Πρόσεξε τι εύχεσαι, λέει μια κινεζική παροιμία, γιατί μπορεί να σου συμβεί.
Ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, ο οποίος προέτρεπε όποιον έχει στοιχεία για σκάνδαλα να πάει στον εισαγγελέα, βλέπει αυτό που ευχόταν να συμβαίνει. Κάποιος ή κάποιοι πήγαν στον εισαγγελέα, κατέθεσαν στοιχεία και έγγραφα, έκαναν όσα εν πάση περιπτώσει προβλέπει η διαδικασία και άνοιξαν οι λογαριασμοί της οικογένειας Σημίτη και σχετιζόμενων προσώπων.
Αν τώρα ο πρώην πρωθυπουργός έχει στοιχεία ότι κάτι απ’ όλα αυτά δεν είναι σύννομο, αποτελεί παρατυπία ή παρανομία, κινείται από σκοτεινούς και συνωμοτικούς κύκλους, τότε να πάει στον εισαγγελέα. Ετσι κάνουν στις δημοκρατίες και, κυρίως, αυτή ήταν η δική του προτροπή.
Στις δημοκρατίες, επίσης, οι πρωταγωνιστές αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως περαστικό από την εξουσία η οποία δεν είναι αυτοσκοπός και όχι ως μόνιμο ιδιοκτήτη. Ο Κώστας Σημίτης και με τη φλύαρη σιωπή του επί έτη και με τις ολιγόλογες δηλώσεις του, που τοποθετούν τον εαυτό του πάντα στο βάθρο του άμωμου και οσίου του εκσυγχρονισμού, κάνει το ίδιο πράγμα: απαιτεί να τον προσκυνούν, να σταυροκοπιούνται μπροστά του, αλλά κυρίως να μην τον ακουμπούν, ως τμήμα ενός διαχρονικού ιερού τοτέμ.
Φυσικά έχει δικαίωμα να απαιτεί ό,τι θέλει και μπορεί πραγματικά να πετυχαίνει να τον θεωρούν μνημείο προσωπικότητες που δημιουργήθηκαν από τα χέρια του και άνοιξαν τα πανιά τους στον αέρα της διαπλοκής. Μπορεί ακόμη να αντιλαμβάνεται την πολιτική ως άθροισμα υπόγειων κινήσεων και σκοτεινών συμμαχιών ή ως χειραγώγηση και πακεταρισμένη, οριοθετημένη ανησυχία λογιστικού τύπου. Το μόνο που δεν μπορεί να κάνει είναι να αντιστρέφει την πραγματικότητα.
Κυβέρνησε με ένα ρεσάλτο από το ιστορικό ΠΑΣΟΚ, δημιουργώντας εύηχες αναφορές στις πιο κυνικές πολιτικές επιλογές. Οσα όμως περιγράφουν ο ίδιος και ο κύκλος του ως εκσυγχρονισμό και ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας στα χρόνια του Σημιτικού θαύματος, όλα έχουν αποδειχθεί μια μεγάλη εργολαβία. Υπερκοστολογημένα έργα, κατασκευασμένες ανάγκες, οράματα-παγίδες, πλασματικές καταστάσεις από τις οποίες ξεφύτρωσαν ολιγάρχες, ο Ακης Τσοχατζόπουλος, ο Γιάννος Παπαντωνίου, ο Τσουκάτος, ο Στουρνάρας και μερικές βίλες. Χειρότερα και από τα σκάνδαλα που δημιούργησε η πολιτική των εργολαβιών και των εργολάβων ήταν η κατάσταση στην οποία έριξε τη χώρα. Ο Σημίτης κατάφερε να εξαφανίσει τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και εσωτερικές αντιθέσεις της παρασιτικής ελληνικής ελίτ και να την ενοποιήσει κάτω από το κοινό όραμα: αυτό του ιδιοκτήτη της χώρας. Χρησιμοποίησε τον παραδοσιακό δικομματισμό για να στήσει την πυραμίδα της διαπλοκής, ένα στέρεο οικοδόμημα εξουσίας που τις γωνίες του αποτελούσαν πολιτικοί, δημοσιογράφοι και επιχειρηματίες. Ο καθένας από αυτούς μεταπηδούσε από τη μια γωνία και ρόλο στην άλλη, αλλά η πυραμίδα παρέμενε στιβαρή, με τον Σημίτη σε ρόλο φαραώ.
Ο Σημίτης δεν είχε ως ζητούμενο τα σκάνδαλα. Απλώς δημιούργησε το πλαίσιο στο οποίο οι μόνιμοι ιδιοκτήτες της εξουσίας είχαν συμφωνήσει ότι θα συνεχίσουν να υπάρχουν ως τέτοιοι, με βασικό κανόνα επιβίωσης άλλοτε τη συνενοχική αλληλεγγύη και άλλοτε την ομερτά.
Η κρίση όμως ανέτρεψε σχεδιασμούς και ρόλους. Η προσπάθειά τους να παραμείνουν στην εξουσία με τον συνήθη τρόπο δεν απέδωσε, ενώ νέες πολιτικές δυνάμεις έθεταν και νέες απαιτήσεις. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία δεν τους επέτρεψε να χρησιμοποιήσουν το μοτίβο ερμηνείας σύμφωνα με το οποίο καταναλώναμε περισσότερο από όσα καταφέρναμε να παράγουμε. Μπορεί να έλεγαν ότι μαζί τα φάγαμε, αλλά σε αυτούς πλέον φαίνονταν. Οσο περνάει ο καιρός φαίνονται περισσότερο.
Κάπως έτσι ήρθε η ώρα του εισαγγελέα, τον οποίο δεν έστειλε καμία κυβέρνηση. Κελάηδησαν μάρτυρες στη Γαλλία και τη Γερμανία, κατέθεσαν άλλοι στη Γενεύη και την Αθήνα. Βρέθηκαν λογαριασμοί για τους οποίους δεν μπορούσαν να πουν ότι είναι αριθμοί τηλεφώνων και εκατομμύρια ευρώ που δεν ήταν από προίκες και κληρονομιές όπως συνήθιζαν να λένε.
Οταν ο κ. Σημίτης έπαιρνε το ρίσκο να προτρέπει για εισαγγελείς γνώριζε ότι το παντοδύναμο σύστημά του μπορούσε να ακυρώσει και νομικές πράξεις και διαθέσεις έντιμων ανθρώπων· ότι τα πράγματα θα έπαιρναν την τροπή που πήραν όταν εισαγγελείς μπήκαν στο χρηματιστήριο ή για το ξεπούλημα των ασφαλιστικών ταμείων και τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Οχι, σήμερα δεν έχουν αλλάξει οι εισαγγελείς ούτε καθοδηγούνται από την κυβέρνηση. Απλώς μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους χωρίς η προσωρινή εκτελεστική εξουσία –που λέει και ο Σημίτης– να σηκώνει τα τηλέφωνα κρυφά και το δάχτυλο φανερά. Από το 2005 υπήρχε κατάθεση μάρτυρα στη Γαλλία, που είχε γνωστοποιηθεί στην Ελλάδα, η οποία κατονόμαζε (και) τον Σημίτη ως αποδέκτη μίζας. Από το 2009 ο Χριστοφοράκος είχε μιλήσει για μίζα 2% στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ. Φύλλο δεν κουνήθηκε. Φτάσαμε στο 2018 για να έχουμε αποτελέσματα στην έρευνα για την προμήθεια του C4I, το οποίο ποτέ δεν λειτούργησε από το 2003, όταν υπήρχαν οι πρώτες καταγγελίες.
Ο εφέτης ανακριτής που σήμερα ερευνά την υπόθεση ήταν νεαρός πρόεδρος Πρωτοδικών όταν το σκάνδαλο είχε δημοσιοποιηθεί. Λόγω του νόμου περί (μη) ευθύνης υπουργών που θέσπισε η κυβέρνησή του –προνοητικά ίσως– ο Κώστας Σημίτης ενδεχομένως δεν θα ερευνηθεί καν για πολλά απ’ όσα ευθύνεται. Υπάρχουν ωστόσο πράγματα που μοιραία ερευνώνται από τους εισαγγελείς. ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, οι συνέταιροι του 2% στον χρηματισμό, αντιδρούν γιατί ο πρώην πρωθυπουργός μπαίνει σε πεδίο ελέγχου. Εχουν δύο επιλογές: ή να εκφράσουν ανοιχτά την άποψη ότι τους πολιτικούς δεν τους ακουμπάμε ή, αν θεωρούν ότι όλα αυτά είναι μια πλεκτάνη, να πάνε στον εισαγγελέα. Τα σκάνδαλα πάντως μακέτο δεν είναι.