Εκλογικός νόμος: Πρώτος και κύριος στόχος «η ΝΔ του Μητσοτάκη»

Τι κρύβουν η αλλαγή του εκλογικού νόμου και η πριμοδότηση του πρώτου κόμματος

Προδήλως αντισυνταγματικός και εξόχως αντιδημοκρατικός, ο κατ’ ευφημισμόν «νέος» εκλογικός νόμος έρχεται από τα παλιά και συνεχίζει την παράδοση των καλπονοθευτικών συστημάτων της μεταπολίτευσης που κορυφώθηκαν με τον νόμο Παυλόπουλου και συνέβαλαν στη διαμόρφωση του φαύλου πολιτικού συστήματος που οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία.

Παράλληλα, ο νέος εκλογικός νόμος, που τελικά εμφάνισε απομονωμένη τη ΝΔ να συμπλέει με την Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου, σε συνδυασμό με τη σπουδή που έδειξε η κυβέρνηση να τον ψηφίσει υποκρύπτει τις πολιτικές μεθοδεύσεις του νεομητσοτακικού συστήματος εξουσίας για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες.

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει κατ’ επανάληψη δηλώσει ότι «οι επόμενες εκλογές θα είναι διπλές». Η πρώτη αναμέτρηση θα είναι με την απλή αναλογική που θέσπισε ο ΣΥΡΙΖΑ και επειδή φυσικά δεν θα εκλεγεί αυτοδύναμη κυβέρνηση, θα επαναληφθεί με τον νόμο που ψηφίστηκε προχθές στη Βουλή. Ενδεικτικό των προθέσεων είναι ότι το θέμα των πρόωρων εκλογών έβαλε στην ατζέντα ο Κυρ. Μητσοτάκης με την ερώτηση της ΕΡΤ στη ΔΕΘ, παρότι η απάντηση ήταν η στερεότυπη σε αυτές τις περιπτώσεις, περί εξάντλησης της τετραετίας.

Ο σχεδιασμός είναι παλαιότερος, χρονολογείται ήδη πριν από τις ευρωεκλογές και αποδίδεται στον τότε σύμβουλο στρατηγικής και νυν υπουργό Εσωτερικών Τάκη Θεοδωρικάκο – ο οποίος επαναπροσεγγίζει το Μέγαρο Μαξίμου, συμμετέχοντας ενίοτε στον πρωινό καφέ. Σύμφωνα με αυτό τον σχεδιασμό, το καλύτερο που μπορεί να πετύχει μια κυβέρνηση στις παρούσες συνθήκες, όπου η κρίση δεν έχει ξεπεραστεί, είναι τα 2+4 χρόνια στην εξουσία. Ητοι, πρόωρες εκλογές λίγο πριν ή λίγο μετά τη διετία προκειμένου να εξασφαλιστεί μια απρόσκοπτη τετραετία.

Ολα αυτά στηρίζονται στην εκτίμηση ότι μέχρι τη διετία η κυβέρνηση, με τη στήριξη του θηριώδους επικοινωνιακού μηχανισμού που προσφέρουν εθελουσίως τα ιδιωτικά ΜΜΕ –τα οποία συμπεριφέρονται σαν εξωθεσμικός παράγοντας νόθευσης της δημοκρατικής λειτουργίας του πολιτεύματος–, θα έχει καθαρό προβάδισμα έναντι του δεύτερου κόμματος, έτσι ώστε να μπορεί να καθορίσει τις εξελίξεις μετά την πρώτη εκλογική αναμέτρηση. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να παρέλθει ένα έτος από τις τελευταίες εκλογές, ώστε να μη σχηματιστεί υπηρεσιακή κυβέρνηση ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη εκλογή.

Επισπεύδονται οι εξελίξεις

Το παραμύθι δεν έχει δράκο. Αφού ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ζητά εκλογές, ο Κυρ. Μητσοτάκης θα έχει δυσκολία να διαμορφώσει το αντίστοιχο πολιτικό κλίμα και να τις δικαιολογήσει. Αλλά γι’ αυτό υπάρχουν και τα συστημικά Μέσα. Σε κάθε περίπτωση, το σενάριο έχει πολλά κενά καθώς η κυβέρνηση αποδομείται με ταχείς ρυθμούς. Η αποδόμηση ξεκίνησε από το προσφυγικό-μεταναστευτικό, συνεχίστηκε με τα εθνικά θέματα, με σταθμό το φιάσκο του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ και τον υποτιμητικό αποκλεισμό της χώρας από τη διάσκεψη του Βερολίνου, αλλά σταδιακά επεκτείνεται και στην οικονομία, στο ασφαλιστικό, στην επιδοματική πολιτική. Η διάψευση των προσδοκιών φέρνει πιο κοντά το σενάριο των πρόωρων εκλογών.

Σε αυτά μπορούν να προστεθούν οι εσωκομματικοί κραδασμοί από τη βραδείας καύσεως αντίδρασητης σαμαρικής πτέρυγας μετά την απογοήτευση για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Βουλευτές της ΝΔ λένε κατηγορηματικά ότι «ενδεχόμενη υποχωρητική πολιτική έναντι της Τουρκίας με παραπομπή στη Χάγη θα μας βρει αντίθετους». Κομματικά στελέχη προβλέπουν ότι μέχρι να κλείσει η τετραετία θα υπάρξει πολιτικός φορέας που να εκφράζει τη νέα Δεξιά στα καθ’ ημάς.

Στα παρασκήνια του «επιτελικού κράτους» γίνονται συζητήσεις «για εκλογές που θα επιβεβαιώσουν την κυριαρχία Μητσοτάκη και θα του επιτρέψουν να κόψει ολοσχερώς τους δεσμούς με την “παλιά ΝΔ”».

Η κυβέρνηση θα ήθελε να έχει τη συμφωνία και του ΚΙΝΑΛ στην ψήφιση του εκλογικού νόμου, ώστε να εμφανίσει απομονωμένο τον ΣΥΡΙΖΑ. Το είχε πει ο Κυρ. Μητσοτάκης στο γεύμα με τους πολιτικούς συντάκτες ότι «είναι κοντά με την πρόταση της Φώφης Γεννηματά» και ότι θα ήθελε συναίνεση. Ωστόσο το ΚΙΝΑΛ διαχώρισε τη θέση του όταν κατάλαβε ότι ο Κυρ. Μητσοτάκης κατεβάζοντας το ποσοστό της αυτοδυναμίας στο 36-38% απλώς τους ήθελε σαν παρακολούθημά του μέχρι την πολιτική τους αυτοκτονία. Ανοίγει έτσι ένα δύσκολο πεδίο για το ΚΙΝΑΛ. Εάν με την απλή αναλογική προκύψει προοπτική κυβέρνησης συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, θα μετάσχει ή θα οδηγήσει σε δεύτερη εκλογική αναμέτρηση και αυτοδυναμία του όποιου πρώτου κόμματος; Μια τέτοια προοπτική σε κάθε περίπτωση καθορίζει τη συμπεριφορά του ΚΙΝΑΛ και γενικότερα των μικρών κομμάτων έναντι των μεγαλύτερων μέχρι τις εκλογές.

To φαύλο παρελθόν

Για να υπάρχουν πιθανότητες ευόδωσης των σχεδίων του κυβερνητικού περιβάλλοντος θα πρέπει να αλλάξει η απλή αναλογική. Ο νέος νόμος αναπαράγει τον αποκλεισμό των συνασπισμών κομμάτων από τη Βουλή και έτσι αποτρέπει τις προγραμματικές συγκλίσεις μεταξύ ομοειδών πολιτικών φορέων. Επαναφέρει την ανισότητα της ψήφου, ενώ δίνει τη δυνατότητα σε ένα κόμμα που θα συγκεντρώσει 36-38% να σχηματίσει κυβέρνηση. Ετσι, δύο κόμματα (μπορεί να είναι το δεύτερο και το τρίτο) τα οποία θα συγκεντρώσουν το 50% στην κάλπη δεν θα μπορούν από κοινού να σχηματίσουν κυβέρνηση, ενώ το κόμμα με λίγο περισσότερο από το ένα τρίτο των ψήφων θα κάνει αυτοδύναμη κυβέρνηση.

Επιπροσθέτως στερεί από την αξιωματική αντιπολίτευση, ακόμη και με υψηλό ποσοστό, τη δυνατότητα να συγκεντρώσει τις 120 έδρες, τα δύο πέμπτα του συνολικού αριθμού, που απαιτούνται για μια σειρά κοινοβουλευτικές δράσεις. Το επιχείρημα είναι η κυβερνησιμότητα, που προβάλλεται περίπου ως φάρμακο διά πάσαν νόσον. Ωστόσο η πρόσφατη ιστορία της χώρας διαψεύδει τη σχετική ρητορική κι ας την παραβλέπουν τα συστημικά Μέσα. Από το 1975 μέχρι και το 2009 η χώρα κυβερνήθηκε από αυτοδύναμες κυβερνήσεις με τα γνωστά αποτελέσματα. Από το 2012 η χώρα κυβερνήθηκε διαδοχικά από κυβερνήσεις συνασπισμού, που, παρά την κατασυκοφάντησή τους, την οδήγησαν σε έξοδο από τα μνημόνια και σε δημοσιονομική εξισορρόπηση.