Την εσχάτη των ποινών συνεχίζει ακόμη και εν μέσω πανδημίας να εφαρμόζει ο νησιωτικός, ασιατικός πληθυσμιακός «γίγαντας» των 270 εκατομμυρίων κατοίκων.
Φωνή βοώντος εν τη ερήμω αποδεικνύονται οι εκκλήσεις της διεθνούς κοινότητας για να μπει οριστικό τέλος στην επιβολή της θανατικής ποινής καθώς δεκάδες χώρες ανά την υφήλιο συνεχίζουν να τις επιβάλλουν, χωρίς ωστόσο όλες να εκτελούν τους καταδικασθέντες. Πρόκειται για μια ποινή-αντίληψη που θα έπρεπε να έχει μπει οριστικά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας συνιστώντας μια «μαύρη» περίοδο για την ανθρωπότητα.
Εντούτοις, μια χώρα που συνεχίζει να επιβάλλει την εσχάτη των ποινών, παρά το γεγονός πως έχει εφαρμόσει ένα άτυπο μορατόριουμ στις εκτελέσεις, είναι η πολυπληθέστατη Ινδονησία όπου το μέτρο της θανατικής καταδίκης, κυρίως για εμπόριο ναρκωτικών, παραμένει δημοφιλές στους πολίτες, σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία.
Ο νησιωτικός πληθυσμιακός «γίγαντας» των 270 εκατομμυρίων κατοίκων, κατά πλειονότητα μουσουλμάνων, στη νοτιοανατολική Ασία μπορεί να έχει παγώσει τις εκτελέσεις από το 2016, μολαταύτα συνεχίζει να επιβάλλει τη θανατική ποινή, ενώ με αφορμή την πανδημία του κορονοϊού επιβλήθηκαν αντίστοιχες καταδίκες σε δεκάδες ανθρώπους διαδικτυακά, με δίκες που έγιναν μέσω εφαρμογών όπως το Zoom.
Όλα αυτά σε μια χώρα που αντιμετωπίζει τεράστιο πρόβλημα με τη διακίνηση ναρκωτικών και κυρίως της μεθαμφεταμίνης, γνωστής ως «shabu-shabu» στην τοπική αργκό.
«Για να κερδίσουν πολιτικούς πόντους»
Τα στοιχεία είναι συνταρακτικά. Στην προσπάθεια του Documento να προσδιορίσει τη ρίζα του προβλήματος ο Ουσμάν Χαμίντ, εκτελεστικός διευθυντής της Διεθνούς Αμνηστίας στην Ινδονησία, ανέδειξε μια οπτική που δεν είναι εύκολα ορατή από τον δυτικό παρατηρητή: «Το πρόβλημα είναι ότι η θανατική ποινή είναι εξαιρετικά δημοφιλής στο κοινό της Ινδονησίας. Δημοσκοπήσεις έχουν διαπιστώσει με συνέπεια ότι η στήριξη για τη θανατική ποινή υπερβαίνει το 80%, που είναι υψηλότερη από ό,τι ακόμη και η υποστήριξη για τη δημοκρατία, η οποία ήταν περίπου 75%» τονίζει δείχνοντας σχετικό δημοσίευμα της «The Jakarta Post» και συνεχίζει:
«Λόγω αυτού, οι πολιτικοί και οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι συχνά φέρνουν τη θανατική ποινή για να κερδίσουν πολιτικούς πόντους. Οσο η θανατική ποινή είναι τόσο δημοφιλής, αυτό θα συνεχίσει να ισχύει.
Επομένως, απαιτείται προσέγγιση και εκστρατεία για να αλλάξει ο τρόπος που βλέπει ο κόσμος τη θανατική ποινή» υπογραμμίζει ο εκπρόσωπος της Διεθνούς Αμνηστίας στην Τζακάρτα και σημειώνει ότι: «Η συνεχιζόμενη διεθνής πίεση μπορεί επίσης να διασφαλίσει ότι δεν θα πραγματοποιηθούν εκτελέσεις, ακόμη και αν εξακολουθούν να εκδίδονται θανατικές ποινές».
Το μορατόριουμ και το καμπανάκι
Παρά το γεγονός πως η Τζακάρτα έχει εφαρμόσει ένα άτυπο μορατόριουμ καθώς από το 2016 δεν εκτελούνται οι θανατικές καταδίκες, ο Ουσμάν Χαμίντ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου καθώς αυτό το πάγωμα παραμένει «εύθραυστο».
Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή στις εκτελέσεις θανατοποινιτών στην Ινδονησία σημειώνει: «Στον πρόεδρο Σουσίλο Μπάμπανγκ Γιουντχογιόνο (2004-2014) δεν άρεσε η θανατική ποινή και ξεκίνησε ένα ανεπίσημο μορατόριουμ το 2008.
Ωστόσο, ο πρόεδρος Τζόκο Ουιντόντο επαναλαμβάνει συχνά τη δέσμευσή του για τον “πόλεμο κατά των ναρκωτικών”. Αυτό, σε συνδυασμό με την επιθυμία του να εμφανιστεί ως “ισχυρός” ηγέτης, τον ώθησε να συνεχίσει τις εκτελέσεις το 2015 και το 2016, με 18 άτομα να εκτελούνται, όλα για εγκλήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά ενώ 15 από αυτά ήταν ξένοι πολίτες».
«Νομίζω ότι η διεθνής πίεση για ορισμένους κρατούμενους, όπως η Μέρι Τζέιν Βελόσο, οδήγησε στην παύση των εκτελέσεων από το 2016. Ωστόσο, η κυβέρνηση θα μπορούσε να αποφασίσει να συνεχίσει τις εκτελέσεις ανά πάσα στιγμή» καταλήγει.
Στο σκαμνί… διαδικτυακά
Aλγεινή εντύπωση προκαλεί η διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε σε αρκετές περιπτώσεις το τελευταίο διάστημα: «Οι δίκες διεξάγονται μέσω Zoom ή παρόμοιων εφαρμογών. Οι δικαστές βρίσκονται στην αίθουσα του δικαστηρίου, μερικές φορές μπαίνουν μαζί με τους εισαγγελείς. Άλλοτε οι εισαγγελείς συμμετέχουν στη δίκη από το γραφείο τους. Οι κατηγορούμενοι θα μπουν από τη φυλακή ή άλλη εγκατάσταση, μερικές φορές με τους δικηγόρους τους.
Σε άλλες περιπτώσεις οι δικηγόροι υπεράσπισης θα βρίσκονται σε άλλη τοποθεσία. Οι δίκες διακόπτονται συχνά λόγω τεχνικών δυσκολιών όπως η κακή σύνδεση στο διαδίκτυο».
«Στις περισσότερες περιπτώσεις ο δικαστής βλέπει τον εναγόμενο, ακόμη και αν είναι εικονική η διαδικασία. Η μόνη εξαίρεση είναι εάν ο κατηγορούμενος δικάζεται για εγκλήματα που διαπράχτηκαν ενώ ήδη εκτίει ποινή.
Η θανατική ποινή είναι απάνθρωπη τιμωρία. Εν μέσω της πανδημίας, όταν εκείνοι που αντιμετωπίζουν την εκτέλεση έχουν περιορισμένη πρόσβαση στους δικηγόρους, στις οικογένειές τους και τις εγκαταστάσεις υγείας, συνιστά σοβαρή καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων» τονίζει.
«Η συντριπτική πλειονότητα των υποθέσεων θανατικής ποινής τον τελευταίο χρόνο αφορούσαν εγκλήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά. Η Διεθνής Αμνηστία αντιτίθεται σθεναρά στη θανατική ποινή για όλες τις περιπτώσεις.
Το 2019 υπήρξαν τουλάχιστον 80 καταδίκες σε θάνατο στην Ινδονησία – 59 για ναρκωτικά, 19 για δολοφονίες, μία για τρομοκρατία και μία για βιασμό παιδιών. Το 2020 υπήρξαν τουλάχιστον 117 θανατικές ποινές – 101 για ναρκωτικά και 16 για δολοφονίες» εξηγεί.