Λειτούργησε σαν… κλώνος της εισαγγελέα της ΕΥΠ
Σύµφωνα µε ασφαλείς πληροφορίες του Documento, κλιµάκιο της Α∆ΑΕ πραγµατοποίησε έλεγχο στην Αντιτροµοκρατική Υπηρεσία της ΕΛΑΣ στο πλαίσιο του ετήσιου ελέγχου που διενεργεί για τη σύνταξη της έκθεσής της. Σκοπός του ελέγχου ήταν µεταξύ άλλων να διαπιστωθεί σε ποιο βαθµό τα αιτήµατα νόµιµης επισύνδεσης που υποβάλλονταν από την υπηρεσία της ΕΛΑΣ γίνονταν δεκτά από την ει-σαγγελέα της Αντιτροµοκρατικής Σταµατίνα Περιµένη. Τα ευρήµατα που έγιναν γνωστά στο κλιµάκιο της Α∆ΑΕ είναι συγκλονιστικά. Και αυτό γιατί, σύµφωνα µε ασφαλείς πληροφορίες του Documento, όλα τα αιτήµατα που υποβλήθηκαν από την Αντιτροµοκρατική προς την εισαγγελέα Στ. Περιµένη έγιναν δεκτά. Ολα. Τροµακτικό.
Βάσει αποφάσεων που έχουν αναρτηθεί στη ∆ιαύγεια στις 28 Φεβρουαρίου 2023, η Α∆ΑΕ αποφάσισε την έγ-κριση της έκθεσης διενέργειας έκτακτου ελέγχου στις εγκαταστάσεις και στον εξοπλισµό τόσο της ∆ιεύθυνσης Αντιµετώπισης Ειδικών Εγκληµάτων Βίας (∆ΑΕΕΒ) όσο και στη ∆ιεύθυνση ∆ιαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφο-ριών της Ελληνικής Αστυνοµίας (∆Ι∆ΑΠ). Σύµφωνα µάλιστα µε τις δύο σχετικές αποφάσεις, οι οποίες φέρουν την υπογραφή του προέδρου της Αρχής Χρήστου Ράµµου, η Α∆ΑΕ έχει καλέσει και τις δύο υπηρεσίες της ΕΛΑΣ να παραλάβουν τις επίµαχες εκθέσεις από την έδρα της Α∆ΑΕ. Παραµένει άγνωστο αν αυτό έχει συµβεί.
Αυτό που αντιθέτως είναι γνωστό είναι ότι ο επίµαχος έλεγχος είχε αποφασιστεί οµόφωνα από την ολοµέλεια της Α∆ΑΕ εδώ και πολλούς µήνες και συγκεκριµένα από τις 29 Αυγούστου 2022. Τότε κύκλοι του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη είχαν σχολιάσει ότι είναι «θεσµικά προβλεπόµενοι και απολύτως καλοδεχούµενοι οι έλεγ-χοι της Α∆ΑΕ». Αραγε σήµερα που γίνεται γνωστό πως όσα αιτήµατα… νόµιµης επισύνδεσης υποβλήθηκαν έγιναν δεκτά, τι έχουν να σχολιάσουν οι ίδιοι κύκλοι του υπουργείου;
Πώς γίνονται οι επισυνδέσεις
∆εν πρόκειται για ερώτηµα ήσσονος σηµασίας. Τα ευρήµατα της Α∆ΑΕ προκαλούν εύλογους φόβους για το πώς και πόσοι άνθρωποι ενδέχεται να παρακολουθούνται από την Αντιτροµοκρατική Υπηρεσία της ΕΛΑΣ, χωρίς όµως να έχουν την παραµικρή σχέση µε το οργανωµένο έγκληµα. Μάλιστα, σύµφωνα µε καταγγελίες που έχουν φτάσει στο Documento, υπάρχουν κατά κύριο λόγο δύο τρόποι µέσω των οποίων η Αντιτροµοκρατική προβαίνει σε νόµιµη επισύνδεση προσώπων που δεν σχετίζονται µε το οργανωµένο έγκληµα.
Ο πρώτος αφορά τη σωρεία ανώνυµων επιστολών που στέλνονται στην Αντιτροµοκρατική από ανθρώπους άγνωστων στοιχείων. Αυτές οι ανώνυµες επιστολές –είναι άγνωστο προφανώς αν είναι όλες πραγµατικές και όχι κατασκευασµένες– µπορούν να χρησιµοποιηθούν από κάποιους µεµονωµένους επίορκους αστυνοµικούς προκειµένου να αρχίσουν να παρακολουθούνται άνθρωποι οι οποίοι φαίνεται ότι δεν έχουν ουδεµία σχέση µε το οργανωµένο έγκληµα.
Υπάρχει όµως και δεύτερος τρόπος. Σύµφωνα µε ασφαλείς πληροφορίες του Documento, υπάρχουν περιπτώ-σεις που έχουν φτάσει στα χέρια της εισαγγελέα της Αντιτροµοκρατικής ονόµατα τα οποία φαίνεται ότι όντως σχετίζονται µε το οργανωµένο έγκληµα. Υπάρχουν όµως και άλλες περιπτώσεις που σε αυτό τον κατάλογο, ο ο-ποίος φτάνει στην εισαγγελέα της Αντιτροµοκρατικής, στον οποίο παρατίθενται οι τηλεφωνικοί αριθµοί προσώ-πων τα οποία ενδεχοµένως είναι ποινικοί εγκληµατίες, µπαίνει και κάποιος άλλος τηλεφωνικός αριθµός που δεν φαίνεται να σχετίζεται µε κανέναν τρόπο µε την εκάστοτε υπόθεση. Αλλωστε, όπως είναι ήδη γνωστό, στις επίµαχες σχετικές εισαγγελικές διατάξεις αναγράφονται µόνο τηλεφωνικοί αριθµοί και όχι ονόµατα.
Με αυτό τον τρόπο είναι δυνατό για κάποιον επίορκο αστυνοµικό να κατορθώσει την παρακολούθηση ενός προσώπου το οποίο δεν σχετίζεται µε κάποια έρευνα της Αντιτροµοκρατικής Υπηρεσίας αλλά είναι στόχος κά-ποιου άλλου ενδιαφεροµένου. Είναι προφανές ότι εφόσον ευσταθούν οι καταγγελίες που έχουν έρθει σε γνώση του Documento, ο αριθµός των φυσικών ανθρώπων που µπορεί να παρακολουθούνται από την Αντιτροµοκρατική χωρίς να συντρέχει απολύτως κανένας λόγος είναι ανυπολόγιστος.
«Μόνο σε χώρες µε έλλειµµα δηµοκρατίας»
Πρόκειται για ζήτηµα τεράστιας σηµασίας, το οποίο αφορά την κατάρρευση κάθε δηµοκρατικής διαδικασίας και την παραβίαση κάθε έννοιας προσωπικού απορρήτου. Αλλωστε η υπόθεση γίνεται ακόµη χειρότερη, καθώς σκοπίµως δεν γνωστοποιείται το ποσοστό απόρριψης των αιτηµάτων που υποβάλλονται στους εισαγγελείς που υπογράφουν τις εισαγγελικές διατάξεις που οδηγούν στις νόµιµες επισυνδέσεις.
Στη µελέτη µε τίτλο «Ο κούφιος πυρήνας του δικαιώµατος για το απόρρητο της επικοινωνίας και η εθνική ασ-φάλεια» του καθηγητή ΕΚΠΑ και δικηγόρου Γιάννη Α. Τασόπουλου, η οποία δηµοσιεύτηκε στα τέλη του περασµένου καλοκαιριού, αναγράφεται µεταξύ άλλων: «Στο πρωθυπουργοκεντρικό σύστηµα, η εκάστοτε κυβέρ-νηση έχει ευρύτατα περιθώρια να ασκήσει αυταρχικά τη δηµόσια εξουσία. Απέναντι σε αυτήν την πραγµατικότητα, οι ανεξάρτητες αρχές γεφυρώνουν εν µέρει το χάσµα ανάµεσα στο κράτος και την κοινωνία. Αυτό δεν αρκεί πλέον να γίνεται µόνο µέσα από τον παραδοσιακό σύνδεσµο της διοίκησης µε την κυβέρνηση, υπό τον κοινοβουλευτικό έλεγχο της τελευταίας».
Σύµφωνα µε τον Γ. Τασόπουλο, «στην εποχή µας, το χάσµα µεταξύ κράτους και κοινωνίας διευρύνεται από τις τάσεις αυταρχισµού των κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών. ∆εν είναι τυχαίο ότι οι χώρες που έχουν καταργήσει την εγγύηση γνωστοποίησης της άρσης του απορρήτου στον θιγόµενο πολίτη είναι χώρες που διακρίνονται για το έλλειµµα δηµοκρατίας και σεβασµού των ατοµικών δικαιωµάτων και ελευθεριών (σ.σ.: πρόκειται για τη Βο-υλγαρία, τη Ρωσία και την Ουγγαρία). Οι ανεξάρτητες αρχές είναι θεσµικά αντίβαρα απέναντι στον πλειοψηφικό κυβερνητικό αυταρχισµό που κυριαρχεί σε πολλές χώρες του κόσµους και δυστυχώς ήδη και της Ευρώπης».
Τον κίνδυνο που απορρέει από το γεγονός ότι στις εισαγγελικές διατάξεις δεν αναγράφονται τα ονόµατα των ανθρώπων για τα οποία υποβάλλονται αιτήµατα νόµιµης επισύνδεσης είχε θίξει και η ίδια η Α∆ΑΕ στην έκθεση πεπραγµένων του 2021. Σύµφωνα µε όσα αναγράφονταν στην επίµαχη έκθεση, «στη διάταξη, διά της οποίας επιβάλλεται η άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, δεν προβλέπεται εκ του νόµου υποχρέωση αναγραφής του ονόµατος του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων λαµβάνεται το µέτρο της άρσης. Αυτό πρακτικά οδηγεί στη δυνατότητα άρσης του απορρήτου χαρακτήρα της επικοινωνίας για αόριστο αριθµό φυσικών προσώπων (µη ατοµικών προσδιορισµένων). Στην περίπτωση ωστόσο τέτοιων “µαζικών ή χωρικών” άρσεων ανακύπτουν ζητήµατα συµβατότητας της εγχώριας διαδικασίας µε τους όρους και τις προϋποθέσεις της ΕΣ∆Α. Οµοίως, στην άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, ο νόµος δεν προβλέπει υποχρέωση αιτιολόγησης της σχετικής απόφασης… Ειδικότερα, η παράλειψη αιτιολογίας αποκλείει τον δικαστικό έλεγχο ως προς την τήρηση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας και της αρχής της αναλογικότητας – γεγονός που θέτει αυτοτελή ζητήµατα σε σχέση µε τις αρχές και τα Minima του κράτους δικαίου».