Εισαγγελική εισήγηση-ανάσα για την ερευνητική δημοσιογραφία

Εισαγγελική εισήγηση-ανάσα για την ερευνητική δημοσιογραφία
Στην απαλλακτική εισήγησή της προς το Δικαστικό Συμβούλιο, η αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου αναγνωρίζει ότι οι δημοσιογράφοι που αποκάλυψαν το σκάνδαλο Novartis έπραξαν το καθήκον τους για την ενημέρωση της κοινής γνώμης

Ασπίδα στην ελευθερία του Τύπου η πρόταση απαλλαγής των δημοσιογράφων, σε αντίθεση  με το κατηγορητήριο

Οι δημοσιογράφοι που αποκάλυψαν το σκάνδαλο Novartis όχι μόνο έπραξαν το καθήκον τους για την ενημέρωση της κοινής γνώμης αλλά παράλληλα η αξιοπιστία των πηγών τους ήταν δεδομένη, όπως επίσης «η σοβαρότητα και η αλήθεια των πληροφοριών τους». Είναι μόνο ένα απόσπασμα της απαλλακτικής εισήγησης της αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ελένης Μετσοβίτου-Φλουρή προς το δικαστικό συμβούλιο για τις κατάπτυστες ποινικές διώξεις που είχε ασκήσει η ανακρίτρια του ειδικού δικαστηρίου Κωνσταντίνα Αλεβιζοπούλου σε βάρος του Κώστα Βαξεβάνη και των υπόλοιπων δημοσιογράφων (Γιάννα Παπαδάκου, Γιάννης Φιλιππάκης, Αλέξανδρος Τάρκας). Με ένα νομικό σκεπτικό που δεν χρήζει παρερμηνειών καθώς στηρίζεται σε ξεκάθαρα νομικά επιχειρήματα αποδομεί πλήρως το κατηγορητήριο που σχηματίστηκε σε βάρος των δημοσιογράφων με βάση το έωλο και με εκδικητικά πολιτικά χαρακτηριστικά πόρισμα της προανακριτικής επιτροπής της Βουλής για το σκάνδαλο Novartis. Ενα κατηγορητήριο ντροπιαστικό, το οποίο ουσιαστικά ποινικοποιούσε την άσκηση της ερευνητικής δημοσιογραφίας και είχε προκαλέσει τις σφοδρές αντιδράσεις διεθνών οργανώσεων για την προστασία του Τύπου. Παρ’ όλα αυτά, η ανακρίτρια Κων. Αλεβιζοπούλου συναινώντας στην εργαλειοποίηση της Δικαιοσύνης από την κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν δίστασε να ασκήσει τις κατάπτυστες ποινικές διώξεις, υλοποιώντας το αρεστό πολιτικό αφήγημα.

Στην απαλλακτική εισήγησή της προς το Δικαστικό Συμβούλιο, η αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου αναγνωρίζει ότι οι δημοσιογράφοι που αποκάλυψαν το σκάνδαλο Novartis έπραξαν το καθήκον τους για την ενημέρωση της κοινής γνώμης

Η απαλλακτική πρόταση της κ. Μετσοβίτου-Φλουρή ξεκαθαρίζει ορθά κοφτά ότι δεν προκύπτει καμιά ένδειξη ενοχής για τους κατηγορούμενους δημοσιογράφους. Με απλά λόγια, «αδειάζει» την ανακρίτρια Κων. Αλεβιζοπούλου, η οποία είχε δείξει τις πραγματικές διαθέσεις της με την έναρξη της ανακριτικής διαδικασίας.

«Από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας δεν προέκυψε ότι υπήρξε συμμετοχή τους (σ.σ.: των δημοσιογράφων), με τη μορφή συνέργειας και με αφορμή τα δημοσιεύματά τους». Συγκεκριμένα, σύμφωνα πάντα με την απαλλακτική πρόταση της κ. Μετσοβίτου-Φλουρή, δεν «αποδεικνύεται» ότι υπήρξε «παρέμβαση» των δημοσιογράφων. Απέρριψε δηλαδή ότι οι κατηγορούμενοι δημοσιογράφοι έκαναν «υποδείξεις» προς τους εισαγγελείς διαφθοράς για τον τρόπο εκτέλεσης των καθηκόντων τους.

Το επιχείρημα αυτό καταρρίπτει πλήρως την επιχειρηματολογία κυρίως πολιτικών προσώπων που συνδέθηκαν με το σκάνδαλο Novartis και την εμπλοκή δημοσιογράφων ότι δήθεν με τις αποκαλύψεις τους επιχειρούσαν να πιέσουν τους μάρτυρες ή άλλα εμπλεκόμενα πρόσωπα ώστε να καταθέσουν εναντίον πολιτικών προσώπων. Οπως έγινε, για παράδειγμα, με τον διαχρονικό σύμβουλο υπουργών Υγείας Νίκο Μανιαδάκη και δημοσίευμα του Documento τον Νοέμβριο του 2018, το οποίο έκανε λόγο για «διπρόσωπο προστατευόμενο μάρτυρα». Το αποκαλυπτικό για τον ρόλο Μανιαδάκη δημοσίευμα, το οποίο επιβεβαιώθηκε απόλυτα από την εξέλιξη της υπόθεσης, αξιοποιήθηκε από στρατευμένα κέντρα στοχευμένης παραπληροφόρησης και όχι μόνο ως δήθεν «προφητικό και προειδοποιητικό» τάχα για να «φοβηθεί» ο «ανυπεράσπιστος Μανιαδάκης» και να καταθέσει όσα «ψευδή» επιθυμούσαν οι «σκευωροί της Novartis».

Στην απαλλακτική εισήγησή της προς το Δικαστικό Συμβούλιο, η αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου αναγνωρίζει ότι οι δημοσιογράφοι που αποκάλυψαν το σκάνδαλο Novartis έπραξαν το καθήκον τους για την ενημέρωση της κοινής γνώμης

Ωστόσο κατά την αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου δεν προκύπτει ότι τα δημοσιεύματα «αποτελούσαν συνειδητή πίεση και έμμεση υπόδειξη στους εισαγγελείς διαφθοράς προκειμένου να ενεργήσουν παράνομα». Οταν μάλιστα, όπως υποστηρίζει η κ. Μετσοβίτου-Φλουρή στην πρότασή της, οι δημοσιογράφοι «δεν προκύπτει ότι διεκδίκησαν και επέτυχαν συμμετοχή στην ποινική διαδικασία με τη δημοσίευση στοχευμένων ειδικών ειδήσεων».

 «Οι δημοσιογράφοι έκαναν το καθήκον τους»

Στην απαλλακτική εισαγγελική πρόταση επισημαίνεται και κάτι ακόμη ουσιώδες που αποδομεί πλήρως τα επιχειρήματα περί σκευωρίας. Σύμφωνα με την κ. Μετσοβίτου-Φλουρή, την περίοδο εκείνη υπήρχαν «πλείστα δημοσιεύματα» για το σκάνδαλο Novartis και τις «εμπλοκές προσώπων επιλήψιμες και μη». Μάλιστα η εισαγγελέας υπογραμμίζει πως για το σκάνδαλο Novartis δημοσιεύτηκαν στον Τύπο «διαφοροποιούμενες εκδοχές, οξείες κριτικές και αξιολογήσεις οι οποίες όμως εντάσσονται στο καθήκον των δημοσιογράφων για την ενημέρωση της κοινής γνώμης, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι δεν έλειπαν και οι υπερβολές».

Με απλά λόγια, η αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου αναγνωρίζει αυτό που θα έπρεπε να είναι και το αυτονόητο σε μια δημοκρατική και ευνομούμενη πολιτεία που σέβεται την ελευθερία του Τύπου. Αναγνωρίζει δηλαδή το δικαιολογημένο ενδιαφέρον ενός δημοσιογράφου για ένα διεθνές σκάνδαλο διαφθοράς όπως αυτό της Novartis. Σε αντίθεση με την ανακρίτρια Κων. Αλεβιζοπούλου, η οποία με ένα πρωτοφανές σκεπτικό έκρινε ότι η άσκηση δημοσιογραφικής έρευνας είναι ποινικό αδίκημα, επειδή ακριβώς αυτό ζητούσαν τα ερευνώμενα πολιτικά πρόσωπα.

Αξιόπιστες οι δημοσιογραφικές πηγές

Στην εισήγησή της η αντεισαγγελέας κ. Μετσοβίτου-Φλουρή στέκεται και στις πηγές των δημοσιογράφων κατά τη διάρκεια των ερευνών τους. Σύμφωνα με την απαλλακτική εισήγηση, η φύση της δουλειάς και η αποστολή ενός δημοσιογράφου είναι «συνυφασμένη με την ανεύρεση πηγών πληροφόρησης και αλίευσης ειδήσεων με τον τρόπο που αυτός κρίνει προσφορότερο και αποτελεσματικότερο και στη συνέχεια η διασταύρωση και επαλήθευση της αξιοπιστίας και της βασιμότητάς τους».

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως υπογραμμίζει, οι δημοσιογράφοι αντλούσαν πληροφορίες και ενημέρωση, εκτός των άλλων πηγών τους, «αλλά και από τα άτομα που είχαν σχέση με την υπόθεση και τα οποία εξαιτίας της ιδιότητάς τους και της θέσης τους είχαν άμεση και ασφαλή πρόσβαση σε στοιχεία της υπόθεσης εξαιρετικού ενδιαφέροντος». Οπως για παράδειγμα ο διαχρονικός σύμβουλος υπουργών Υγείας και μάρτυρας του FBI στις ΗΠΑ Νίκος Μανιαδάκης, τον οποίο ο Κ. Βαξεβάνης αναγκάστηκε, ως κατηγορούμενος πλέον, να κατονομάσει ενώπιον της ανακρίτριας Αλεβιζοπούλου ως μία από τις «πηγές πληροφόρησης» για το σκάνδαλο Novartis, ενώ παρέθεσε και οπτικοακουστικό υλικό με τον Ν. Μανιαδάκη να καταγγέλλει εκβιασμό από τον κεντρικό τραπεζίτη Γιάννη Στουρνάρα. Η ανακρίτρια κ. Αλεβιζοπούλου τον κάλεσε για μια απλή κατάθεση χωρίς να του υποβάλει ούτε μία ερώτηση ουσίας και όχι για κατ’ αντιπαράσταση εξέταση, όπως ζητούσε ο Κ. Βαξεβάνης μέσω των συνηγόρων του Γιάννη Μαντζουράνη και Βασίλη Καπερνάρου.

Σύμφωνα με την κ. Μετσοβίτου-Φλουρή, η αξιοπιστία των πηγών ήταν δεδομένη, όπως επίσης και «η σοβαρότητα και η αλήθεια των πληροφοριών τους θεωρητικά ήταν η καλύτερη πηγή πληροφοριών που κάθε δημοσιογράφος θα ήθελε να έχει».

Πλήρης αποδόμηση του κατηγορητηρίου

Στην εισήγησή της η αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου είναι ξεκάθαρη σχετικά με τα δημοσιεύματα των κατηγορούμενων δημοσιογράφων και τις ενέργειες των εισαγγελέων διαφθοράς. Οπως επισημαίνει, οι ενέργειες των κατηγορούμενων εισαγγελέων και του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου σχετικά με τον χειρισμό της δικογραφίας «δεν προέκυψε ότι συνδέονταν με τα συγκεκριμένα δημοσιεύματα των κατηγορούμενων δημοσιογράφων», καθώς από μόνες τους οι ενέργειες των εισαγγελέων ήταν ικανές να επιφέρουν το αποτέλεσμα αυτό».

Δηλαδή για την τυχόν τέλεση των αδικημάτων που τους αποδίδονται δεν ήταν «απαραίτητη και αναγκαία η συνδρομή των κατηγορούμενων δημοσιογράφων», όπως αποτυπώνεται στο κατηγορητήριο που συνέταξε η ανακρίτρια κ. Αλεβιζοπούλου.

Η κ. Μετσοβίτου-Φλουρή ξεκαθαρίζει επίσης ότι είναι άλλο η δημοσιογραφική εργασία και οι αποκαλύψεις για «σοβαρές υποθέσεις» και άλλο ο «δήθεν επηρεασμός των εισαγγελέων μέσω δημοσιευμάτων». Ενα επιχείρημα που είχαν υιοθετήσει τα εμπλεκόμενα πολιτικά πρόσωπα, το οποίο μόνο δυσφήμηση προκαλούσε στο εξωτερικό για την Ελλάδα, λες και επρόκειτο για κάποια χώρα-παρία και όχι για σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα.

«Η κατάσταση που διαμορφώνεται στα ΜΜΕ έντυπα και ηλεκτρονικά, όταν προκύψουν σοβαρές υποθέσεις που κεντρίζουν το ενδιαφέρον και προκαλούν την έξαψη της κοινής γνώμης με δημοσιεύματα, σχόλια και αναλύσεις, είτε επιδοκιμαστικά είτε αποδοκιμαστικά ανεξαρτήτως θορύβου που προκαλείται, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστούν ούτε να θεωρηθούν ως κατευθυντήριες γραμμές και επηρεασμός με τη μορφή αξιόποινης συνδρομής, στις υπηρεσιακές ενέργειες, που οφείλουν από τον νόμο και τη δικαστική τους συνείδηση, να ακολουθήσουν και δικαστές και εισαγγελείς που καλούνται να τις χειριστούν. Το αντίθετο θα μπορούσε να οδηγήσει σε άτοπες και ακραίες καταστάσεις» υπογραμμίζεται στην απαλλακτική πρόταση της αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Επιπλέον από το αποδεικτικό υλικό είναι φανερή η διάχυση «πληροφοριών και στοιχείων» της επίμαχης δικογραφίας και σε άλλα αναρμόδια πρόσωπα, τα οποία «συνέβαλαν με τις εκάστοτε δηλώσεις και τοποθετήσεις τους στην πρόκληση του ανάλογου κλίματος».

Το δικαστικό συμβούλιο έχει τον τελικό λόγο για την παραπομπή ή όχι των δημοσιογράφων στο ειδικό δικαστήριο. Ωστόσο σύμφωνα με πηγές από τον χώρο της Δικαιοσύνης, τα νομικά επιχειρήματα της εισαγγελικής πρότασης είναι ισχυρά καθώς πατάνε γερά στον νόμο, σε αντίθεση με το κατηγορητήριο της κ. Αλεβιζοπούλου που βρίθει νομικών ανακριβειών, τις οποίες πολύ δύσκολα το δικαστικό συμβούλιο θα παραβλέψει για να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα.

Ικανοποίηση στις διεθνείς οργανώσεις Τύπου

Γράφει ο Αντώνης Ρηγόπουλος

Με ικανοποίηση υποδέχτηκαν την απαλλακτική εισαγγελική πρόταση για τους διωκόμενους δημοσιογράφους και οι διεθνείς οργανώσεις για την ελευθερία του Τύπου, καθώς λίγες ώρες μετά τη δημοσιοποίησή της τόσο το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου (IPI) όσο και οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα (RSF) προχώρησαν σε θετικές αναρτήσεις στα social media.

«Το IPI καλωσορίζει την πρόταση της εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ότι το δικαστικό συμβούλιο που διερευνά το σκάνδαλο Novartis θα πρέπει να απαλλάξει τους κατηγορούμενους δημοσιογράφους από όλες τις ποινικές κατηγορίες που συνδέονται με τα ρεπορτάζ τους. Αυτή η υπόθεση ρίχνει βαριά σκιά στην ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα. Το IPI και το MFRR (σ.σ.: σύμπραξη επτά διεθνών οργανώσεων) παρακολουθούν στενά την υπόθεση. Είναι σαφές ότι οι ποινικές κατηγορίες εναντίον του Κώστα Βαξεβάνη και της Ιωάννας Παπαδάκου δεν βασίζονται σε αποδείξεις. Ελπίζουμε ότι η επιτροπή θα ακολουθήσει την εισαγγελική πρόταση και θα κινηθεί προς την απαλλαγή όλων των δημοσιογράφων που εμπλέκονται» ανήρτησε το IPI στο Twitter.

Οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα τόνισαν: «Οι RSF χαιρετίζουν την πρόταση της εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να απαλλαγεί λόγω έλλειψης στοιχείων ο Κώστας Βαξεβάνης που διώκεται σε σχέση με τη δουλειά του στην υπόθεση της φαρμακευτικής Novartis. Αν το δικαστικό συμβούλιο ακολουθήσει, τότε ο δημοσιογράφος του Documento θα απαλλαγεί από όλες τις κατηγορίες».

Πρόκειται για δύο από τις μεγαλύτερες και εγκυρότερες διεθνείς οργανώσεις για την ελευθερία του Τύπου, με ένα τεράστιο δίκτυο ερευνητικών δημοσιογράφων σε όλο τον κόσμο. Αμφότερες, όπως και πολλές ακόμη οργανώσεις, παρακολουθούν πολύ στενά την υπόθεση από την πρώτη στιγμή που έγιναν γνωστές οι πρωτοφανείς διώξεις κατά των δημοσιογράφων που αποκάλυψαν το σκάνδαλο Novartis. Μάλιστα δεν ήταν λίγες οι φορές που με πρωτοβουλία τους ζητήθηκαν από το Documento πληροφορίες για την εξέλιξη της δικαστικής περιπέτειας, ενώ έχουν επανειλημμένως στηρίξει δημόσια τους διωκόμενους δημοσιογράφους του Documento σε κάθε κυβερνητική επίθεση τα τελευταία χρόνια.

Ετικέτες

Documento Newsletter