Είναι το λόμπινγκ το μέλλον της πολιτικής;

Πολλοί θρύλοι ερίζουν για την καταγωγή του όρου λόμπινγκ. Εκείνος που έχει μέχρι στιγμής στοιχειοθετηθεί καλύτερα είναι ο θρύλος του Σαμ Γουάρντ, «Βασιλιά του Λόμπι» της δεκαετίας του 1870 στην Ουάσινγκτον, με το ομότιτλο βιβλίο της ιστορικού Κάθριν Τζέικομπ.

Στα χρόνια εκείνα ο ιδρυτής της ομώνυμης οπλο-βιομηχανίας Σάμιουελ Κολτ μοίραζε τα περίστροφα με τις ντουζίνες στα μέλη του Κογκρέσου, ενώ οι ανάδοχοι των σιδηροδρομικών γραμμών έφταναν στην Ουάσινγκτον με βαλίτσες γεμάτες μετρητά. Σκάνδαλα για βουλευτές που πωλούσαν τη ψήφο τους αποκαλύπτονταν συχνά.

Ο Γουάρντ όμως είχε το δικό του μότο: « o συντομότερος δρόμος ανάμεσα σε ένα νομοσχέδιο που εκκρεμεί και το ‘ναι’ ενός βουλευτή περνά από το στομάχι του». O Γουάρντ θεωρούσε πιο αποτελεσματικό από τη δωροδοκία το να οργανώνει πολυτελή δείπνα γύρω από τα οποία οι παρευρισκόμενοι αντάλλασαν χρήσιμες σε αυτούς πληροφορίες. Και οργάνωνε τα δείπνα αυτά για λογαριασμό όχι ενός, αλλά διαφόρων πελατών.

Αυτή του η καινοτομία, ήταν και η «ιδρυτική πράξη» του σύγχρονου λόμπινγκ. Η ανταλλαγή πληροφοριών κατά τη διάρκεια πολυτελών συναθροίσεων συνεχίζει σήμερα να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εργαλειοθήκης του λόμπινγκ, αν και οι συναντήσεις εργασίας προηγούνται πλέον σε σημαντικότητα.

Κλίκες, συντεχνίες, πλουραλισμός κι ελεύθερη αγορά

Γιατί όμως το λόμπιγνκ γεννήθηκε στις ΗΠΑ και πώς ήρθε στην Ευρώπη;

Η απάντηση στην πρώτη ερώτηση βρίσκεται λογική του «πλουραλισμού» που χαρακτηρίζει την αμερικανική πολιτεία από τον καιρό ακόμα της συγγραφής του πρώτου της συντάγματός. Σύμφωνα τον Τζέιμς Μάντισον – το γνωστότερο από τους συντάκτες του – το να απαγορεύσει κανείς τις «factions » (= κλίκες ή παρατάξεις) θα ισοδυναμούσε με πνίξιμο της ελευθερίας:

« η πιο κοινή πηγή παρατάξεων είναι η άνιση κατανομή του πλούτου. Οι κατέχοντες και οι μη κατέχοντες πάντα είχαν διαφορετικά συμφέροντα. Το ίδιο και οι πιστωτές και οι οφειλέτες. Τα συμφέροντα της γεωργίας, της μεταποίησης, του εμπορίου, τα συμφέροντα των καπιταλιστών και τα άλλα λιγότερο σημαντικά συμφέροντα σχηματίζονται αναπόφευκτα σε όλα τα πολιτισμένα έθνη και διαφορετικές τάξεις δρουν στη βάση διαφορετικών απόψεων κι αισθημάτων. Η ρύθμιση της πλειάδας αυτής αντιτιθέμενων συμφερόντων: ιδού ο κύριος στόχος της σύγχρονης νομοθεσίας».

Αυτά έγραφε ο Mάντισον το 1787 στα πλαίσια της συζήτησης για το σύνταγμα. Το πνεύμα αυτό, της αναγνώρισης τόσο των ομάδων συμφερόντων ως παραγόντων απαραίτητων για τη λειτουργία της δημοκρατίας, όσο και της ανωτερότητας των καπιταλιστικών συμφερόντων απέναντι στα άλλα επικρατεί μέχρι σήμερα. Μεταγενέστεροι πολιτικοί κι ακαδημαϊκοί συνέβαλαν στην κυριαρχία μιας προσέγγισης της πολιτικής με όρους ελεύθερης αγοράς οπού υπάρχει προσφορά και ζήτηση ιδεών σε ένα απόλυτα ρευστό περιβάλλον: o καθένας έχει το δικαίωμα και τις ευκαιρίες του να πείσει τους πολιτικούς.

Τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά στη δεύτερη αστική δημοκρατία της ιστορίας. Με νόμο του 1791, η γαλλική επανάσταση απαγόρευσε κάθε μόνιμη συλλογικότητα που στοχεύει στην υπεράσπιση ιδιαίτερων συμφερόντων («délit d’association»), εφαρμόζοντας έτσι το δόγμα του Ρουσσώ ότι τίποτα δε μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στο Κράτος και την «κοινή βούληση». Ήταν η απάντηση της επανάστασης στις μεσαιωνικές επαγγελματικές συντεχνίες που ποτέ δε γνώρισε η Αμερική.

Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η απαγόρευση αυτή άρχισε να χαλαρώνει τόσο για λόγους λειτουργικούς που αφορούσαν τη σχέση του κράτους με την οικονομία, όσο και λόγω της πίεσης που ασκούσε ο πολλαπλασιασμός των στην αρχή απολύτως παρανόμων απεργιών και της θέλησης των εργοδοτών να οργανωθούν συλλογικά απέναντί τους. Η δυσπιστία, όμως, απέναντι σε οποιονδήποτε επιχειρεί να εκφέρει δημόσιο λόγο στο όνομα μιας ιδιαίτερης ομάδας και όχι ολόκληρου του Έθνους παραμένει έντονη. Η γαλλική αριστερά κατήγγειλε τη δεκαετία του ’50 τις «εκατό οικογένειες» και σήμερα τα «λόμπι», ενώ η γαλλική αστική τάξη θεωρούσε – μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον – το κράτος ως ενσάρκωση της ενότητας της και όχι κάποια εργοδοτική ένωση.

Από τον συντονισμό για τον χάλυβα στην “ενιαία Ευρώπη”

Στις μέρες μας, ο όρος «λόμπι» έχει αρνητική χροιά στην πλειοψηφία των κρατών της ΕΕ. Τον αποφεύγουν τόσο οι ίδιοι οι λομπίστες όσο και οι πολιτικοί. Στη Βρετανία από την άλλη – χώρα φυσικά πιο κοντινή στα ήθη των ΗΠΑ – αποτελεί ένα σχεδόν ουδέτερο όρο που χρησιμοποιείται από όλους, ακόμα κι από κινήματα βάσης στων οποίων τα υλικά μπορούμε συχνά να διαβάσουμε «στείλτε επιστολή για να λομπάρετε το βουλευτή της περιφέρειας σας».

Παρότι η Βρετανία πορεύεται (προς το παρόν τουλάχιστον) προς την πόρτα της εξόδου, η τάση όλο και περισσότερες χώρες της ΕΕ να υιοθετούν νομοθετικά πλαίσια που αναγνωρίζουν και ρυθμίζουν το λόμπινγκ, δε φαίνεται να αντιστρέφεται. Τουλάχιστον οκτώ χώρες έχουν τέτοιο πλαίσιο, μεταξύ των οποίων η ίδια η Γαλλία.

Η κύρια είσοδος για το λόμπινγκ στην Ευρώπη ήταν η ΕΟΚ/ΕΕ της οποίας το πλαίσιο αντιγράφουν όσες χώρες υιοθετούν ρυθμίσεις. Ο αμερικανικός παράγοντας έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην εκκίνηση, προωθώντας τις «πλουραλιστικές» αντιλήψεις του. Τα γαλλογερμανικά δίκτυα βιομηχάνων σίδηρου-χάλυβα που υπήρχαν από το μεσοπόλεμο έπαιξαν ρόλο στη δημιουργία της ΕΚΑΧ. Στη βάση της εμπειρίας αυτής, από τα πρώτα βήματά της η Κομισιόν προχώρησε σε συντονισμό με τα οικονομικά συμφέροντα κάθε κλάδου (δείτε τη συνέντευξη με τον κοινωνιολόγο Σ.Λωράνς στο info-war.gr).

Η πλουραλιστική αντίληψη είναι εδραιωμένη σήμερα στις Βρυξέλλες: o καθένας έχει δικαίωμα να ανοίξει γραφείο εκεί, να απαντήσει στις διαβουλεύσεις που οργανώνονται συχνά, να κάνει αίτηση για να συμπεριληφθεί σε κάποια συμβουλευτική ομάδα κ.ο.κ. Λίγοι όμως έχουν τα χρήματα, τις γνώσεις και τις γνωριμίες που απαιτούνται για μια έστω και υποτυπώδη παρουσία.

Πάνω από 60% αυτών που έχουν τη δυνατότητα αυτή είναι οικονομικά συμφέροντα, τα οποία κι έχουν τη μερίδα του λέοντος (70%) των συναντήσεων με τα γραφεία των Ευρωπαίων Επιτρόπων και τους γενικούς διευθυντές της Κομισιόν. Στην καθημερινή πολιτική πραγματικότητα της ΕΕ, οι πολυεθνικές είναι βασικά ότι ο «δήμος» στις δημοκρατίες.

Το δημοκρατικό δίλημμα γύρω απ’το λόμπινγκ

Τι κι αν η αποδοχή από τους πολίτες του λόμπινγκ ως βασικής συνιστώσας της πολιτικής ζωής είναι από επιφανειακή ως ανύπαρκτη, η συστηματοποίησή κι επισημοποίησή του προχωρά παντού. Έχουμε να κάνουμε με μια νέα μορφή αποκλεισμού της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού από την πολιτική. Στο 19ο αιώνα στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης το δικαίωμα ψήφου συνδεόταν με τα εισοδήματα απαγορεύοντας έτσι της συμμετοχή στις κατώτερες τάξεις. Στον 21ο αιώνα, κομμάτι του λαού που είναι ήδη πλειοψηφικό σε σειρά χωρών αυτό-αποκλείεται απέχοντας. Είναι επειδή βλέπει ότι η ψήφος του βαραίνει ελάχιστα, μπροστά στις διαδράσεις μεταξύ των «ειδημόνων» της πολιτικής και της οικονομίας.

Η αντίθεση σε αυτή τη βαθιά ολιγαρχική λογική που εξαπλώνεται είναι επιτακτική. Προκύπτει, ωστόσο, ένα δύσκολο ερώτημα: είναι καλύτερο να υπάρχει νομικό πλαίσιο που να αναγνωρίζει επίσημα το δικαίωμα των εκπροσώπων συμφερόντων να μπαινοβγαίνουν σε υπουργεία και βουλή, υποχρεώνοντας όμως τους πολιτικούς να δηλώσουν ποιους ακριβώς συναντούν ή είναι καλύτερο να μη δίνεται καμία θεσμική αναγνώριση στο λόμπινγκ;

Αστείο ερώτημα για τη δική μας χώρα όπου μπορεί κανείς να δει τις συμμαχίες πολιτικών κι επιχειρηματιών στα social media και σε φωτογραφίες από ταβέρνες, θα σκεφτείτε. Λιγότερο διασκεδαστικός ωστόσο είναι ο τρόπος με τον οποίο γράφονται οι νόμοι στη χώρα μας (ακόμα κι όταν δεν τους γράφει η Τρόικα), όπως και το πόσα λίγα διεκδικούμε ως πολίτες να γνωρίζουμε γι’αυτόν, ώστε να μπορούμε να παρέμβουμε.

Σημείωση: Ο Γιώργος Βασσάλος διδάσκει  Ευρωπαϊκές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Λιλ