Σε «Μεγάλο Αδερφό» έχει μετατρέψει την Αθήνα η κυβέρνηση Μητσοτάκη και συγκεκριμένα το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη έχοντας θέσει στο «στόχαστρο» την περιοχή των Εξαρχείων.
Με νεότερη εντολή του αρχηγείου της Αστυνομίας, σε συνέχεια των προηγούμενων, θέτει στο στόχαστρο τις «κοινωνικές συναθροίσεις», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, καθώς νομιμοποιεί τους αστυνομικούς να κυκλοφορούν έχοντας συνεχώς μία κάμερα η οποία καταγράφει τις κινήσεις ανυποψίαστων πολιτών, ακόμα και εκείνων που περπατούν συμπτωματικά από: Εξάρχεια, Ομόνοια, Κολωνό, Κυψέλη, Αγίο Παντελεήμονα, Σύνταγμα και Ακρόπολη.
Δείτε επίσης: Εξάρχεια: ΜΑΤατζής λέει «άντε στην κουζίνα σου» σε δημοσιογράφο του Documento (Video)
Πρόκειται για μία ακόμα περίεργη εντολή, αυτή τη φορά με ισχύ έως τις 2 Οκτώβρη, που δεν αποσαφηνίζει τον λόγο ή τις αιτίες που οδήγησαν το Αρχηγείο της ΕΛΑΣ σε μία τέτοια απόφαση που καταγράφει τους πολίτες ερήμην τους. Η απόφαση αυτή εμπίπτει στο ευρύτερο πλαίσιο της αυταρχικής πολιτικής αστυνόμευσης που επιχειρεί επιβάλει η κυβέρνηση Μητσοτάκη στα Εξάρχεια το τελευταίο διάστημα με «κορωνίδα» την επίθεση των ΜΑΤ κατά ειρηνικής διαδήλωσης γυναικών για την έμφυλη βία και τους βιασμούς.
Την ίδια ώρα που οι κάμερες των αστυνομικών καταγράφουν τις «δημόσιες συναθροίσεις» με την πλήρη κάλυψη και τις ευλογίες της κυβέρνησης, οι ίδιοι τηρητές της έννομης τάξης προβαίνουν σε απρεπείς ενέργειες όπως αυτή που καταγράφηκε πριν από μερικά 24ωρα στα Εξάρχεια:
Ποιοι είναι αυτοί οι λόγοι;
Σε αυτό το μήκος κύματος, η επιλαχούσα βουλευτής του ΜέΡΑ25 και δικηγόρος, Εύα Αμπάζη, κατάθεσε αίτημα στο ΣτΕ, με το οποίο ζητά να ανασταλεί η απόφαση.
Στην 17σελιδη αίτηση αναστολής που υπέβαλλε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία στρέφεται κατά του Αρχηγού της Αστυνομίας και του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, και ζητά και την άμεση έκδοση σχετικής προσωρινής διαταγής, η μαχητική δικηγόρος αρχικά περιγράφει τι υπέστη προσωπικά η ίδια στις 22 Ιουλίου διασχίζοντας την Πλατεία Εξαρχείων από αστυνομικούς της ΕΛΑΣ που κατέγραφαν τους διερχόμενους στο σημείο.
Σχετική καταγγελία άλλωστε έκανε και στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.
” Κατά τη διέλευσή μου αυτή, καταγγέλλει, διαπίστωσα ότι δύο αστυνομικοί της Ελληνικής Αστυνομίας είχαν τοποθετήσει μηχανή καταγραφής (κάμερα), η οποία κατέγραφε τους διερχόμενους στο σημείο. Η μία εξ΄ αυτών – μάλιστα – ήταν πάνω σε σταθερή βάση (τρίποδο). Υπ’ όψιν του Δικαστηρίου Σας ότι τη δεδομένη στιγμή ουδεμία ύποπτη δραστηριότητα ελάμβανε χώρα στην Πλατεία Εξαρχείων. Αντιθέτως, κατά την εν λόγω χρονική στιγμή ευρίσκοντο στην περιοχή διερχόμενοι περαστικοί και πελάτες των καταστημάτων που βρίσκονται πάνω στην Πλατεία, τόσο των καταστημάτων υγειονομικού χαρακτήρος όσο και του βιβλιοπωλείου. Ως όφειλα, προσπάθησα να απευθυνθώ στο ένα εκ των δυο αστυνομικών της Ελληνικής Αστυνομίας, ο οποίος προέβαινε ενώπιόν μου στην περιγραφόμενη παράνομη και παραβιάζουσα συνταγματικά μου δικαιώματα πράξη, ωστόσο ουδεμία απόκριση υπήρξε.
Διαπιστώνοντας ότι οι προσπάθειές μου για επικοινωνία με το Όργανο της Ελληνικής Αστυνομίας απέβαιναν ανεπιτυχείς, αιτήθηκα από έναν φωτορεπόρτερ, ο οποίος ευρίσκετο στο σημείο με σκοπό την λήψη φωτογραφιών από την προγραμματισμένη κατά τις βραδινές ώρες συγκέντρωση διαμαρτυρίας φεμινιστικής οργάνωσης, να αποθανατίσει την συγκεκριμένη δραστηριότητα της Αστυνομίας. Άλλωστε τούτο είχε δικαίωμα να το πράξει, στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας, καθότι φωτορεπόρτερ. Πράγματι, η συγκεκριμένη συμπεριφορά καταγράφηκε και αποδεικνύεται ως κάτωθι προκύπτει από τη φωτογραφία που προσκομίζω και επικαλούμαι ενώπιον του Δικαστηρίου Σας. Εν συνεχεία των προαναφερθέντων, κατά τη λήψη της φωτογραφίας, όπως φαίνεται κατωτέρω, έτερο Όργανο της Ελληνικής Αστυνομίας, παρατηρώντας ότι καταγράφεται η παράνομη συμπεριφορά, προέβη σε έργω εξύβριση, ανατείνοντας το μεσαίο δάκτυλο του χεριού του και προσβάλλοντας έτι περαιτέρω το έννομο αγαθό της προσωπικότητάς μου, πράξη για την οποία επιφυλάσσομαι να προσφύγω στις αρμόδιες Αρχές. Κατά την επιστροφή μου στον χώρο εργασίας μου, και μη έχοντας λάβει τις απαραίτητες εξηγήσεις από τα όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας που τελούσαν τις προπεριγραφόμενες πράξεις, αναζήτησα στον ιστότοπο της Ελληνικής Αστυνομίας προκειμένου να εντοπίσω τις αναγκαίες εξουσιοδοτικές πράξεις με σκοπό να αποταθώ στην Δικαιοσύνη”.
Τρεις ημέρες αργότερα στον επίσημα ιστοτοπο της ΕΛΑΣ αναρτήθηκε αναρτήθηκε απόφαση του Ενιαίου Συντονιστικού Κέντρου Επιχειρήσεων και Διαχείρισης Κρίσεων σύμφωνα με την οποία σε υλοποίηση επιχειρησιακού σχεδιασμού της Ασφάλειας Αττικής, παρόμοιες κάμερες της ΕΛΑΣ έχουν ήδη κατακλύσει , από χθες 26/7 και έως 2 Αυγούστου, όλο το κέντρο της Αθήνας.
Από τα Εξάρχεια, τον Άγιο Παντελεήμονα, Την Κυψέλη, την Ομόνοια, τους δρόμους περιοχή γύρω από την Ακρόπολη, τον Κολωνό αλλά και στο Σύνταγμα θα είναι σε δράση , στο πλαίσιο κάποιου επιχειρησιακού σχεδίου, τα αποκαλούμενα φορητά συστήματα επιτήρησης, οι χειριστές των οποίων μπορούν καταγράφουν όποτε, όποιον και όπως θέλουν.
Αυτή η απόφαση ζητά από το ΣτΕ να ανακληθεί ως έχουσα έννομο συμφέρον και ως κάτοικος Αθηνών η Εύα Αμπάζη αναλύοντας ενδελεχώς όλους τους λόφους που συνιστούν την ακυρότητα μιας τέτοιας ανεξέλεγκτης, αυθαίρετης (χωρίς τις ανάλογες ασφαλιστικές δικλείδες) μυστικής παρακολούθησης,που παραβιάζει ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα ανυποψίαστων πολιτών,
Αναφέρεται ενδεικτικά, στην αίτηση της δικηγόρου προς το ΣτΕ , σχετικά με τις παραβιάσεις που τελούνται:
* “Σύµφωνα µε το Ε∆∆Α η αποθήκευση και µόνον δεδοµένων, προσωπικού χαρακτήρα σε µια ηλεκτρονική πληροφοριακή βάση της Αστυνοµίας συνιστά επέµβαση στο δικαίωµα σεβασµού της ιδιωτικής ζωής ακόµη και εάν αφορά δηµόσια πληροφορία, εφόσον συλλέγεται συστηµατικά και αποθηκεύεται σε αρχεία που τηρούνται από τις αρχές”.
* “Σύµφωνα µε τη νοµολογία του Ε∆∆Α για τις µυστικές παρακολουθήσεις, ιδίως τις τηλεφωνικές, ο εθνικός νόµος πρέπει να περιλαµβάνει: τη φύση των αδικηµάτων για τα οποία επιτρέπεται η παρακολούθηση, τον προσδιορισµό των κατηγοριών των προσώπων που ενδέχεται να υποβληθούν στο µέτρο της παρακολούθησης, τη χρονική διάρκεια και το όριο της παρακολούθησης, την διαδικασία εξέτασης, χρήσης και αποθήκευσης των πληροφοριών που αποκτήθηκαν από την παρακολούθηση, τις εγγυήσεις ασφαλούς διαβίβασης προς τρίτα µέρη των πληροφοριών που αποκτήθηκαν από την παρακολούθηση και τις προϋποθέσεις διαγραφής ή καταστροφής του υλικού που αποκτήθηκε από την παρακολούθηση.Περαιτέρω, θα πρέπει να προβλέπεται στον εθνικό νόµο το πεδίο εφαρµογής κάθε τέτοιας διακριτικής ευχέρειας που απονέµεται στις αρµόδιες δηµόσιες αρχές, καθώς και ο τρόπος υλοποίησής της µε επαρκή ενάργεια, προκειµένου να παρέχει στο άτοµο επαρκή προστασία έναντι αυθαίρετων επεµβάσεων. Η εξισορρόπηση µεταξύ του µυστικού χαρακτήρα των παρακολουθήσεων και του κινδύνου κατάχρησης λαµβάνει χώρα µε την ύπαρξη επαρκών και αναγκαίων δικλείδων ασφαλείας – εγγυήσεων, τις οποίες αξιολογεί το Ε∆∆Α και αφορούν σε ένα δεύτερο στάδιο ελέγχου: τη φύση, το πεδίο εφαρµογής και τη διάρκεια των πιθανών µέτρων, την απαιτούµενη αιτιολογία για τη λήψη των µέτρων και το είδος των ένδικων βοηθηµάτων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο . Στις περιπτώσεις λήψης µυστικών µέτρων αναγνωρίζεται στις εθνικές αρχές ένα περιθώριο εκτίµησης ως προς τα µέσα που θα επιλέξουν για να πετύχουν τον νόµιµο σκοπό που επιδιώκουν. Το περιθώριο όµως αυτό δεν πρέπει, σύµφωνα µε το Ε∆∆Α, να είναι απεριόριστο στο όνοµα της µάχης κατά της κατασκοπείας και της τροµοκρατίας όπως έχει δεχθεί και το ∆ΕΕ , στη νοµολογία του οποίου παραπέµπει το Ε∆∆Α, αλλά πρέπει, αφενός να λαµβάνει υπόψη του την φύση, την σοβαρότητα της επεµβάσεως και τον επιδιωκόµενο µε αυτήν σκοπό, αφετέρου, να είναι σύµφωνο προς την ευρωπαϊκή νοµοθεσία και νοµολογία, δοθέντος ότι ο κίνδυνος που δηµιουργείται από τη δηµιουργία και λειτουργία ενός συστήµατος µυστικής παρακολούθησης µπορεί να υπονοµεύσει, ακόµη και να καταστρέψει την δηµοκρατία υπό το πρόσχηµα της προστασίας της, µε αποτέλεσµα να καθίσταται αναγκαία η πρόβλεψη επαρκών και αποτελεσµατικών εγγυήσεων “.