Η απώλεια δύο σημαντικών ανθρώπων του θεάματος, η εικόνα των οποίων έχει αλώσει το συλλογικό μας υποσυνείδητο
Την περασμένη Τρίτη γνωστοποιήθηκε ο θάνατος του Κώστα Καζάκου – ετών 87. Μία ημέρα μετά τον ακολούθησε η Ειρήνη Παπά – ετών 96. Η πρώτη σκέψη είναι πως έφυγαν πλήρεις ημερών, χορτασμένοι από την ίδια τη ζωή τους. Ο μεν Καζάκος βρισκόταν στο νοσοκομείο με σοβαρή πνευμονοπάθεια που οδήγησε σε πολυοργανική ανεπάρκεια. Η δε Παπά απλώς ζούσε σαν σκιά του εαυτού της, χτυπημένη τα τελευταία χρόνια από τη νόσο Αλτσχάιμερ. Ολοι το γνωρί-ζαμε, όλοι στενοχωριόμασταν σαν να ήταν δικός μας άνθρωπος, μα είναι τέτοια η φυσική ροή που δεν μπορείς να κάνεις απολύτως τίποτε.
Τα social media κατακλύστηκαν από κείμενα που το ένα συναγωνιζόταν το άλλο σε ομορφιά και συγκίνηση. Λόγια α-γάπης και εκτίμησης για το έργο τους, για τη μεγάλη καριέρα τους και για το ήθος και τη στάση που κράτησαν όλα τα χρόνια.
Ενα ταξίδι στα τρίσβαθα της ελληνικότητας
Τους είδαμε να παίζουν μαζί συγκλονιστικά στην «Ιφιγένεια» (1977) που έκλεισε την κινηματογραφική τριλογία των αρχαίων τραγωδιών από τον Μιχάλη Κακογιάννη. Η Παπά έφερε ήδη τις περγαμηνές της από το εξωτερικό, τα περά-σματά της από την Τσινετσιτά και τις αποθεωτικές κριτικές του διεθνούς Τύπου. Ο Καζάκος από την άλλη είχε ξεμπερ-δέψει με τη θητεία του στον εμπορικό κινηματογράφο του Γιάννη Δαλιανίδη, του Ντίνου Δημόπουλου και του Νίκου Φώσκολου και ξεχώρισε στο αντιδικτατορικό κέλευσμα του «Μεγάλου μας τσίρκου» – στη μεταπολίτευση ο ηθοποιός φάνηκε να βρίσκει τα υποκριτικά βήματα που ήθελε να ακολουθήσει. Κι αν την Παπά την είδε κάποτε τυχαία στον δρόμο ο Αλέκος Σακελλάριος κι έμεινε έκθαμβος με το αρχαιοελληνικό της κάλλος, πηγαίνοντάς την κατευθείαν στον Φίνο, για τον Καζάκο ξεκίνησαν όλα με ένα τυχαίο πέρασμά του έξω από τη σχολή κινηματογράφου του Σταυράκου. Το 1951, ενόσω ο Καζάκος βρισκόταν στην εφηβεία και ονειρευόταν ότι θα γινόταν δάσκαλος, η Παπά κατακτούσε την αναγνωρισιμότητα εκτός συνόρων με τη «Νεκρή πολιτεία» του Φρίξου Ηλιάδη που παρουσιάστηκε στις Κάννες. Γι’ αυτό και αμέσως μετά πήγε στη γειτονική Ιταλία για να εμφανιστεί σε μελό ή λαϊκές κωμωδίες ή ψευδοϊστορικά δράματα: «Vortice» (1953), «Μια από εκείνες» (Una di quelle, 1953), «Αττίλας, η μάστιγα του θεού» (Attila, il flagello di Dio, 1954) και «Θεοδώρα, η αυτοκράτειρα του Βυζαντίου» (Theodora, 1954). Λίγα χρόνια αργότερα ήρθε το Χόλιγουντ: το 1956 εμφανίστηκε στη δραματική ταινία «The power and the prize» με τον Ρόμπερτ Τέιλορ, το 1957 στο πλευρό του Τζέιμς Κάγκνεϊ στο γουέστερν «Ελύγισα για πρώτη φορά» (Tribute to a bad man, 1957), ενώ το 1961 συμμετείχε στην περιπέτεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου «Τα κανόνια του Ναβαρόνε» (The guns of Navarone).
Κι όσο η δεκαετία του 1960 έφτανε στο τέλος της η Ελληνίδα ηθοποιός θα ξεχώριζε με τη συμμετοχή της στο θρυλικό «Ζ» (1969) του Κώστα Γαβρά και του Βασίλη Βασιλικού δίπλα στον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν και τον Iβ Μοντάν. Η Ειρήνη Παπά είχε ζήσει από πρώτο χέρι τα γεγονότα του παρισινού Μάη του ’68, η γνωριμία της δε με τους Aphrodite’s Child την οδήγησε στο στούντιο, όπου γράφει με τη φωνή της έναν ανατριχιαστικό διαπλανητικό οργασμό για το ψυχεδελικό «666», το πιο θρυλικό άλμπουμ του ελληνικού συγκροτήματος. Δεν ήταν η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που η καλλιτέ-χνιδα θα απασχολούσε τη δισκογραφία. Την ίδια χρονιά με το «Ζ» είχε ηχογραφήσει έντεκα τραγούδια του Μίκη Θεο-δωράκη, ενώ το 1977 θα συμμετείχε στους «Ελεύθερους πολιορκημένους» του Γιάννη Μαρκόπουλου. Από την άλλη τι μπορεί να γράψει κάποιος για τις «Ωδές» (1978) και τις «Ραψωδίες» (1986), τις δύο πολύ μεγάλες δισκογραφικές συνερ-γασίες της με τον Vangelis; Σταχυολογώ δύο μόνο από τις απόψεις για το άλμπουμ «Ωδές», στο οποίο ερμήνευσε μεταξύ άλλων τα «40 παλικάρια» και τη «Νεραντζούλα», κολυμπώντας στα ηλεκτρονικά ποτάμια του Vangelis: «Κανένας του-ρίστας, κανένα οργανωμένο ταξίδι δεν φτάνει μέχρι εκεί, δεν υπάρχει στον χάρτη. Είναι ένας τόπος μυστηριώδης που η Ειρήνη Παπά ξέρει καλύτερα από τον Πλάτωνα. Η ελληνική ψυχή». Τάδε έφη Αντονι Κουίν, για να συμπληρώσει με τη δική της δήλωση η Μελίνα Μερκούρη: «Οταν δύο καλλιτέχνες όπως η Ειρήνη Παπά και ο Βαγγέλης Παπαθανασίου συναντιούνται κάτι θα συμβεί, κάτι συμβαίνει. Κάτι το πολύ ελληνικό και το πολύ μαγικό».
Αριστερά και αισθητική οι συνδετικοί τους κρίκοι
Πίσω πάλι στον χρόνο, το 1964, ο Κώστας Καζάκος υποδύθηκε τον Κοσμά στο συγκλονιστικό «Μπλόκο» του Αδώνιδος Κύρου, ταινία που κινούνταν στο πλαίσιο της μεταφοράς του ιταλικού νεορεαλισμού στην εγχώρια κινηματογραφία, όπως είχαν επιχειρήσει και άλλοι στρατευμένοι αριστεροί σκηνοθέτες τον καιρό της παντοδυναμίας του Φίνου. Στρατευμένος αριστερός και ο ίδιος, δεν παρέλειπε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του να αναφέρεται στον πατέρα του που είχε περάσει από τους τόπους εξορίας και τα κολαστήρια/«αναμορφωτήρια» του Αιγαίου: του Αη Στράτη, της Ικαρίας και της Μακρονήσου. Και όταν η τροχιά του διασταυρώθηκε με εκείνη της Τζένης Καρέζη και παντρεύτηκαν, η σούπερ σταρ δεν παρέλειπε να δηλώνει πως ο σύζυγός της διαμόρφωσε την καλλιτεχνική της ταυτότητα και την πολιτική της συνείδηση. Την περίοδο πάντως της γνωριμίας τους και του μεγάλου τους έρωτα άφησαν από κοινού το υποκριτικό τους στίγμα σε μια επιβλητική πολεμική ταινία: το «Κοντσέρτο για πολυβόλα» (1967) του Ντίνου Δημόπουλου, έχοντας στο πλάι τους τον Μάνο Κατράκη και τον Ανδρέα Μπάρκουλη. Τη δική της πολιτική συνείδηση η Ειρήνη Παπά την είχε αναπτύξει από νωρίς μέσα από τις επαφές της με ανθρώπους-σύμβολα του αντιδικτατορικού αγώνα, καθώς και με διανοούμενους σε Ελλάδα και εξωτερικό: Θεοδωράκης, Μελίνα, Μπολονίνι, Γαβράς, Ροσίφ. Κι ενώ ο Καζάκος στην Ελλάδα γύριζε τη μια εμπορική ταινία μετά την άλλη κατά τη διάρκεια της επταετίας, συγκέντρωνε συγχρόνως υλικό για να υψώσει το ανάστημά του κατά της χούντας σε μια ιστορικής σημασίας σύμπραξη με τη σύζυγό του, τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, τον Νίκο Ξυλούρη, τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο κ.ά. Το «Μεγάλο μας τσίρκο» έκανε πρεμιέρα στο θέατρο Αθήναιον στις 22 Ιουνίου του 1973, προκαλώντας τη μήνη των χουντικών που έστειλαν ασφαλίτες και συνέλαβαν το ζευγάρι των πρωταγωνιστών.
Τον Κώστα Καζάκο και την Ειρήνη Παπά ξαναβρίσκουμε ακμαίους στον λεγόμενο νέο ελληνικό κινηματογράφο. Εκείνος έπαιξε στο «Κελί μηδέν» (1975), την πρώτη ταινία του Γιάννη Σμαραγδή, στον «Ανθρωπο με το γαρίφαλο» (1980) του Νίκου Τζήμα και στον συγκινητικό «Δραπέτη» (1991) του Λευτέρη Ξανθόπουλου, να υποδύεται τον μαστρο-Αντώνη Μπάρκα. Ολο αυτό το διάστημα δεν σταμάτησε να κάνει ποιοτικό θέατρο, όπως και να διευθύνει το Ιδρυμα Τζένη Καρέζη στη μνήμη της συζύγου του. Την Ειρήνη Παπά απολαύσαμε στο «Πάνω, κάτω και πλαγίως» (1993) του Μιχάλη Κακογιάννη, στο «Μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι» (2001) και στο κύκνειο άσμα της, το «Um filme Falado» (2003) του Πορτογάλου Μανουέλ ντε Ολιβέιρα, ο οποίος λέγεται ότι τη λάτρεψε. Ηταν πολλά τα χρόνια που η διεθνής Ελληνίδα ηθοποιός πάλευε με τη νόσο του Αλτσχάιμερ και ζούσε αποτραβηγμένη από τα φώτα της δημοσιότητας. Πόσο θλιβερό να χάνεται κανείς στους λαβυρίνθους του μυαλού του ύστερα από μια τόσο γεμάτη ζωή. Ο Καζάκος την ίδια στιγμή ήταν ακμαίος μέχρι το τέλος και μόνο όταν τα αναπνευστικά του προβλήματα έκαναν απαγορευτική την εμφάνισή του στο θέατρο –συγκεκριμένα στην παράσταση «Ματωμένα χώματα»– αποσύρθηκε.
«Η μοίρα των ανθρώπων είναι ο θάνατος», όπως έγραψε ο Μιχάλης Καραγάτσης στον «Γιούγκερμαν», μα εδώ όμως είχαμε δύο σπουδαίους καλλιτέχνες που τους ένωναν πάρα πολλά πράγματα: η τέχνη και η πολιτική, η συνέπεια και η αισθητική, η πίστη στον άνθρωπο και η ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο. Η Ειρήνη Παπά και ο Κώστας Καζάκος είναι ο παλιός κόσμος που μοιάζει να κατεδαφίζεται σαν να απαλλοτριώνεται από τους εργολάβους του πολιτισμού.