Αστυνομική βία, βασανισμοί, κοινωνικοί αποκλεισμοί, ρατσισμός και εσχάτως δολοφονία διαμορφώνουν το δυσβάσταχτο στίγμα διαβίωσης για τους Ελληνες Ρομά
Τετάρτη απόγευμα. Ανηφορίζουμε τον καταυλισμό του Ασπρόπυργου όπου διαβιούν εκατοντάδες Ρομά. Οι εικόνες που αντικρίζουμε θυμίζουν τριτοκοσμική χώρα. Μπάζα κάθε είδους βρίσκονται παντού τριγύρω μας. Σχηματίζουν σωρούς. Είναι φανερό ότι δεν έχει περάσει σκουπιδιάρικο εδώ και χρόνια. Λίγο πιο μακριά αρχίζουν να γίνονται ορατά τα σπίτια των ανθρώπων. Σπίτια τα ονομάζουν οι ίδιοι, γιατί στην πραγματικότητα πρόκειται για παραπήγματα. Αντί για τοίχους έχουν χαρτόνια και πλαστικό. Δεν έχουν νερό ή ρεύμα. Τα περισσότερα δεν έχουν ούτε έπιπλα.
Φτάνουμε στο σπίτι της οικογένειας του Νίκου Σαμπάνη τη στιγμή που μόλις φέρνουν τη σορό του. Κόσμος συρρέει μέσα στο σπίτι για να τον δει και να στηρίξει τους δικούς του. Διακρίνεται η σύζυγός του και ο αδερφός του να κλαίνε σπαρακτικά. Ανθρωποι που μόλις έχουν αντικρίσει τον νεκρό βγαίνουν από το σπίτι κλαίγοντας. Τον νεκρό τον οποίο δεν επιτράπηκε καν στην οικογένειά του να θάψει στο νεκροταφείο του Ασπροπύργου. «Σκότωσαν το παιδί» φωνάζουν κάποιοι. Αλλοι περιφέρονται βουβοί και αμήχανοι, άλλοι εκφράζουν την οργή τους. Εκεί όπου έχουν αφεθεί να ζουν, στο περιθώριο. Εκεί που η ζωή έχει μικρότερη αξία για το κράτος. Εκεί που ο Νίκος επέστρεψε νεκρός.
«Πώς να στείλεις το ξυπόλυτο παιδί σου στο σχολείο;»
Αρχίζουμε να κατηφορίζουμε από τον καταυλισμό. Παιδιά έρχονται να παίξουν μαζί μας. Η 13χρονη Σαβίνα κρατάει στην αγκαλιά της το ανιψάκι της. Μας χαιρετάνε ενώ φεύγουμε. Το βλέμμα τους πετάει φλόγες. Λίγο αργότερα φτάνουμε στο σπίτι της Δέσποινας Τσιρικλό στη Νέα Ζωή Ασπροπύργου. Είναι διαμεσολαβήτρια και έρχεται σε άμεση επαφή με τους Ρομά που ζουν στον κοντινό καταυλισμό. Τη ρωτήσαμε για τις συνθήκες διαβίωσης εκεί: «Κανείς δεν θέλει να ζει έτσι. Μας έχουν ξεχάσει. Μας θυμούνται μόνο σε εκλογές. Είναι ψέμα ότι οι Ρομά δεν αφήνουν τα παιδιά τους να πάνε σχολείο. Μόνο ορισμένα δεν μπορούν να πάνε, γιατί όταν το παιδί σου είναι ξυπόλυτο πώς να το στείλεις στο σχολείο; Γι’ αυτή την εγκατάλειψη πιο πολύ ευθύνεται ο δήμος. Πρέπει να βάλει στον καταυλισμό ρεύμα και νερό. Δεν υπάρχει καμία φροντίδα για καθαριότητα. Τα σκουπίδια βρίσκονται παντού».
Μαζί μας βρίσκεται και η Ματίνα Βαβούλη, διευθύντρια του 7ου Δημοτικού Σχολείου Ασπροπύργου. Μας μιλάει για το σχολείο της: «Είναι 18αθέσιο και έχει περίπου 400 παιδιά. Υπάρχει διαρροή παιδιών περίπου στο 10%. Πρόκειται κυρίως για κορίτσια που παντρεύονται. Διδάσκουμε παιδιά που η μητρική τους γλώσσα δεν είναι τα ελληνικά. Το πολιτισμικό τους επίπεδο είναι χαμηλό και οι εμπειρίες περιορισμένες. Δύσκολο να τους μιλήσουμε για έννοιες όπως η δημοκρατία. Πρέπει να απλοποιηθεί για να το καταλάβουν. Δεν μας έχει βοηθήσει η πολιτεία μέσω της διαμόρφωσης ενός διαφορετικού εκπαιδευτικού προγράμματος».
Παράλληλα, οι συνθήκες διαβίωσης επιδρούν στη φοίτηση. «Οταν βρέχει και τους παίρνει την παράγκα το νερό πρέπει να βοηθήσουν την οικογένειά τους να στήσει το σπίτι τους. Δεν μπορούν να έρθουν σχολείο. Οταν μια οικογένεια έχει πέντε έξι παιδιά πώς θα τα ντύσει και θα τα ταΐσει; Τα επιδόματα που παίρνουν είναι σταγόνα στον ωκεανό. Μια οικογένεια με οχτώ παιδιά παίρνει 830 ευρώ το δίμηνο. Γι’ αυτό υπάρχει εκτεταμένη παραβατικότητα. Οι άνθρωποι σε κοιτάνε και σου λένε “δεν έχω τι να βάλω στην κατσαρόλα”. Κι όλα αυτά ενώ υπάρχει επίσης η στάση της κυρίαρχης κοινωνίας που δεν τους θέλει δίπλα της».
«Εκτεταμένες περιπτώσεις κακομεταχείρισης υπόπτων»
«Επανειλημμένες εκθέσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης και της επιτροπής για την καταπολέμηση των βασανιστηρίων καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα: “Στο εσωτερικό της Ελληνικής Αστυνομίας εξακολουθούν να υπάρχουν εκτεταμένες περιπτώσεις κακομεταχείρισης υπόπτων τέλεσης ποινικών αδικημάτων”. Μάλιστα, καταλήγουν ότι η κακομεταχείριση “συνεχίζει να αποτελεί συνήθη πρακτική στην Ελλάδα”, καθώς και ότι “παρά τις συντριπτικές ενδείξεις για το αντίθετο, οι ελληνικές αρχές έχουν συστηματικά αρνηθεί, μέχρι και σήμερα, να αποδεχθούν ότι η κακομεταχείριση εκ μέρους αστυνομικών αποτελεί σοβαρό πρόβλημα στην Ελλάδα”» δήλωσε στο Documento ο Χρήστος Ηλιάδης, εμπειρογνώμονας του Συμβουλίου της Ευρώπης και συντονιστής του προγράμματος JUSTROM στην Ελλάδα.
Τα ευρήματα των εκθέσεων, όπως αναφέρει, «δείχνουν διαχρονικά ότι η κακομεταχείριση από την αστυνομία γίνεται κυρίως εις βάρος αλλοδαπών και ατόμων από την κοινότητα των Ρομά. Ιδιαίτερα ευάλωτοι είναι νεαροί Ρομά όταν θεωρούνται ύποπτοι τέλεσης αδικημάτων. Οι εκθέσεις καταγράφουν επίσης μη αποτελεσματικό έλεγχο και ποινές. Τα θύματα πολλές φορές βρίσκονται και κατηγορούμενα προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί η όποια δυνατότητα έχουν να καταγγείλουν την αστυνομική βία».
«Φάλαγγα και πλαστική σακούλα στο κεφάλι»
Το Συμβούλιο της Ευρώπης, συνεχίζει ο Χρ. Ηλιάδης, «έχει καταγράψει επανειλημμένως, με λεπτομέρειες, συνεκτικούς και συνεπείς ισχυρισμούς περί αστυνομικής βίας σε όλη την επικράτεια και σε διαφορετικά στάδια. Είναι χαρακτηριστική περίπτωση όπου επτά αστυνομικοί έθεσαν υπό παράνομη κράτηση, χτύπησαν και κακοποίησαν 43χρονο Ελληνα Ρομά και τον εγκατέλειψαν σε απομακρυσμένη περιοχή».
Αντίστοιχα, όπως επισημαίνει, η ευρωπαϊκή επιτροπή για την πρόληψη των βασανιστηρίων «στη διάρκεια επισκέψεών της τα τελευταία χρόνια έλαβε γνώση πολλών αξιόπιστων καταγγελιών για υπερβολική χρήση βίας, αδικαιολόγητο σφιχτό δέσιμο με χειροπέδες κατά την προσαγωγή, καθώς και για σωματική και ψυχολογική κακομεταχείριση υπόπτων τέλεσης ποινικών αδικημάτων κατά τη διάρκεια ή στο πλαίσιο των ανακρίσεων από την αστυνομία».
Η καταγγελλόμενη κακομεταχείριση, συνεχίζει ο ίδιος, «αφορούσε κυρίως χαστούκια, γροθιές και κλοτσιές, καθώς και χτυπήματα με κλομπ και μεταλλικά αντικείμενα στο σώμα και το κεφάλι. Η αντιπροσωπεία έλαβε επίσης γνώση ορισμένων καταγγελιών που αφορούσαν χτυπήματα με ραβδί στα πέλματα των ποδιών (φάλαγγα) και την τοποθέτηση πλαστικής σακούλας πάνω από το κεφάλι στη διάρκεια των ανακρίσεων από την αστυνομία, με σκοπό την απόσπαση ομολογίας και υπογεγραμμένης κατάθεσης. Σε κανένα από τα άτομα που ισχυρίστηκαν ότι έπεσαν θύμα κακομεταχείρισης δεν επιτράπηκε να τηλεφωνήσει ή να έρθει σε επαφή με δικηγόρο στη διάρκεια της αρχικής του ανάκρισης από την αστυνομία. Επιπλέον λήφθηκε πολύ μεγάλος αριθμός καταγγελιών για λεκτική βία εις βάρος κρατουμένων, συμπεριλαμβανομένων ρατσιστικών και ξενοφοβικών παρατηρήσεων εκ μέρους αστυνομικών».
«Εδερναν επί δέκα λεπτά νεαρό Ρομά ΑμεΑ»
Σύμφωνα με τον Χρ. Ηλιάδη, «από την πρώτη στιγμή της παρέμβασής μας στο πεδίο με το JUSTROM και της επικοινωνίας μας με κοινότητες Ρομά από τον Φεβρουάριο του 2017 έχουμε καταγράψει δεκάδες μαρτυρίες και καταγγελίες για περιστατικά αστυνομικής αυθαιρεσίας, βίας, έως και βασανιστήρια κατά την ανάκριση. Ο,τι δηλαδή περιγράφεται και στις εκθέσεις των ευρωπαϊκών οργανισμών. Πρόκειται μάλιστα για περιστατικά που αφορούσαν οδήγηση χωρίς δίπλωμα ή παραβίαση των μέτρων καραντίνας. Τις πρώτες εβδομάδες της καραντίνας λάβαμε πέντε σχετικές καταγγελίες στην Αττική, που όλες αφορούσαν αυθαιρεσία, κακομεταχείριση και βία κατά των νεαρών Ρομά –σε έναν έσπασαν το χέρι– εξαιτίας παραβίασης των μέτρων απαγόρευσης κυκλοφορίας».
Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τον Χρ. Ηλιάδη «στην πρώτη καραντίνα δύο αστυνομικοί της ομάδας ΔΙΑΣ φέρονται να ξυλοκοπούσαν στη βορειοδυτική Αττική επί δέκα λεπτά νεαρό Ρομά ΑμεΑ ο οποίος βρισκόταν σε παγκάκι πάρκου. Το περιστατικό σημειώθηκε έπειτα από έλεγχο στην ώρα απαγόρευσης της κυκλοφορίας. Στον νεαρό, στον οποίο προκλήθηκαν σοβαρά τραύματα στον αυχένα και στην πλάτη, επιβλήθηκε και πρόστιμο 150 ευρώ».
«Της επέβαλαν με το ζόρι να καθαρίσει την τουαλέτα»
Χαρακτηριστική είναι η εξαμηνιαία μελέτη (Μάρτιος – Αύγουστος 2021) του Παρατηρητηρίου Παραβιάσεων κατά των Ρομά, στην οποία καταγράφεται πληθώρα καταγγελιών Ρομά σχετικά με περιστατικά αστυνομικής βίας και ρατσιστικών συμπεριφορών που έχουν υποστεί. Ισως η πιο ενδεικτική καταγγελία είναι η ακόλουθη: «Είχαμε πάει μαζί με τη γυναίκα για δειγματισμό σε μπουφάν για πελάτες. Δεν τα πουλούσα, τα δειγμάτιζα. Πέρασε τυχαία η αστυνομία για να με ελέγξει κι επειδή δεν είχα άδεια μας οδήγησαν στο αστυνομικό τμήμα και κατέσχεσαν τα εμπορεύματά μας. Μας κράτησαν αρκετές ώρες στο κρατητήριο. Μας μιλούσαν και μας φερόντουσαν άσχημα. Βάλανε τη γυναίκα μου να καθαρίσει το κρατητήριο και να πλύνει την τουαλέτα. Εγώ και η γυναίκα μου αντιδράσαμε και είπαμε “τι πράγματα είναι αυτά;”. Της επέβαλαν με το ζόρι να καθαρίσει και αυτή με δάκρυα στα μάτια το έκανε τελικά, διότι δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα για να το αποφύγουμε».
Υπάρχουν όμως και ρατσιστικές επιθέσεις: «Κατά τη διάρκεια διαδρομής μας με το αυτοκίνητο και λίγο πριν φτάσουμε στον προορισμό μας, επειδή μείναμε από βενζίνη, κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο και περιμέναμε να μας φέρουν. Βγήκε ένας από ένα σπίτι με την καραμπίνα και μας σημάδευε, σήκωσαν τα παιδιά τα χέρια ψηλά και εγώ του έλεγα να μην πυροβολήσει διότι μείναμε από βενζίνη και περιμένουμε να μας φέρουν τα παιδιά βενζίνη για να μπορέσουμε να φύγουμε. Αυτός μας πυροβόλησε με την καραμπίνα και ευτυχώς που το όπλο του έφυγε προς τα κάτω, αλλιώς θα μας σκότωνε. Ο γιος του φώναζε στον πατέρα του να μας σκοτώσει. Τρέξαμε να κρυφτούμε και πήραμε τηλέφωνο την αστυνομία. Ηρθε η αστυνομία και μετά πήγαμε στο τμήμα. Μετά από κάποια ώρα τον συνέλαβαν, αλλά στην αστυνομία μας έλεγαν να μην του κάνουμε μήνυση διότι θα μπλέξουμε. Μέχρι σήμερα δεν έχουμε κάνει μήνυση».
«Ο αντιτσιγγανισμός αποτελεί μάστιγα»
Σχετικά με τα μηνύματα μίσους που εξαπολύονται από χιλιάδες χρήστες μέσων κοινωνικής δικτύωσης εναντίον του δολοφονημένου –και συλλήβδην των Ρομά– ο Χρ. Ηλιάδης σχολίασε ότι «φυσικά και υπάρχει αυξημένη παραβατικότητα σε αρκετές γειτονιές των Ρομά –όχι όμως σε όλες–, όπως συμβαίνει σε όλες τις κοινότητες των αποκλεισμένων στον κόσμο. Το να πει όμως κάποιος ότι εξαιτίας αυτού αποτελούν “κοινωνική μάστιγα” ή να ασκήσει παράνομη βία εναντίον τους –παραβατικών και μη– είναι απλώς αποτέλεσμα ρατσιστικών πεποιθήσεων. Δηλαδή αντιτσιγγανισμού. Τα γεγονότα στο Πέραμα ανέδειξαν ότι ο αντιτσιγγανισμός αποτελεί μια άλλη μάστιγα».
Στα κοινότητες των Ρομά, συνεχίζει, «ζουν χιλιάδες μη παραβατικοί, οι οποίοι προσπαθούν να εργαστούν, να πάνε στο σχολείο δεύτερης ευκαιρίας, να ξεπεράσουν τα εμπόδια και το στίγμα του “γύφτου”. Με το JUSTROM ενισχύσαμε και υποστηρίξαμε νεαρές Ρομά και ολοκλήρωσαν το σχολείο δεύτερης ευκαιρίας, ενώ μέσα από νομική συμβουλευτική χιλιάδες γυναίκες έλυσαν χρόνια προβλήματα και εκκρεμότητες με την ελληνική Δικαιοσύνη. Αν το κράτος και οι δήμοι εφάρμοζαν συστηματικά παρόμοια πολιτική, τα πράγματα σταδιακά θα ήταν πολύ καλύτερα όσον αφορά την κοινωνική ένταξη. Οι δήμοι θα πρέπει να ασχοληθούν. Να αναπτύξουν κοινωνικές δομές, το κράτος να δώσει ευκαιρίες, η αστυνομία να μην ασκεί παράνομη βία, οι στρατηγικές ένταξης κάποια στιγμή να εφαρμοστούν».
«Η κυβέρνηση στέλνει λάθος μήνυμα»
«Η υπόθεση έχει ξεφύγει πλέον από τα όρια της χώρας, όπως προκύπτει και από σχετικό κάλεσμα που απηύθυναν 14 ευρωβουλευτές. Φαίνεται ότι υπάρχει διεθνής ανησυχία για το αν πρόκειται για ρατσιστικό έγκλημα, οπότε θέλουν να διασφαλίσουν ότι θα υπάρξει πλήρης και ανεξάρτητη έρευνα» δήλωσε στο Documento η δικηγόρος της οικογένειας του θύματος και επιστημονική συνεργάτιδα του Συμβουλίου της Ευρώπης Αλεξάνδρα Καραγιάννη.
Παράλληλα, η Αλ. Καραγιάννη σχολίασε ότι «θεωρώ απαράδεκτη τη στάση της κυβέρνησης. Θεωρώ ότι θα έπρεπε να κρατήσουν αποστάσεις. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν διαπράξει ανθρωποκτονία, οπότε θα έπρεπε να τιμωρηθούν. Το να κάνουν στελέχη της κυβέρνησης δηλώσεις υποστηρικτικές προς δράστες ανθρωποκτονίας και να θεωρούν ότι η διαδικασία σύλληψης ενός δράστη μπορεί να οδηγήσει στον θάνατο δίνει λάθος μήνυμα στην αστυνομία. Τι έχουμε να περιμένουμε; Θα αρχίσουν οι αστυνομικοί να πυροβολούν κάθε ύποπτο στο ψαχνό;».
«Αυτό που έγινε στο Πέραμα συνιστά εκτέλεση»
Αυτός είναι και ο λόγος που, όπως επισημαίνει η ίδια, «ανησυχούμε για την ανεξαρτησία αυτής της διαδικασίας, ειδικά όταν βλέπουμε να συγχαίρουν τους αστυνομικούς. Είναι επίσης απαράδεκτο ότι δεν έχει αποφασιστεί μέχρι στιγμής κάποιο πειθαρχικό μέτρο εναντίον τους. Αυτοί οι άνθρωποι που έχει αποδειχθεί ότι είναι επικίνδυνοι θα ξαναγυρίσουν στο σώμα ένστολοι και ένοπλοι; Η αστυνομία οφείλει να προστατεύει τη ζωή οποιουδήποτε. Δεν σημαίνει ότι επειδή κάποιος διέπραξε ένα έγκλημα θα πρέπει να θανατώνεται. Η δουλειά των αστυνομικών είναι να τους οδηγήσουν στη Δικαιοσύνη. Αυτό που έγινε συνιστά επιβολή θανατικής ποινής. Συνιστά εκτέλεση».
Η Αλ. Καραγιάννη από το 2017 είναι εκπαιδεύτρια ανθρώπινων δικαιωμάτων καθώς και πρόληψης και καταπολέμησης των διακρίσεων εις βάρος των Ρομά. Οπως αναφέρει, «έχουν περάσει από τα σεμινάρια περισσότεροι από 1.500 αστυνομικοί. Είναι λυπηρό ότι οι περισσότεροι όχι απλώς δεν διδάσκονται, αλλά δεν θέλουν καν να ακούσουν. Είναι λυπηρό τη μια ημέρα να τους μαθαίνεις πώς να προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και την επόμενη να τα καταπατάνε».
«Πολλαπλές καταδίκες για βασανιστήρια σε βάρος Ρομά»
«Μου κάνει επίσης τρομερή εντύπωση ότι προσπαθούν να αναδείξουν τους αστυνομικούς σαν ήρωες. Δεν νομίζω ότι αυτό θα συνέβαινε αν τα τρία παιδιά δεν ήταν Ρομά» επισημαίνει η ίδια και συνεχίζει: «Και βεβαίως έχει τεράστια ευθύνη η κυβέρνηση για το πώς κατέληξε το συγκεκριμένο περιστατικό, λόγω της διαχρονικής αδιαφορίας που έχει επιδείξει γύρω από ζητήματα καταπολέμησης του ρατσισμού εις βάρος των Ρομά. Δεν είναι δυνατόν να αφήνουν να μεγεθύνεται η συγκρουσιακή σχέση μεταξύ αστυνομίας και Ρομά. Η Ελλάδα έχει καταδικαστεί πολλάκις από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για βασανιστήρια και αστυνομική αυθαιρεσία εις βάρος Ρομά. Η χώρα όμως φαίνεται ότι δεν ενδιαφέρεται να λάβει ουσιαστικά μέτρα καταπολέμησης αυτών των φαινομένων».
Σχετικά με τα χιλιάδες μηνύματα μίσους που εξαπολύουν χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης εναντίον του θύματος η Αλ. Καραγιάννη σχολίασε ότι «πρόκειται για ξεκάθαρο δείγμα του αντιτσιγγανισμού που έχει ριζώσει. Υπάρχει παράλληλα μια προσπάθεια δαιμονοποίησης των παιδιών και παρουσίασής τους ως εγκληματιών, ενώ απ’ ό,τι φαίνεται έχουν λευκό ποινικό μητρώο. Θα εκτεθούν όσοι βγήκαν να προκαταλάβουν την κοινή γνώμη σχετικά με το εγκληματικό προφίλ που δεδομένα θα έπρεπε να έχουν οι Ρομά».
«Χρέος να διερευνηθεί η ύπαρξη ρατσιστικού κινήτρου»
Αναφορικά με το ενδεχόμενο ρατσιστικού κινήτρου των εμπλεκόμενων αστυνομικών, ο δικηγόρος της οικογένειας του θύματος Ηλίας Γιαννόπουλος δήλωσε: «Αποτυπώθηκε ξεκάθαρα στο οπτικοακουστικό υλικό πως οι αστυνομικοί τελούσαν σε απόλυτη γνώση ότι είχαν να κάνουν με Ρομά. Αυτό δικαιολογεί και τη λυσσαλέα καταδίωξη 35 λεπτών, καθώς και τον υπερβολικό αριθμό σφαιρών που εκτοξεύτηκαν από τα όπλα των αστυνομικών. Είναι χρέος όλων των εμπλεκόμενων να εισφέρουν όλο αυτό το υλικό ώστε να διερευνηθεί η ύπαρξη ρατσιστικού κινήτρου».
Σχετικά με τη διαχρονική σχέση της κοινότητας με την αστυνομία ο Ηλ. Γιαννόπουλος σχολίασε: «Είναι πολλά τα περιστατικά αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Εχουμε ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές την άμεση λήψη μέτρων, αλλά είναι αλήθεια ότι ο αντιτσιγγανισμός στους κόλπους της αστυνομίας καλά κρατεί».
Για το γεγονός ότι μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας στρέφεται εναντίον του θύματος ο ίδιος επισήμανε ότι «υπάρχουν βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις, στερεότυπα και ένας υπαρκτός αντιτσιγγανισμός σε μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Υπάρχει μια κοινότητα αποκλεισμένη και περιθωριοποιημένη κάτω από τα όρια της φτώχειας και ένα άλλο κομμάτι της κοινωνίας που δικαίως δυσανασχετεί για μια υπαρκτή “παραβατικότητα επιβίωσης”. Πρέπει να ληφθούν οι απαραίτητες πολιτικές που θα αλλάξουν την υφιστάμενη κατάσταση ώστε να σταματήσει αυτός ο διχασμός. Δυστυχώς, όμως, μέχρι στιγμής και παρά τις πολλές σχετικές προτάσεις που έχουμε κάνει δεν έχει γίνει τίποτε ουσιαστικό από την πλευρά της πολιτείας. Αντίθετα, η πολιτεία έχει συμβάλει στο να μετατραπούν οι Ρομά σε αποδιοπομπαίο τράγο της κοινωνίας».