Οπως κάθε χρόνο, με την είσοδο της νέας χρονιάς ο ΟΟΣΑ έδωσε στη δημοσιότητα τις εκθέσεις για την πορεία της οικονομίας των κρατών-μελών του. Στην Ελλάδα όμως ειδικά φέτος, έπειτα από ελληνικό αίτημα για την ίδρυση ενός κέντρου του ΟΟΣΑ στα Χανιά που θα κάνει έρευνες για τους πληθυσμούς και τη μετανάστευση, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έφερε τον γενικό γραμματέα του ΟΟΣΑ Ματίας Κόρμαν για να παρουσιάσει την έκθεση αυτοπροσώπως ώστε να του αποσπάσει ένα δυο καλά λόγια για την ελληνική οικονομία μπροστά στις κάμερες και ενόψει εκλογών, να βγει και ο ίδιος να δηλώσει ότι η επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα θα έρθει εντός του 2023, ως επιστέγασμα της επιτυχημένης οικονομικής πολιτικής της ΝΔ.
Πίσω από τα προεκλογικά πανηγυράκια, ωστόσο, το κείμενο της έκθεσης του ΟΟΣΑ, αν και αναγνωρίζει την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας που επιτεύχθηκε μες στο 2022 σε ό,τι αφορά την εκκαθάριση των τραπεζών από τα «κόκκινα» δάνεια και την απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, περιλαμβάνει σοβαρές αρνητικές προβλέψεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας κατά την επόμενη διετία αλλά και ισχυρές αιχμές για την κυβέρνηση σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες και την ενέργεια.
Χαμηλές πτήσεις ακόμη και στις επενδύσεις
Συγκεκριμένα λοιπόν η έκθεση του ΟΟΣΑ προβλέπει ότι από το 2023 πάνω στην ελληνική οικονομία, που στηρίζεται κατά 70% στην κατανάλωση, θα αρχίσει να βαραίνει η μείωση των πραγματικών εισοδημάτων (-4,7% στο εντεκάμηνο Ιανουαρίου – Νοεμβρίου βάσει των στοιχειών της ΤτΕ) λόγω του πληθωρισμού, με αποτέλεσμα την επιβράδυνση της ανάπτυξης σε 1,1% το 2023 και σε 1,8% το 2024, λόγω του παγώματος της ιδιωτικής κατανάλωσης (που προβλέπεται να αυξηθεί οριακά 0,5% το 2023 και 1,4% το 2024). Ενώ δεν συμμερίζεται τις προσδοκίες της κυβέρνησης και αντί της κυβερνητικής εκτίμησης για αύξηση επενδύσεων 15,5% το 2023 βλέπει αύξηση μόλις 2,5% το 2023 και 5% το 2024.
Το πιο ανησυχητικό στοιχείο της έκθεσης είναι η πρόβλεψη για περαιτέρω άνοδο του εξωτερικού ελλείμματος της χώρας από το δυσθεώρητο 7,1% (όπου εκτοξεύτηκε το 2022 για πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια) σε 8,9% το 2023 και 8,8% το 2024. Η εκτίμηση αυτή, αν και δεν συμφωνεί με τα ιστορικά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας που δείχνουν ότι το εξωτερικό έλλειμμα αυξάνεται σε περιόδους ανάπτυξης και μειώνεται σε περιόδους επιβράδυνσης, υπάρχει περίπτωση να επαληθευτεί, επειδή ο τύπος ανάπτυξης που έχει επιλέξει η κυβέρνηση της ΝΔ λόγω της χαμηλής επάρκειας της χώρας σε παραγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών, δηλαδή με συρρικνωμένα εισοδήματα και μόνο μέσω της αύξησης των επενδύσεων, βασίζεται κυρίως στις εισαγωγές, που αυξάνουν το εμπορικό έλλειμμα, ενώ το ίδιο κάνει η τρέχουσα ενεργειακή πολιτική (εισάγουμε εξοπλισμό για νέες ΑΠΕ, εισάγουμε φυσικό αέριο ακόμη σε υψηλές τιμές, εισάγουμε ακόμη και ρεύμα από τους γείτονες).
Οι βαριές επιπτώσεις στην τσέπη μας
Και τι μας νοιάζει εμάς αν το εξωτερικό έλλειμμα της χώρας είναι στα ουράνια; Μας νοιάζει και μάλιστα πάρα πολύ αν «είμαστε εξαρτημένοι από τον μισθό μας», καθώς στο πλαίσιο του ευρώ, ενός νομίσματος που δεν υποτιμάται με πολιτική απόφαση της Αθήνας, και με δεδομένη την ισχνή παραγωγική βάση της χώρας, ο μόνος τρόπος να μαζευτεί το εξωτερικό έλλειμμα είναι η εσωτερική υποτίμηση: δηλαδή η μείωση της τιμής των ελληνικών αγαθών και υπηρεσιών μέσω της συμπίεσης του κόστους εργασίας, με δυο λόγια η μείωση των πραγματικών μισθών μας. Αυτό μπορεί να γίνει είτε όπως στα χρόνια των μνημονίων –με περικοπές ακόμη και των ονομαστικών μισθών– είτε όπως το 2022, κατά το οποίο με μέσο πληθωρισμό 10% οι αυξήσεις μισθών περιορίστηκαν σε μόλις 1,2%, προκειμένου, όπως διαπίστωσε και η ΤτΕ στην Ενδιάμεση Εκθεσή της, να μην οπισθοχωρήσει η ανταγωνιστικότητα της χώρας μέσω της συγκράτησης του κόστους εργασίας. Γι’ αυτό τον λόγο, λοιπόν, η μόνη προοπτική που δίνει η εκτόξευση του εμπορικού ελλείμματος είναι η περαιτέρω εκπτώχευση της χώρας – που με κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης (PPS) στο 64,6% του μέσου όρου της ΕΕ των 27, το 2021 ήταν ήδη μια χώρα με εργαζόμενους που αμείβονταν πολύ χαμηλά συγκριτικά με τα επίπεδα των τιμών.
Αιχμές κατά των κυβερνητικών πολιτικών
Τέλος, αξίζει να ξεχωρίσουμε μέσα στην έκθεση τις κριτικές αιχμές που διατυπώνει ο ΟΟΣΑ ενάντια σε τρεις βασικές πολιτικές της ΝΔ και συγκεκριμένα:
Πρώτον, το σύστημα των δημόσιων συμβάσεων της κυβέρνησης της ΝΔ, με το οποίο ο κάθε φορέας δίνει ό,τι θέλει κι όπου θέλει χωρίς να λογοδοτεί, ώστε να περνούν τα έργα και οι προμήθειες σε φιλικά προς την κυβέρνηση πρόσωπα με απευθείας αναθέσεις.
Δεύτερον, τη μονομερή έμφαση στους οδικούς άξονες και στις ενεργοβόρες οδικές μεταφορές, με σύσταση για αύξηση των επενδύσεων στις πολύ πιο αποδοτικές ενεργειακά δημόσιες συγκοινωνίες και στο σιδηροδρομικό δίκτυο.
Τρίτον, την κυβερνητική πολιτική στην ενέργεια. Οπου τονίζεται ότι η Ελλάδα στη διετία 2021-22 είχε τις υψηλότερες τιμές χονδρικής ρεύματος ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ και από τις υψηλότερες στην Ευρώπη λόγω της εξάρτησης της ηλεκτροπαραγωγής από το φυσικό αέριο, ότι υπάρχει έλλειμμα ανταγωνισμού στη χονδρική και λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και ότι είναι απολύτως απαραίτητο να κατοχυρωθεί η πλήρης ανεξαρτησία της ΡΑΕ από την κυβέρνηση και να διοικείται από ανεξάρτητη επιτροπή.