Πενήντα πέντε χρόνια καλλιτεχνικής πορείας δεν καταγράφονται εύκολα σε µια συνέντευξη. Ο Θέµης Ανδρεάδης µού άνοιξε το σπίτι και την καρδιά του και µε ευφρόσυνη ευκολία µε έβαλε στην ιστορία του. Θεώρησα ότι ο καλύτερος τρόπος είναι να παραλείψω τις ερωτήσεις και να κρατήσω τη δική του αφήγηση: το ξεκίνηµα, οι µπουάτ, η µεγάλη επιτυχία, οι σηµαντικοί συνοδοιπόροι, η ενδοσκόπηση, η αλλαγή πορείας, η κατάθλιψη, η επάνοδος.
Ακολουθεί η αφήγηση του Θέµη Ανδρεάδη
Μικρός παρακαλούσα τη µητέρα µου να µου πάρει µια κιθάρα, δεν υπήρχαν χρήµατα· φτωχή, εργατική οικογένεια ήµασταν. Με χίλιους κόπους µού πήρε ένα κιθαρόνι και χρούτσου χρούτσου έπαιζα ό,τι άκουγα. Η αδερφή µου είχε συµµαθητή στο νυχτερινό γυµνάσιο Καλλιθέας τον Νότη Μαυρουδή και µε πήρε πρώτο µαθητή του – εγώ 15 µε 16, εκείνος 21. Ξεκίνησα να παίζω κιθάρα και τρελάθηκα. ∆εκαπέντε ώρες τη µέρα διάβαζα, δεν πήγαινα σχολείο, την κοπάναγα για να µελετήσω. Ηµουν αποφασισµένος και έτσι έγινε. Στην αρχή ξεκίνησα ως κλασικός κιθαριστής – ήµουν και πολύ καλός, µέσα σε έξι µήνες έπαιζα Μπαχ, είχαν τρελαθεί όλοι. Ο Μαυρουδής µού έλεγε: «Με έχεις αφήσει έκπληκτο!». Παράλληλα άρχισα να τραγουδάω και µου έβγαινε να φτιάχνω τραγούδια.
Άνοιγα τις ανθολογίες, σαν βίπερ ήταν τότε, και µελοποιούσα ποιήµατα. Πάλι η αδερφή µου –καθοριστικός παράγων– µε έστειλε στα «Νέα ταλέντα» του Γιώργου Οικονοµίδη, όπου πήρα διθυραµβικά σχόλια. Την επόµενη µέρα έρχεται ο Νότης µε το Solex του και µου λέει: «Θα πας αύριο στην Πλάκα, στην µπουάτ Ταβάνια. Σε άκουσε ο ιδιοκτήτης και σε θέλει· θα παίρνεις 150 δραχµές τον µήνα». Θα έλεγα όχι; Το σχολείο το παράτησα, ήθελα από παιδί να είµαι στη µουσική. ∆υστυχώς, ήρθε η χούντα το ’67 και έκλεισαν τον χώρο.
Ξετρελαινόµουν µε το κλίµα των µπουάτ. Ο ένας δίπλα στον άλλο να έχουν απόλυτη συγκέντρωση. Όχι σαν αυτό στο οποίο έχει εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια η διασκέδαση, κανείς να µην ακούει κανέναν. Λες και ήταν άτυπη συνέλευση, µαζεύονταν αφενός να ακούσουν τη νέα µουσική, το νέο κύµα, αφετέρου για έναν κοινό σκοπό: να αντισταθούν στη χούντα. Oι µπουάτ ήταν σαν το κρυφό σχολειό. Τον πρώτο καιρό δεν λέγαµε καθόλου Μίκη Θεοδωράκη, ούτε Σαββόπουλο καλά καλά. Περνάγανε και ελέγχανε, αλλά επειδή ήταν εντελώς ηλίθιοι δεν καταλάβαιναν. Μόνο εάν κάποιος κάρφωνε τις κλείνανε για µέρες· συλλαµβάνανε κόσµο. Όταν αρχίσαµε να λέµε Θεοδωράκη στη ζούλα βάζαµε τσιλιαδόρο.
Ήταν άνθρωποι που το έψαχναν αλλιώς, δεν ήθελαν να συµβιβαστούν µε την ξεφτίλα της χούντας. Τι εποχές! Εγώ γαλουχήθηκα µέσα εκεί. Εγινα φίλος µε τον Σπανό, τον Ζωγράφο, τον Χουλιαρά, την Αρλέτα και πόσους άλλους. Το κοινό ήταν απόλυτα προσηλωµένο στην τέχνη. Με το πέρας της επταετίας αλλάξαν οι χώροι, έγιναν πιο ευρύχωροι, έχασαν από τη µυσταγωγία τους. Το ’75, όταν συνεργάστηκα µε τη Βίκυ Μοσχολιού, άρχισαν να φεύγουν τα σχήµατα από την παραλία και να έρχονται στην Πλάκα – ο Νταλάρας, η Χαρούλα. Χώροι όπως το Σινέ Παρί που έγινε Ζυγός χωρούσαν 600-700 άτοµα. Κάναµε δύο παραστάσεις καθηµερινά και τρεις τα Σαββατοκύριακα, δουλεύαµε 350 µέρες τον χρόνο.
Γυρίζοντας από τρία χρόνια φαντάρος το καλοκαίρι του ’71, την ίδια µέρα πήγα στην Πλάκα για να µπω στα παλιά στέκια. Ετυχε τότε ο Γιάννης Μαρκόπουλος να ψάχνει τραγουδιστές στην µπουάτ Στούντιο Λήδρα. Μου έδωσε καµιά εικοσαριά ραντεβού στα οποία δεν εµφανιζόταν, αλλά επέµενα. Τελικά του έπαιξα ένα ποίηµα του Καβάφη που είχα µελοποιήσει. Με έβαλε να το πω καµιά δεκαριά φορές και µου λέει: «Προσλαµβάνεσαι». Κι έτσι άλλαξε η ζωή µου. Με το καληµέρα γνώρισα ποιητές όπως ο Μάνος Ελευθερίου, ο Γιώργος Χρονάς, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Κ. Χ. Μύρης. Μάλιστα ο Μαρκόπουλος μου έδωσε να πω τραγούδια του Κ.Χ. Μύρη που είχαν απορριφθεί εξαιτίας της λογοκρισίας από τον δίσκο «Χρονικό». Ο Μαρκόπουλος ήταν ο που πρώτος κάτι είδε σ’ εµένα και εκτός από τα εύθυµα και σατιρικά τραγούδια µού έδωσε να πω και µπαλάντες. Αυτό µε ταλαιπώρησε στη ζωή µου…
Ηµουν δρ Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ. Είχα µια τροµερά εξωστρεφή και µια έντονη εσωστρεφή παρουσία. Τότε λοιπόν άνοιξε η καριέρα µου. Πέρασα δύο χρόνια µε τον Νίκο Ξυλούρη, γινόµουν µάρτυρας σηµαντικών έργων, ήµουν παρών όταν συνέβαιναν. Ο Ξυλούρης ήταν άνθρωπος αγνός, απλός, λιγοµίλητος αλλά ιδιαίτερα φιλικός. Είχε τέτοια παρουσία· τι να πω, µυθικός. Γνωρίσαµε τεράστια επιτυχία· σειόταν το µαγαζί, δεν µπορείτε να φανταστείτε. Αλλά κι εγώ είχα επιτυχία! Εκεί πρωτοτραγούδησα το «Όχι δεν πρέπει», «Του άντρα του πολλά βαρύ», τον «Ταρζάν». Αλλά και άλλα πολλά που δυστυχώς δεν δισκογραφήθηκαν ποτέ, όπως το -σε πρώτη εκτέλεση- «∆ελτίο καιρού». Είχε ανάγκη ο κόσµος αυτά τα τραγούδια. Ένα υπονοούµενο άφηνες… µια γκριµάτσα έκανα σε ένα τραγούδι του Μποστ και γινόταν χαµός.
Ανεπανάληπτες εποχές. Μου λείπουν. Πώς λέµε σήµερα; Καµία σχέση. Τότε το τραγούδι σε έκανε καλύτερο άνθρωπο. Κατά κάποιον τρόπο αυτό το ξαναβρήκα στην Απανεµιά· χωράει φίσκα 100 ανθρώπους αλλά είναι τόσο όµορφα. Ο κόσµος τώρα περισσότερο από ποτέ έχει ανάγκη να νιώσει κοντά στον άλλο.
Με τον Μάνο Ελευθερίου γίναµε φίλοι, τον γνώρισα όταν έκανε τη «Θητεία» µε τον Μαρκόπουλο. Με συµπαθούσε και τον συµπαθούσα, είχε πολύ λεπτό χιούµορ που µε έκανε να τρελαίνοµαι γι’ αυτόν. Μια µέρα µου έφερε ένα φάκελο µε δακτυλογραφηµένους στίχους, αλλά είτε γιατί ύστερα από λίγο σταµάτησε ο Μαρκόπουλος είτε γιατί άνοιξε το κεφάλαιο Γιάννης Λογοθέτης µε τα σατιρικά, τα ποιήµατά του τα µελοποιούσα κατά καιρούς. Όπως το «Πουλάκι χάρτινο» που το έβαλα στον δίσκο «Ο πρωταθλητής» όταν σταµάτησα πια µε τον Γιάννη και άλλαξα εταιρεία. Τα έβαζα µε το ζόρι αυτά τα τραγούδια, η εταιρεία ήθελε µόνο τραλαλά.
Το ’82 είπα στη Μinos ότι µε έχουν κουράσει τα σατιρικά. Είχε βγει και ο Χάρρυ Κλυνν και το χαµόγελο που προκαλούσαν τα δικά µας τραγούδια µε το λεπτό χιούµορ τους µετατράπηκε τότε σε χαχανητό. Αποφάσισα λοιπόν να κάνω ένα βήµα µπρος, αλλά δεν το ήθελαν οι εταιρείες. Έλεγαν: «Γιατί να σου διαθέσω χρήµατα, ενώ µε άλλο στίγµα σε ξέρουν και πουλάς εκατοντάδες χιλιάδες δίσκους;». Εγώ αγαπούσα τις µπαλάντες. Εκανα και δική µου παραγωγή τον δίσκο «Σαν ξαφνικό ταξίδι» που δεν είχε εµπορική, αλλά καλλιτεχνική επιτυχία.
Για ένα πράγµα είµαι απόλυτα περήφανος: δεν υπέκυψα σε κανενός είδους πιέσεις που πέταγαν την προσωπικότητα απ’ έξω. ∆εν ήµουν δηµιούργηµα των εταιρειών – ο κόσµος µε ανέδειξε, ένιωσε ότι κάτι κάνει αυτός και µε κράτησε και όταν επέστρεψα ύστερα από 20 χρόνια, γιατί σκεφτόµουν «ποιος θα µε θυµάται τώρα». Κι όµως. Τραγούδαγα συνέχεια παντού, όπου µπορείς να φανταστείς. Εκανα και ένα µεγάλο λάθος· το 1977 όταν κάναµε τη µεγάλη επιτυχία µε τον Λογοθέτη υπέκυψα στις προσταγές άλλων και το πλήρωσα ακριβά. Ο Βοσκόπουλος µε ζήτησε στο κέντρο Φαντασία στην παραλιακή και τότε έφυγα από την Πλάκα. Επίσης µεγάλο λάθος ήταν ότι έµεινα εκεί τρεις σεζόν. Πήγαινε καλά, αλλά δεν ήταν πια ο κόσµος που µε είχε στηρίξει στις µπουάτ. Είχαµε µεγάλο σόου µε µπαλέτα κ.λπ. Καλό µεροκάµατο έβγαλα, αλλά δεν ήµουν εγώ.
Από το 2010 και µετά για εµένα ήταν µια πάρα πολύ δύσκολη δεκαετία. Πέρασα έναν καρκίνο που στο παρά ένα τη γλίτωσα. Εκανα εγχείρηση στον εγκέφαλο εξαιτίας αιµατώµατος – από την αναισθησία έχασα µέρος της ακοής µου. Αλλά δεν σταµατάω. Ήρθε και η κατάθλιψη και µε έριξε στα πατώµατα. Με την ψυχανάλυση που έκανα και µε βοήθησε πολύ κατάλαβα ότι µπορεί να την είχα από παλιά, αλλά την κάλυπτα µε το τραγούδι, µε την οικογένεια, µε τις χαρές. Γι’ αυτό ένα κοµµάτι του χαρακτήρα µου ήθελε µόνο εσωστρεφή τραγούδια. Πάντα δίπλα µου είναι η γυναίκα µου Αννα. Σαράντα έξι χρόνια, µε δυσκολίες βέβαια, αλλά ήµασταν αποφασισµένοι να µείνουµε µαζί. Σταδιακά άρχισε να πέφτει η δηµοτικότητά µου. Από το ’82, όταν αποφάσισα να λέω κάτι άλλο, µέχρι το ’92 έκανα δύο δίσκους, το πάλεψα πολύ.
Τραγουδούσα τη «Λούλα» για να χρηµατοδοτώ το «Τραγούδι για καφενεία» του Μάνου Ελευθερίου. Το ’92 µε πήρε ένας µαέστρος και µου λέει: «Σε θέλει µια γνωστή τραγουδίστρια για να συνεργαστείτε. Σε µαγαζί στην Πέτρου Ράλλη. ∆εν ήµουν εγώ γι’ αυτά, αλλά είχαµε και οικονοµικές δυσκολίες· δέχτηκα. Πάω και τι να δω; Ενα µέρος µε λαµαρίνες για σκεπή, σκυλάδικο, µε ένα άθλιο µπαλέτο. Έφυγα επιτόπου. Γυρίζω σπίτι και λέω στην Άννα: «Σταµατάω οριστικά να τραγουδάω». Για 20 χρόνια γύρισα στην οικογένειά µου, κάναµε µια γκαλερί µε την Αννα η οποία είναι γλύπτρια, µας βοήθησε πολύ ο κουµπάρος µας Χρήστος Κυριαζής. Από το 2012 όταν έβγαλα τον δίσκο και µέχρι τον κορονοϊό πήγαινα και τραγούδαγα στην Απανεµιά, αλλά όσο πατάει η γάτα. ∆εν ήµουν και καλά τότε, είχα περάσει την κατάθλιψη και το έβλεπα σαν µια διέξοδο.
Στην Απανεµιά θα ακούσετε παλιά και καινούργια τραγούδια που έγραψαν πρόσφατα για µένα φίλοι και έχουν ήδη γίνει viral. Όπως του Άγγελου Τσέκερη, που µου έγραψε το «H her majesty τετέλε», για το ποίο έφαγα και report από Άγγλο βασιλόφρονα, αλλά θα το πω. ∆εν σταµάτησα ποτέ να γράφω, έχω γύρω στα 150 τραγούδια στο συρτάρι. Είναι µεγάλο σαράκι η µουσική.
«Τι ζούμε»…
Από το δημοψήφισμα του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 ορκίστηκα να μην ασχοληθώ ξανά με την πολιτική. Το μόνο σχόλιο που μπορώ να κάνω είναι «τι ζούμε;». Οσο υπήρχαν δεξιές και εθνικόφρονες κυβερνήσεις, από το ’50 μέχρι σήμερα, δεν άλλαξε τίποτε. Εγώ προσπάθησα ενεργά σε όλη μου την πορεία για κάτι άλλο, αλλά βλέπω ότι τίποτε δεν γίνεται. Δεν ξέρω τι θα ψηφίσω στις επόμενες εκλογές.
Μόνο Δεξιά δεν θα ψηφίσω, όπως δεν έκανα ποτέ στη ζωή μου. Τα υπόλοιπα τελείωσαν το 2015. Ζούμε μια κατάσταση άθλια – ο κοινωνικός ιστός διαβρωμένος μέχρι τα μπούνια, αυτή η επιθετικότητα, οι γυναικοκτονίες, οι παιδοβιασμοί. Μας κυβερνά το λούμπεν στοιχείο. Τρεις υπουργοί της ακροδεξιάς μάς κυβερνούν και τους έχει στην πρώτη γραμμή για να πάρει ψήφους από τη Χρυσή Αυγή. Όλα αυτά οδηγούν τον κόσμο στην αυτοαπομόνωση.
INF0
Οι καλεσμένοι του Θέμη Ανδρεάδη στην μπουάτ Απανεμιά (Μνησικλέους & Θόλου 4, Πλάκα): Ημισκούμπριος Δημήτρης Μεντζέλος (2/11), Γιώτα Γιάννα (9/11), Etsi De και Ασπασία Θεοφίλου (16/11), Καίτη Κουλλιά (23/11)