Εκμετάλλευση – ανισότητα – φτώχεια

¸

To πιο βασικό στοιχείο μιας καπιταλιστικής οικονομίας είναι η εκμετάλλευση των μισθωτών εργαζομένων από το κεφάλαιο που τους απασχολεί. Για το κάθε ατομικό κεφάλαιο η απασχόληση αυτή είναι το απαραίτητο μέσο για να αποσπάσει υπεραξία που μετατρέπεται σε κέρδη και του επιτρέπουν να μεγαλώσει και να ανταγωνιστεί από καλύτερη θέση τα αντίπαλα κεφάλαια, ενώ για τους εργάτες είναι το μοναδικό μέσο για να εξασφαλίσουν την αναπαραγωγή τους.

Η εκμετάλλευση συνίσταται στο ότι ο εργάτης-παραγωγός δημιουργεί το σύνολο της νέας αξίας/εισοδήματος αλλά συστηματικά αμείβεται μόνο με ένα μέρος αυτής της αξίας, την αξία της εργασιακής του δύναμης (το υπόλοιπο γίνεται υπεραξία), για λόγους που έχουν να κάνουν με την ανύπαρκτη (μεμονωμένα) ή χαμηλή (συλλογικά) διαπραγματευτική του δύναμη απέναντι στο κεφάλαιο, την ανάγκη του για δουλειά, την έλλειψη αποταμιεύσεων, τη μόνιμη παρουσία του εφεδρικού στρατού εργασίας, το νομικό πλαίσιο, την κυρίαρχη ιδεολογία και το ποια τάξη ελέγχει την αστυνομία, τον στρατό και τους άλλους κατασταλτικούς μηχανισμούς. Για τον Μαρξ ο πραγματικός μισθός που αντιστοιχεί στην αξία της εργασιακής δύναμης μπορεί να αυξάνεται, να μειώνεται ή να μένει στάσιμος, αλλά σίγουρα ο λόγος της υπεραξίας προς το μεταβλητό κεφάλαιο, το ποσοστό εκμετάλλευσης, έχει ανοδική τάση διαχρονικά: αυτός είναι ο νόμος της σχετικής εξαθλίωσης της εργατικής τάξης.

Από εμπειρικές μελέτες ξέρουμε ότι γι’ αυτή την αυξητική τάση δεν έχει και τόση σημασία η πολιτική μορφή διακυβέρνησης μιας καπιταλιστικής χώρας: το ποσοστό υπεραξίας στη σύγχρονη Ελλάδα είναι μεγαλύτερο από αυτό της επτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας και το ίδιο ισχύει για τη σύγχρονη Ισπανία σε σχέση με την περίοδο της φρανκικής δικτατορίας. Ο εκμεταλλευτικός χαρακτήρας του καπιταλιστικού συστήματος είναι κομβικό στοιχείο για τα κομμουνιστικά κόμματα και επειδή είναι απότοκος της δομής της οικονομικής βάσης του, ο στόχος τους δεν είναι τίποτε λιγότερο από την κατάργηση της εκμετάλλευσης, δηλαδή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Φυσικά, περισσότερη συζήτηση γίνεται για την (εισοδηματική) ανισότητα στο σύνολο των νοικοκυριών και όχι απαραίτητα μεταξύ κοινωνικών τάξεων και τη σχετική φτώχεια (ή τον κίνδυνο φτώχειας, όπως αποκαλείται τελευταία). Ανισότητα και σχετική φτώχεια είναι ουσιαστικά ισοδύναμες έννοιες και έχουν να κάνουν με τον βαθμό διασποράς που χαρακτηρίζει το σύνολο των εισοδημάτων των νοικοκυριών άσχετα από το ύψος τους και την αγοραστική δύναμή τους. Ετσι, χρησιμοποιώντας τον ίδιο ορισμό, φτωχός στην Ελλάδα το 2020 ήταν όποιος είχε εισόδημα κάτω από 5.251 ευρώ (κάτω από 11.028 το τετραμελές νοικοκυριό), ενώ στη Γερμανία κάτω από 15.009 ευρώ (κάτω από 31.520 το τετραμελές).

Με αυτά τα κριτήρια, 19,6% του πληθυσμού στην Ελλάδα και 15,8% στη Γερμανία κατατάσσονταν στους φτωχούς. Το τι αγοράζει ή δεν μπορεί να αγοράσει το κάθε κατώφλι/όριο φτώχειας δεν εξετάζεται, σημασία έχει μόνο η απόσταση του εισοδήματος κάθε νοικοκυριού (αν είναι μικρότερο από 60%) από το εθνικό διάμεσο εισόδημα. Να σημειωθεί ότι από το 2020 τα εισοδήματα έχουν παραμείνει στάσιμα ή έχουν μειωθεί (ο καθαρός μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα ήταν 820 ευρώ και 954 ευρώ μεικτά τον Οκτώβριο του 2021), ενώ είναι γνωστό πόσο έχουν αυξηθεί από τότε οι τιμές των βασικών αγαθών. Η σοσιαλδημοκρατία έχει σαν στρατηγικό στόχο τη μείωση των ανισοτήτων διατηρώντας άθικτες τις σχέσεις παραγωγής, ενώ οι νεοφιλελεύθεροι (και όχι μόνο) θεωρούν τις ανισότητες θετικό και προωθητικό στοιχείο της δημιουργίας πλούτου.

Τα φαινόμενα των ημερών όμως, ιδίως στην Ελλάδα, σχετίζονται με ακόμη πιο αρνητικές εξελίξεις για την πλειονότητα του πληθυσμού. Η εκμετάλλευση, η ανισότητα και η σχετική φτώχεια, όσο επώδυνες κι αν είναι, δεν υποδηλώνουν αναγκαστικά και απόλυτη φτώχεια, δηλαδή αδυναμία να εξασφαλιστούν τα ελάχιστα αναγκαία προς το ζην. Αυτή είναι η φτώχεια με την παραδοσιακή έννοια του όρου, όταν δηλαδή τα ονομαστικά εισοδήματα και ιδίως οι τυπικοί μέσοι μισθοί αλλά και οι συντάξεις και τα επιδόματα ανεργίας από τα οποία εξαρτάται το βιοτικό επίπεδο της πλειονότητας του πληθυσμού δεν επαρκούν για να αγοράσουν το καλάθι εκείνο με τις ελάχιστες απαραίτητες (φυσιολογικά και κοινωνικά) αξίες χρήσης, βάζοντας σε κίνδυνο την ομαλή αναπαραγωγή του μέσου νοικοκυριού.

Από τα στοιχεία για τη σχετική φτώχεια αντιλαμβανόμαστε ότι το ένα πέμπτο του πληθυσμού διαβιεί με μηνιαία εισοδήματα μικρότερα από 440 ευρώ το μονομελές και μικρότερα από 920 ευρώ το τετραμελές νοικοκυριό. Είναι προφανές, αν προσθέσει κανείς το ελάχιστο αποδεκτό κόστος για τροφή, ένδυση, στέγαση κ.λπ. (που αυξάνεται μέρα με τη μέρα σημαντικά), ότι το απαιτούμενο εισόδημα που προκύπτει είναι σαφώς μεγαλύτερο από τα όρια της σχετικής φτώχειας, οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι πολύ πάνω από το ένα πέμπτο του πληθυσμού βρίσκεται σε κατάσταση απόλυτης φτώχειας και σίγουρα μη αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση που το κίνητρο του κέρδους έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις ανθρώπινες ανάγκες και δεν είναι καθόλου απίθανο την ιδεολογική απονομιμοποίηση του συστήματος να την πετύχει αυτός ο εκρηκτικός συνδυασμός σκληρής εκμετάλλευσης και εκτεταμένης απόλυτης φτώχειας.

O Θανάσης Μανιάτης είναι καθηγητής στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ