Είχα όνειρα πολλά και ήμουν πάντα μόνος

Είχα όνειρα πολλά και ήμουν πάντα μόνος

Η φθινοπωρινή μελαγχολία με το ψιλόβροχο αντιστοιχούσε στην ψυχική διάθεση όσων παρακολούθησαν τη νεκρώσιμη ακολουθία του Μίκη είτε από κοντά είτε από την τηλεόραση. Μια μελαγχολία αδιόρατη που δεν μπορούσες να την ψηλαφίσεις ούτε στα δακρυσμένα μάτια ούτε στις μουσικές νότες. Περισσότερο μια αίσθηση κενού, μιας διεκπεραιωτικής διαδικασίας ανήμπορης να συμπεριλάβει 96 χρόνια αγωνιστικής δράσης και καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Προς επίρρωση, μερικά στιγμιότυπα εν είδει σημειολογικού κουτσομπολιού, αρχίζοντας από τα ψηλά στα χαμηλά, θεσμικά τουλάχιστον. Η ομιλία της προέδρου της Δημοκρατίας ήταν μια καλογραμμένη έκθεση ιδεών, σαν λήμμα εγκυκλοπαίδειας, αλλά χωρίς εκείνο το κάτι που πυρπολεί το συναίσθημα.

Ο πρωθυπουργός για να διασκεδάσει τη βαρεμάρα του καθόταν σταυροπόδι. Ασέβεια, είπαν πολλοί. Ισως κάτι παραπάνω. Κάποιος που μπερδεύει τον Ρουσσώ με τον Μοντεσκιέ λογικό να μπερδεύει και μια κηδεία με ένα χαλαρό καφεδάκι στο Da Capo. Αντί για την ομπρέλα πεντάστερου ξενοδοχείου θα έπρεπε να κρατά μια Louis Vuitton ώστε να παραπέμπει στον Λουδοβίκο. Κακώς έγινε αυτή viral και όχι το έντρομο βλέμμα του βασιλιά πριν από την καρατόμηση. Μαθημένος σε εμφανίσεις εντός αποστειρωμένου περιβάλλοντος και σίγουρος ότι το ΚΚΕ έχει το knowhow της περιφρούρησης, δεν είχε διανοηθεί πως τα γιούχα που ακούστηκαν ήταν σε ζωντανή σύνδεση με τον παλμό του κόσμου και ζήτησε τα ρέστα από τον Κουτσούμπα. Ο επικήδειος του τελευταίου, σαφώς καλύτερος από της Σακελλαροπούλου, πλησίασε τον Μίκη αλλά δεν τον άγγιξε γιατί στάθηκε σε προκάτ ερμηνευτικά σχήματα και σε αγωνιστικά βεγγαλικά. Δεν είναι τυχαίο ότι η ορχήστρα έπαιζε τις «Καμπάνες» και όχι π.χ. μια στροφή από τον «Επιτάφιο» που ήταν και πιο ανθρώπινος και πιο ταιριαστός για την περίσταση. Γιατί ο Μίκης άρμεγε με τα μάτια του το φως της οικουμένης. Η Αριστερά ήταν γι’ αυτόν μια πατρίδα, μια διαρκής ευαισθησία, χωρίς δογματισμούς και στερεότυπα. Γι’ αυτό συγκρούστηκε πολλές φορές με το ΚΚΕ, γι’ αυτό επί της ουσίας δεν χώρεσε ποτέ σε καμιά πολιτική στέγη. Γιατί είχε όνειρα πολλά και ήταν πάντα μόνος.

Τα χλευαστικά σχόλια για τον στρατιωτικό χαιρετισμό του Σαββόπουλου ίσως ήταν άδικα και να ήθελε όντως να αποτίσει φόρο τιμής με τον δικό του φανφαρόνικο τρόπο. Οταν όμως τραγουδούσε στη χούντα «Χατζιδάκια μ’, Θοδωράκια μ’, εσείς τρώτε και πίνετε και μένα με τρώει η μαύρη αρκούδα» είχε πλήρη επίγνωση. Εκείνον βέβαια δεν τον έφαγε καμιά αρκούδα, ενώ ο Θεοδωράκης στη Μακρόνησο θαβόταν ζωντανός στο χώμα και δάγκωνε τις ουρές των αρουραίων για να μην του γδέρνουν το πρόσωπο.

Και ο κόσμος λίγος σε σχέση με το μεγάλο μέγεθος του Μίκη, χωρίς τις δονήσεις που συντάραζαν εκείνον. Εβγαλε την υποχρέωση προς τις μνήμες και το παρελθόν του μ’ ένα τραγούδι στα social media και κρύβει την αγωνία του με συλλαλητήρια δωματίου και ουρές για το καινούργιο iPhone, επαληθεύοντας τις προφητείες του Σπένγκλερ για τις φάσεις παρακμής που περνάει ο πολιτισμός ως βιολογικός οργανισμός. Αλλά τα μεγάλα μεγέθη δεν αποτελούν μόνο σύμπτωση των ιστορικών συνθηκών. Ο Μίκης μετέτρεψε την ιδεολογία του σε έργο τέχνης, έβαλε τάξη στο οντολογικό χάος πιστεύοντας πως η ζωή, ο φόβος και ο θάνατος με τραγούδια εξημερώνονται.

H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης

Documento Newsletter