Ο Ισλανδός συγγραφέας του πολυσυζητημένου «Κακού» μιλάει στο Documento.
Ο 39χρονος Ισλανδός Εϊρικουρ Ερτν Νόρδνταλ είναι μια περίπτωση συγγραφέα που φαίνεται ότι θα μας απασχολεί για χρόνια. Από τις πρώτες κιόλας παραγράφους του βιβλίου του «Το Κακό» (Illska, Εκδόσεις Πόλις, μτφρ. Ρούλα Γεωργακοπούλου) ταράζει το μυαλό του αναγνώστη όχι μόνο με την επιλογή του θέματος, που αφορά την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, αλλά και με το ιδιαίτερο στιλ γραφής που συνδυάζει τη «λοξή», σπιρτόζικη ματιά με τη βαθιά γνώση της σύγχρονης ιστορίας. Η υπόθεση του μυθιστορήματος αφορά μια νεαρή ιστορικό λιθουανοεβραϊκής καταγωγής, την Αγκνες, η οποία μελετά την άνοδο των ακροδεξιών ρευμάτων στην Ισλανδία και την Ευρώπη για τη διπλωματική της εργασία. Οι έρευνές της την οδηγούν σε έναν νεοναζί διανοούμενο, τον Αρνορ, τον οποίο ερωτεύεται. Η ιστορία τους συνδέεται με εκείνη της σύγχρονης Ισλανδίας και την εξόντωση των Εβραίων στη Λιθουανία από τους ναζί (είχε ανάμειξη ο ντόπιος πληθυσμός). Το Documento μίλησε με τον συγγραφέα του πιο πολυσυζητημένου βιβλίου των τελευταίων μηνών.
Επιλέξατε να ασχοληθείτε με το θέμα του νεοναζισμού. Γιατί;
Με απασχολούν έντονα, σε σημείο εμμονής, οι αλλαγές που παρατηρούνται στο πολιτικό σκηνικό της Ευρώπης την τελευταία εικοσαετία. Η ακροδεξιά παρελαύνει αργά αλλά σταθερά εδώ και καιρό. Κάποιες φορές η εμφάνισή της φαίνεται ξαφνική, όμως δεν είναι. Συνήθως κάνει πολύ μικρά βήματα, ωστόσο δεν υπαναχωρεί, κινείται μόνο προς τα εμπρός, κερδίζει σε τόλμη και αυξάνει τους ψηφοφόρους της αμβλύνοντας τις απόψεις της. Επίσης νιώθω πως πρέπει να καταλάβουμε ότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν αποτελεί μέρος αρχαίας ιστορίας. Είναι η τρέχουσα ιστορία. Στη βόρεια και στη δυτική Ευρώπη ανήκουμε στις πρώτες γενιές που δεν έχουν μνήμες πολέμου στο σπίτι και το γενικό αίσθημα είναι ότι πρόκειται για κάτι αδιανόητο. Το Ολοκαύτωμα μοιάζει τόσο μακρινό –σε ψυχολογική βάση μιλώντας– για εκείνους που υποτιμούν το σημερινό κύμα ρατσισμού. Ομως είναι κομμάτι της κληρονομιάς μας. Είναι τα ερείπια μέσα στα οποία ζούμε. Ενας τρίτος παράγοντας είναι ότι στην Ισλανδία αυτή η απόσταση φαίνεται ακόμη μεγαλύτερη. Οι Ισλανδοί έχουν την τάση να πιστεύουν ότι επειδή βρισκόμαστε σε ένα απομακρυσμένο νησί η ιστορία, κατά κάποιον τρόπο, έχει συμβεί κάπου αλλού. Αυτό φυσικά αποτελεί ψευδαίσθηση.
Είναι η ξενοφοβία και ο ρατσισμός έμφυτα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης ή καλλιεργούνται κοινωνικά;
Νομίζω ότι συμβαίνουν και τα δύο. Το φυλετικό ένστικτο δεν είναι μόνο έμφυτο, αποτελεί τον ορισμό της αγάπης. Η αγάπη εξαρτάται από το ότι διαιρούμε τον κόσμο σε εμάς και σε αυτούς – τα μέλη της οικογένειάς μου, τα παιδιά μου, τη γυναίκα μου, τους γονείς μου, τα αδέρφια μου και κατ’ επέκταση τους φίλους μου, τους κατοίκους της πόλης μου και όλους όσοι μας απειλούν. Αυτό δεν είναι απαραιτήτως ηθικά λανθασμένο και σίγουρα δεν πιστεύω ότι θα έπρεπε να δημιουργεί ενοχές. Η διαχωριστική γραμμή που οροθετεί την αγάπη από τον φυλετισμό και τον φυλετισμό από τον ρατσισμό δεν είναι απολύτως σαφής.
Πώς μπορεί να απαλλαγεί η κοινωνία από τον φόβο για τον άλλο;
Μπορούμε, ως άτομα, να προσπαθήσουμε να καταπολεμήσουμε τους φόβους και τις ανασφάλειές μας κινητοποιώντας την ενσυναίσθησή μας. Να εκπαιδευτούμε έτσι ώστε να μπορέσουμε να ασχοληθούμε πιο ουσιαστικά με την ανθρωπότητα – η οποία επίσης αποτελεί μια φυλή. Να διαβάζουμε βιβλία ή να απολαμβάνουμε ιστορίες μέσω άλλων μέσων ενημέρωσης. Το πιο σημαντικό ωστόσο δεν είναι η ατομική προσπάθεια αλλά η πολιτική τακτική. Ο ρατσισμός δεν είναι πρόβλημα για τους ρατσιστές αλλά για τα θύματά του. Αντί να υπογράφουμε διαδικτυακές διαμαρτυρίες και να δίνουμε χρήματα στη Διεθνή Αμνηστία ή να παίρνουμε μέρος στις συνεδριάσεις της PEN, θα πρέπει να ψηφίζουμε ανθρώπους που παίρνουν αποφάσεις με γνώμονα την ενσυναίσθηση. Να στηρίζουμε εκείνους που δεν καταπιέζουν τη βούλησή μας – οι περισσότεροι επιθυμούν περισσότερη ισότητα, πιο ανοικτά σύνορα, έναν πιο ελεύθερο και ασφαλέστερο κόσμο. Δεν θα τα κερδίσουμε αυτά εάν συνεχίσουμε να ψηφίζουμε μαλάκες, ανεξάρτητα από το πόσο καλά νομίζουμε πως είμαστε στην προσωπική μας ζωή. Σχετικά με την Ισλανδία, πιστεύω ότι οφείλει να σταματήσει να κάνει χρήση της Συνθήκης του Δουβλίνου στέλνοντας όλους τους αιτούντες άσυλο στην Ελλάδα – το προσφυγικό χρειάζεται μια ευρωπαϊκή λύση μέσω της αλληλεγγύης.
Τι συνδέει τους Ισλανδούς με τον Χίτλερ;
Υπήρχαν άνθρωποι που τον θαύμαζαν, Ισλανδοί ναζί. Ακουγόταν έντονα ότι ο ίδιος θαύμαζε την Ισλανδία. Στη συνέχεια αποδείχτηκε ότι τελικά δεν ήταν ο Χίτλερ αλλά ο Χίμλερ εκείνος που εξέφραζε θαυμασμό για τους Ισλανδούς. Ειδικότερα κάποιοι από τους ανθρώπους του που ήρθαν στη χώρα μου και έμειναν κάποιο διάστημα. Δεν νομίζω τελικά ότι οι ναζί ενδιαφέρονταν για την Ισλανδία, εκτός από τη γεωγραφική της θέση που αποτελούσε στρατηγικό σημείο κατά τη διάρκεια του πολέμου – άλλωστε ο πολιτισμός μας και η κληρονομιά μας δεν ήταν αρκετά «καθαρά» για τους ναζί. Είναι ενδιαφέρον ωστόσο το γεγονός ότι τα επόμενα χρόνια οι άνθρωποι ήταν περήφανοι που κατά κάποιον τρόπο όλα αυτά βρίσκονταν στη σφαίρα της παρεξήγησης – ότι δηλαδή ο ισλανδικός λαός είναι καλύτερος μη όντας αληθινά «σκανδιναβικός», όχι αρκετά ξανθός, όχι αρκετά καθαρός, επειδή είναι ένα μείγμα μπάσταρδων. Το οποίο ακούγεται κάπως περίεργα, σαν να αξιώνει γενετική υπεροχή…
Πώς είναι δυνατόν μια Εβραία να ερωτευτεί έναν νεοναζί;
Η Αγκνες και ο Αρνορ στο «Κακό» ζουν έναν έρωτα –αν πράγματι είναι έρωτας, δεν είμαι βέβαιος γι’ αυτό– που στηρίζεται σε μια βαθιά γοητεία. Ο Αρνορ είναι ένας νεοναζιστής που έχει εμμονή με τους Εβραίους και την έννοια της φυλής, αν και ποτέ δεν συνάντησε πραγματικά Εβραίο (δεν υπάρχει εβραϊκή κοινότητα στην Ισλανδία). Η Αγκνες έχει εβραϊκή καταγωγή και εμμονή με το Ολοκαύτωμα και τους ναζί. Προφανώς δεν συναντήθηκε ποτέ με πραγματικούς ναζί. Η μόνη πραγματική αναφορά της είναι κάτι ρεμάλια που πιθανότατα δεν θα είχαν γίνει ποτέ δεκτά στο Γ΄ Ράιχ. Ο Αρνορ διαφέρει από αυτούς. Είναι «σωστός», καλά διαβασμένος και συνειδητοποιημένος ναζί. Επομένως, ο Αρνορ και η Αγκνες αποτελούν ο ένας για τον άλλο ένα είδος αρχαιολογικού ευρήματος – αυτό που ο καθένας πίστευε ότι θα ήταν το «άλλο», χωρίς ποτέ να το έχει συναντήσει μέχρι τώρα. Ο ένας ξυπνά στον άλλο φόβο αλλά ταυτόχρονα και γοητεία – μην ξεχνάμε ότι ο φόβος, ο θυμός και η λαγνεία συνδέονται μέσω της λίμπιντο.
Υπάρχει ένα στερεότυπο για τους ρατσιστές, ότι συνήθως πρόκειται για άτομα χαμηλής νοημοσύνης. Τι συμβαίνει όταν αυτό καταρρίπτεται;
Δεν είμαι σίγουρος. Από τη μια υπάρχει ο κίνδυνος να «κανονικοποιηθεί» ο ρατσισμός, αν βλέπουμε τους ρατσιστές ως «κανονικούς ανθρώπους» – που είναι. Ισως το σημαντικό είναι να διακρίνουμε ανάμεσα στον ρατσιστή ως άτομο και τον ρατσισμό ως κοινωνική πληγή. Ο ρατσισμός βρίσκεται παντού, όμως δεν πρέπει να θεωρείται πολιτική στάση. Οι ρατσιστές αδερφοί και αδερφές μας είναι άνθρωποι συχνά αποπροσανατολισμένοι, ανίσχυροι, χαμένοι και σε σύγχυση, όπως οι περισσότεροι από εμάς. Αν αρνηθούμε να το δούμε αυτό διατρέχουμε τον κίνδυνο να επιδεινώσουμε την κατάσταση και να κρατήσουμε τη διαμάχη μεταξύ μας, αντί να την απευθύνουμε σε αυτούς που έχουν πραγματική εξουσία.
Τον τελευταίο καιρό υπάρχει στην Ευρώπη μια εξισωτική τάση μεταξύ ναζισμού και κομμουνισμού. Ποια είναι η γνώμη σας;
Νομίζω ότι πρόκειται περί γελοιότητας. Αντε και να εξισώσουμε τα εγκλήματα της ναζιστικής Γερμανίας με τα εγκλήματα της Σοβιετικής Ρωσίας. Οποιοσδήποτε όμως, ακόμη και με την πιο περιορισμένη αντίληψη περί ιδεολογίας ή ιστορίας της Αριστεράς έναντι της Δεξιάς στην Ευρώπη, πρέπει να καταλάβει ότι συγκρίνοντας ένα ιδεώδες αλληλεγγύης και ισότητας, όπως ο κομμουνισμός, με ένα ιδεώδες διχασμού και σοβινισμού, όπως ο ναζισμός, καταφεύγει σε ένα διανοητικό παιχνίδι, σε ένα ανέκδοτο. Τα προβλήματα του κομμουνισμού είναι διαφορετικά από εκείνα του ναζισμού. Οι ναζί δεν πρόδωσαν τα ιδανικά τους. Τα εγκλήματά τους ήταν μέρος της ιδεολογίας τους – και τότε και τώρα. Το πρόβλημα του κομμουνισμού είναι άλλο, ξεκινά όταν ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Γιατί στη Δανία, την Ελβετία και την Αυστρία, όπου το κράτος πρόνοιας έχει μακρά ιστορία, υπάρχει τέτοια άνοδος της ακροδεξιάς;
Σε αυτές τις χώρες η νεοφιλελεύθερη πολιτική άρχισε να αποσυναρμολογεί το κράτος πρόνοιας πριν από περίπου 20-30 χρόνια, αργά αλλά σταθερά. Εξακολουθούν να έχουν ισχυρό κράτος πρόνοιας, τουλάχιστον σε κάποιον βαθμό, αλλά οι πολίτες έχουν αρχίσει να χάνουν διάφορα δικαιώματα εδώ και πολύ καιρό, γνωρίζοντας επίσης ότι θα χάσουν ακόμη περισσότερα. Οταν συμβαίνει αυτό, οι άνθρωποι φοβούνται. Δεν είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν την ευημερία τους για μια χούφτα πρόσφυγες. Ωστόσο οι περισσότεροι αδυνατούν να αντιληφθούν ότι η απώλεια της ευημερίας τους δεν οφείλεται στους πρόσφυγες, πόσο μάλλον στους μετανάστες, αλλά στο γεγονός ότι η ζωή τους έχει ξεπουληθεί στις πολυεθνικές.
Με ποιον τρόπο συμβαίνει αυτό;
Κόβονται κονδύλια από τα δημόσια νοσοκομεία ώστε να ευδοκιμήσουν τα ιδιωτικά. Το ίδιο συμβαίνει και με τα σχολεία. Το πιο εύκολο πράγμα όμως είναι να ρίξουμε την ευθύνη στους μετανάστες και τους πρόσφυγες επειδή δεν έχουν φωνή, δεν έχουν στην κατοχή τους εφημερίδες, δεν έχουν εξουσία και δεν μπορούν να διαμαρτυρηθούν για τους εξευτελισμούς τους οποίους υφίστανται.
Η Ισλανδία είναι τέταρτη στον κατάλογο των χωρών με τους πιο ευτυχισμένους ανθρώπους παγκοσμίως. Τι συμβαίνει μετά την οικονομική κρίση;
Δεν είμαι σίγουρος ότι λειτουργεί η σχέση μεταξύ ευτυχίας και οικονομίας. Η Ισλανδία βρίσκεται και πάλι σε κατάσταση μέθης με τον καπιταλισμό και αν θέλετε τη γνώμη μου είμαστε κοντά σε νέα οικονομική συντριβή.
Info
Το βιβλίο του Εϊρικουρ Ερτν Νόρδνταλ «Το Κακό» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση Ρούλας Γεωργακοπούλου