Καταπέλτης ήταν η εισαγγελέας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Ευγενία Σταθουλοπούλου στην αγόρευση της με την οποία ζήτησε την ενοχή του Μπάμπη Αναγνωστόπουλου για ανθρωποκτονία από πρόθεση τελεσθείσα σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κακοποίηση ζώου και για τα πλημμελήματα της ψευδούς καταγγελίας επειδή κατέστησε άλλους ύποπτους των πράξεών του και της ψευδούς κατάθεσης κατ’ εξακολούθηση. Η ίδια τόνισε πως «ο φόνος έγινε δια ασήμαντον αφορμή» και πως «το πρόσωπο της Κάρολαιν θα στοιχειώνει τη ζωή του».
«Αυτή η ιστορία ενέχει τα στοιχεία μια ανθρώπινης τραγωδίας. Θα αποδοθεί δικαιοσύνη αλλά δε θα αποδοθεί ηθική δικαίωση ούτε στα θύματα που ζουν. Την κόρη του και τη μητέρα της Κάρολαιν. Αν ένας άνθρωπος συναισθάνεται το βάρος όσων έχει κάνει θα περίμενα να σιωπήσει. Το πρόσωπο της Κάρολαιν θα στοιχειώνει τη ζωή του. Η ανθρωποκτονία με πρόθεση υπερβαίνει τα όρια της Δικαιοσύνης και προκαλεί δέος. Ο κατηγορούμενος είναι αντιμέτωπος με το Θεό από τον οποίο ο ίδιος ζήτησε συγγνώμη» είπε κλείνοντας την αγόρευση της.
Νωρίτερα, αναφερόμενη στην κατάθεση της συμβούλου ψυχικής υγείας Ελένης Μυλωνοπούλου την οποία η υπεράσπιση του Μπάμπη Αναγνωστόπουλου έχει ζητήσει να μη ληφθεί υπόψη, σχολίασε: «Η μαρτυρία της Ελένης Μυλωνοπουλου περιέχει γεγονότα που και ο ίδιος επιβεβαίωσε. Δεν κατέθεσε επιστημονική άποψη ως ειδική μάρτυρας. Αναφέρθηκε στην επαφή της και ότι είχε αποκομίσει από το ζευγάρι. Η μαρτυρία της θα αξιολογηθεί όπως και οι υπόλοιπες καταθέσεις. Οι δικαστές ακολουθούν τη συνείδηση τους».
«Σκεφτόμουν προετοιμάζοντας την αγόρευση μου ότι αυτή η υπόθεση δεν επεξεργάζεται πολύπλοκα νομικά ζητήματα. Σκεφτόμουν ότι η πρόταση του εισαγγελέως θα μπορούσε να ανοίξει και να κλείσει με την ετυμηγορία γιατί για μένα όσα έγιναν είναι αυταπόδεικτα» ανέφερε η εισαγγελέας τονίζοντας όμως ότι οφείλει να αναλύσει το ζήτημα του εάν το έγκλημα τελέστηκε σε βρασμώ ψυχικής ορμής όπως υποστηρίζει ο κατηγορούμενος.
«Το παράλογο της τέλεσης των εγκλημάτων αυτής της δίκης, με παραπέμπει στο στο αναίτιο, δηλαδή την αιτία που οδηγήθηκαν τα πράγματα στο έγκλημα» είπε και συνέχισε αναλύοντας νομικά το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση.
«Όταν ξεκίνησε να φράζει τις αεροπόρους οδούς της Κάρολαιν είναι βέβαιο ότι ένιωθε τους κραδασμούς από την ασφυξία. Είναι συγκλονιστικό ότι ο χρόνος που ενήργησε ήταν πολύς και μπροστά στα μάτια εξελίχθηκαν όλα τα ασφυκτικά συμπτώματα. Κατά την κρίση μου είχε χρόνο να κάνει πίσω βλέποντας τα συμπτώματα της γυναίκας του. Τα 60 δευτερόλεπτα είναι μεγάλος χρόνος για να κάνει πίσω. Δεν λειτούργησε καμία αναστολή. Αρχικά ανέφερε ότι προέβη σε εναγκαλισμό, όχι εύστοχος ορος, μόνο αν δεχτούμε ότι ήταν εναγκαλισμός θανάτου» εξήγησε η εισαγγελική λειτουργός και αναφέρθηκε σε όσα περιέγραψε ο κατηγορούμενος.
«Την πλάκωσε με όλο του το σώμα για να μην αντιδράσει. Καταδείχθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ότι το smartwatch και τα 17 βήματα που κατέγραψε ήταν οι κινήσεις των χεριών της. Ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι μπορεί να ακούσουν οι γείτονες. Ούτε κατά διάνοια δεν είναι πιστευτό ότι την άφησε όταν νόμιζε ότι έχει λιποθυμήσει. Την άφησε όταν βεβαιώθηκε ότι ήρθε το τέλος» σημείωσε.
Η εισαγγελέας χαρακτήρισε «Θεια δίκη» χαρακτήρισε το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ξέχασε να αφαιρέσει το ρολόι της Κάρολαιν. «Ο κατηγορούμενος ξέχασε να αφαιρέσει το ρολόι της Κάρολαιν και αυτό είναι Θεία Δίκη γιατί έδωσε αρκετά στοιχεία» σημείωσε η κ. Σταθουλοπούλου συμπληρώνοντας πως «ο θάνατος της Κάρολαιν ήταν αγωνιώδης».
Σχετικά με το ζήτημα του βρασμού της ψυχικής ορμής η εισαγγελέας ανέφερε:
«Ο ισχυρισμός εξετάσθηκε εξονυχιστικά. Ο ιδιος ο κατηγορούμενος δυναμίτισε την υπεραστική γραμμή. Δυσκολεύτηκε να αποδείξει την κορύφωση του συναισθήματος και κάθε φορά απαντούσε πως δε θέλει να πει κακή κουβέντα για το θύμα. Είπε πως η κίνηση της Κάρολαιν προς το παιδί τον ώθησε, προσθέτοντας όπως «δεν πήγα από το 0 στο 100». Είπε πως είδε την κορούλα του να υφίσταται ένα βίαιο περιστατικό. Δεν μας περιέγραψε όμως κάτι τόσο βίαιο. Ο μηχανισμός του θανάτου τέθηκε ενώ το θύμα κοιμόταν. Οι κρίσιμες στιγμές περιγράφονται με τέτοιο τρόπο που αν δε γνωρίζαμε το πλαίσιο θα νομίζαμε ότι το επεισόδιο εξελίσσεται σε υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας. Πολλές φορές αναρωτήθηκα κατά την απολογία να καταλάβαινε για τι πράγμα μιλούσε και αν έχει επαφή με την πραγματικότητα. Επιμήκυνε την απολογία του για ώρες για να πείσει πως κάτι φοβερό είχε συμβεί. Κατέληξε μέσα από παιδαριώδη επιχειρήματα σε αυτό ποτ συνέβη. Περίγραψε ένα ανεβοκατέβασμα από τη σκάλα. Ήταν ένα ζήτημα απολύτως διαχειρίσιμο. Πως πυροδοτήθηκε ο θυμός του;» περίγραψε η εισαγγελέας.
Ο κατηγορούμενος δεν κατάφερε να ισχυριστεί ότι η Κάρολαιν ήταν επικίνδυνη για το παιδί, σχολίασε η εισαγγελέας, υποστηρίζοντας πως ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε σε «άγαρμπες κινήσεις». «Ο φόνος έγινε για ασήμαντη αφορμή και ο κατηγορούμενος ούτε βρισιές δεν μπορεί να επικαλεστεί. Κοίμησε το παιδί στον καναπέ και ανέβηκε να σκοτώσει. Αυτό καταρρίπτει τον ισχυρισμό και δείχνει την προμελέτη. Δεν υπάρχει ούτε ένα στοιχείο που να δείχνει απώλεια συνείδησης».
«Ακόμα και το επιχείρημα ότι σκότωσε θολωμένος καταρρίφθηκε όταν εναπόθεσε το παιδί στο σώμα της νεκρής μάνας. Είχε επίγνωση της αδιανόητης σκληρότητας του. Ήξερε ότι η προσοχή θα στεφόταν στο παιδί και σε εκείνον που βγήκε αλώβητος από μια αιματηρή ληστεία. Με πλήρη βεβαιότητα ο ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί», είπε.
Για τη δολοφονία της Ρόξι, του σκύλου της Καρολαιν που βρέθηκε κρεμασμένος στην είσοδο του σπιτιού σύμφωνα με την εισαγγελέα «ο κατηγορούμενος οργανώθηκε ταχύτατα και σκότωσε το σκυλί με αδιανόητη σκληρότητα. Το ζώο βασανίστηκε όπως και η κοπέλα, φάνηκε η προσπάθεια του να σωθεί χωρίς να τα καταφέρει. Ήταν κάτι σημαντικό για την Κάρολαιν. Όσο κι αν λέει οτι αγαπούσε το ζώο όπως η Κάρολαιν, αυτό δεν μπορεί να γίνει πιστευτό. Ήταν ένα απο τα ζητήματα που τον πρόδωσαν. Κανείς ληστής δεν χάνει χρόνο για να σκοτώσει έτσι τελετουργικά το σκυλί. Το κρέμασμα παραπέμπει είτε σε μαφία (εγώ αυτό σκέφτηκα αρχικά όταν τα έβλεπα στην τηλεόραση), είτε στον ίδιο, δεν υπήρχε Τρίτη λύση. Μας είπε πόσο αγαπούσε τα ζώα και την κρέμασε έτσι, είναι ακραίος κυνισμός ή σχάση προσωπικότητας; Ένας ψυχίατρος θα μπορούσε να μας πει».
Για την ψεύδη κατάθεση και ψεύδη καταμήνυση η εισαγγελέας σημείωσε πως «ο κατηγορούμενος κατέθεσε αρχικά ψευδώς το συνέβη μέσα στο σπίτι. Αν και από μάρτυρας άλλαξε στη συνέχεια ιδιότητα και έγινε ύποπτος. Ο δράστης προσπαθούσε να επιτύχει τη συγκάληψη των εγκλημάτων του. Ο στόχος του ήταν η παραπλάνηση των διωκτικών αρχών. Κέρδισε 37 ημέρες.
Αν υπάρχει ένα κοινό χαρακτηριστικό σε όλα τα εγκλήματα είναι ότι ο κατηγορούμενος υποτιμά τη νοημοσύνη των άλλων. Έφτιαξε ένα σκηνικό, άσκησε ασυλλόγιστη και υπέρμετρη βία προσπαθώντας να μας πείσει ότι οι άγριοι ληστές προκάλεσαν ασφυκτικό θάνατο στο θύμα επειδή αντιστάθηκε ενώ τους είχε δώσει χρήματα» είπε η εισαγγελέας.
Διαβάστε επίσης: