Θα σας πω µια ιστορία την οποία συνθέτουν τρία µέρη. Στο πρώτο υπήρξα αυτόπτης µάρτυρας. Το δεύτερο µου το µετέφερε τρίτος, χωρίς να ξέρει ότι συνδέεται µε το κοµµάτι που γνωρίζω. Το τρίτο συνέβη στον πόλεµο στο Ιράκ και αποτυπώνει πλήρως όσα θα σας διηγηθώ στη µία και οµοούσια τριαδική ιστορία.
Ετυχε λοιπόν να έχω επισκεφθεί τα γραφεία του Documento (το κάνω συχνά για να συλλέγω πληροφορίες) και δέχτηκα τη φιλοξενία του Εµπορικού Τµήµατος της εφηµερίδας. Μου πρόσφεραν τσάι (όχι από το βαρύ των σαµοβάρ που έχω συνηθίσει, αλλά καλό) και κουβεντούλα. Ετυχα σε µια συνοµιλία όπου η διευθύντρια του Εµπορικού συνοµιλούσε µε τον υπεύθυνο διαφήµισης µιας συστηµικής τράπεζας. ∆εν γνωρίζω λεπτοµέρειες ούτε και ρώτησα για να µη θεωρηθώ αδιάκριτη. Στην επικοινωνία αυτή η εµπορική διευθύντρια ζητούσε εξηγήσεις από τον άνθρωπο της τράπεζας γιατί η τράπεζα δεν δίνει διαφήµιση σε ένα µεγάλο Μέσο όπως είναι το Documento. Με στόµφο, απ’ ό,τι µπορούσα να διακρίνω, ο τραπεζοϊπποκόµος απαντούσε ότι δεν το κάνει γιατί η εφηµερίδα χτυπάει τις τράπεζες. Ελεγε µάλιστα χαρακτηριστικά: «∆ηλαδή αν µια εταιρεία πουλάει καφέ, θα δώσει διαφήµιση στο Documento αν έχει αποκαλύψει σκάνδαλο µε την εταιρεία καφέ;».
Μάταια η κακοµοίρα η εµπορική διευθύντρια προσπαθούσε να κάνει µια λογική κουβέντα µε τον τραπεζοϊπποκόµο επιχειρηµατολογώντας ότι δεν µπορεί οποιαδήποτε εταιρεία να εξαγοράζει µε τη διαφήµιση σιωπή από τα µέσα ενηµέρωσης. Επειτα από έντονη συζήτηση ο «τραπεζίτης» (και κοπτήρας απ’ ό,τι έµαθα τελικώς) έκλεισε το τηλέφωνο λέγοντας: «Αφού ξέρεις ότι διαφήµιση δεν µπορούµε να δώσουµε όσο χτυπάει τον Κυριάκο».
Αποχώρησα από το Documento µε την ψυχή µαύρη και είπα να πεταχτώ ως το γραφείο παλαιού µου φίλου σε γνωστή διαφηµιστική εταιρεία να γελάσει κάπως το χειλάκι µου. Οπως όµως έλεγε η γιαγιά µου, µεγάλο πιροσκί φάε, µεγάλη κουβέντα µην πεις. Βρήκα τον φίλο µου το γελαστό παιδί µε τη µούρη κατεβασµένη. Οπως µου είπε, είχε γίνει τηλεφώνηµα στην εταιρεία που τους έκανε άνω κάτω. Ο υπεύθυνος διαφήµισης µιας τράπεζας είχε πάρει τηλέφωνο τον συνιδιοκτήτη της διαφηµιστικής (υπάρχουν άλλοι δύο, εκ των οποίων ο ένας κρυφός και… µαύρος) και τον ρωτούσε τι να κάνει µε τη διαφήµιση στο Documento. Γιατί όπως ενηµέρωσε ο συγκεκριµένος υπάλληλος, πήρε από το Doc Doc (έτσι αποκαλούσε το Documento) ο «µαύρος πάνθηρας» και απαιτούσε να τηρηθούν οι κανόνες της αγοράς. Και επειδή ο διευθύνων σύµβουλος της τράπεζας (τον οποίο µάλιστα αποκαλούσε χέστη) δεν ήξερε τι να κάνει, πήρε το αφεντικό-διαφηµιστή να λάβει εντολές. Ο διαφηµιστής λοιπόν του είπε (σας το λέω όπως µου το διηγήθηκε ο φίλος µου): «Μην υποχωρείς. Τους έχουµε περικυκλώσει από παντού και θα πάθουν οικονοµική ασφυξία. Μην υποχωρήσετε πες και στον άλλο για να τους τελειώσουµε».
Μετά το πρωινό µ’ αυτά και µ’ αυτά χάλασε και το απόγευµά µου. Ηµουν µέσα στη µαύρη κατάθλιψη για τη βροµιά που επικρατεί και αποφάσισα να πάω στον Βαξεβάνη και να του πω τι έγινε. Αφού µε άκουσε, µου λέει: «Θα σου πω µια ιστορία από τον πόλεµο του Ιράκ το 2003, που έχει και τη σοβαρή και την αστεία πλευρά της. Είχαν περάσει αρκετές µέρες από τον πρώτο βοµβαρδισµό τον Μάρτιο του 2003 και ήµασταν εξουθενωµένοι και εκνευρισµένοι. Ενα βράδυ ο οπερατέρ ενός καναλιού, ο οποίος είχε πάθει σοκ από τους συνεχείς βοµβαρδισµούς, βγήκε στο µπαλκόνι και κοιτώντας τον ουρανό όπου πετούσαν τα αόρατα αµερικανικά αεροπλάνα άρχισε να τους φωνάζει “Παραδοθείτε, είστε περικυκλωµένοι”. Οι υπόλοιποι δεν ξέραµε αν έπρεπε να κλάψουµε ή να γελάσουµε. Αυτό µου θυµίζει ο διαφηµιστής. Βγαίνει στο µπαλκόνι και φωνάζει “Παραδοθείτε, είστε περικυκλωµένοι”. ∆εν θέλει να βλέπει ούτε τους πυραύλους ούτε τη ζηµιά που κάνουν». Θεώρησα την ιστορία διδακτική και είπα να τη µοιραστώ µαζί σας ως µια ιστορία συνεχούς πολέµου.