοινωνικής ασφάλισης και η εισαγωγή της ιδιωτικής ασφάλισης ως δεύτερου και τρίτου πυλώνα με κίνητρα για ιδιωτικές αποταμιεύσεις. Και με αυτή την μεταρρύθμιση πρόβλημα θα έχουν όμως μόνον οι χαμηλόμισθοι – που στην Ελλάδα είναι πια η πλειοψηφία – καθώς θα λαμβάνουν μειωμένες κύριες συντάξεις και ίσως καθόλου επικουρικές.
Το ανακάτεμα που θολώνει τα «νερά»
Ο κατάλογος της έκθεσης Πισσαρίδη που ανακατεύει από τη μια ένα πλήθος από σωστά μέτρα (π.χ. επιτάχυνση απονομής δικαιοσύνης), και από την άλλη μία ομάδα από νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις (π.χ. νέα προγράμματα και δομές κατάρτισης ανέργων) είναι ατελείωτος, η ουσία της υπόθεσης όμως είναι μάλλον εκεί, στο ανακάτεμα. Διότι χάρη σε αυτό το ανακάτεμα η έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη γίνεται χρήσιμο πολιτικό εργαλείο για την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και περνάει ως δήθεν ουδέτερη τεχνοκρατική εισήγηση, που μπορεί η κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει για να περάσει όσες μεταρρυθμίσεις από τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα της μπορεί.