Με τον_x000D_
Εϊμορ Τόουλς, ο οποίος πριν από λίγο καιρό πέρασε κάποιες μέρες στην Αθήνα, συναντιόμαστε_x000D_
στο φουαγέ του King George στο Σύνταγμα.
Το μαρμάρινο πάτωμα, τα πορσελάνινα βάζα και οι τσέστερφιλντ καναπέδες μού φαίνονται πολύ ταιριαστά με το βιβλίο του «Ενας τζέντλεμαν στη Μόσχα», το οποίο εκτυλίσσεται στο θρυλικό Μετροπόλ της ρωσικής πρωτεύουσας. Η ιστορία αφορά έναν κόμη ο οποίος το 1922 εξαναγκάζεται σε εγκλεισμό σε μια σοφίτα του ξενοδοχείου, απ’ όπου για τρεις δεκαετίες βλέπει τη ζωή από τα παράθυρα και τις αφηγήσεις των επισκεπτών που συναντά. Μέσα από την προσωπική του ιστορία περνάει η ιστορία της χώρας το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, με την άνοδο του Στάλιν, την κατάρρευση του μετώπου το καλοκαίρι του ’41, την απαρχή του Ψυχρού Πολέμου.
Ο Τόουλς έγινε γνωστός στη χώρα του με το πρώτο του κιόλας μυθιστόρημα «Rules of civility» το 2011, το οποίο η «Wall Street Journal» κατέταξε στα καλύτερα βιβλία της χρονιάς, ενώ βρέθηκε και στη λίστα των μπεστ σέλερ των «New York Times». Πέντε χρόνια μετά ήρθε το δεύτερο βιβλίο του «Ενας τζέντλεμαν στη Μόσχα», το οποίο μεταφράστηκε σε δεκαπέντε γλώσσες και κατατάχτηκε στα καλύτερα βιβλία της χρονιάς από τις εφημερίδες «Chicago Tribune», «Miami Herald», «Philadelphia Inquirer», «St. Louis Dispatch» και το NPR (National Public Radio). Ακολουθεί η αφήγησή του σε πρώτο πρόσωπο.
Η Κίνα και οι «New York Times»
Περνούσα τα καλοκαίρια σε ένα νησί στις ακτές της Μασαχουσέτης. Στα 18 μου έγραψα ένα σημείωμα, το έκλεισα σε ένα μπουκάλι και το πέταξα στη θάλασσα. Το μήνυμα έγραφε: «Εύχομαι να τα καταφέρει να φτάσει στην Κίνα». Για μας τους Αμερικανούς η Κίνα είναι το πιο εξωτικό μέρος του κόσμου – λέμε ότι αν αρχίσεις να σκάβεις μια τρύπα στον κήπο σου θα φτάσεις ως την Κίνα. Λίγες εβδομάδες αφού πέταξα το μπουκάλι στη θάλασσα έφτασε στο σπίτι μου ένα γράμμα. Η επιστολή έγραφε «Δεν τα κατάφερε να φτάσει στην Κίνα». Το μήνυμα ερχόταν από τον αρχισυντάκτη των «New York Times» Χάρισον Σόλσμπερι, με τον οποίο στη συνέχεια βρεθήκαμε και συζητήσαμε αρκετά.
Οταν αποφάσισα να γράψω για το Μετροπόλ, απέφυγα να το επισκεφτώ. Εμεινα εκεί αφού έγραψα το βιβλίο γιατί δεν ήθελα η πραγματικότητα να σταθεί εμπόδιο στη φαντασία. Οταν πλέον πήγα εκεί πήρα μαζί μου και την πρώτη εκδοχή του βιβλίου, προτού το περάσω από επιμέλεια. Στο Μετροπόλ είχαν μείνει οι πιο διάσημοι Αμερικανοί που επισκέφτηκαν τη Μόσχα από τη δεκαετία του 1920 έως εκείνη του 1950. Τις τελευταίες μέρες που πέρασα εκεί έριξα μια ματιά στο Google και είδα ότι μεταξύ άλλων έμεινε εκεί και ο Σόλσμπερι, ο οποίος εργάστηκε ως ανταποκριτής των «New York Times» στη Μόσχα στο τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου. Κάπως έτσι ο άνθρωπος αυτός –τον οποίο μέχρι τότε είχα ξεχάσει εντελώς– περνάει και στη δική μου ιστορία.
Κεντρικός ήρωας του βιβλίου είναι ο κόμης Αλεξάντρ Ιλιτς Ροστόφ. Κόμης Ροστόφ υπάρχει και στο «Πόλεμος και Ειρήνη». Οταν έγραφα το μυθιστόρημα δεν το θυμόμουν. Κάποια στιγμή ανέτρεξα στο βιβλίο του Τολστόι για να τσεκάρω κάτι. Και τότε έπεσα πάνω στον δικό του κόμη Ροστόφ. Αρχικά σκέφτηκα να αλλάξω το όνομα του δικού μου ήρωα. Αλλά σκέφτηκα, γιατί όχι; Θα μπορούσε να είναι μακρινός ξάδερφος. Κι έτσι το άφησα.
Ο κόμης Αλεξάντερ Ροστόφ λοιπόν καταδικάζεται σε εγκλεισμό διά βίου στο ξενοδοχείο Μετροπόλ, απ’ όπου παρακολουθεί τα γεγονότα. Αυτό που ίσως δεν γνωρίζουν οι περισσότεροι Αμερικανοί είναι ότι κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης περίπου το ένα τρίτο της αριστοκρατίας εγκατέλειψε τη Ρωσία. Πήγαν στο Παρίσι, το Λονδίνο ή στη Νέα Υόρκη, ελπίζοντας ότι μετά την επανάσταση θα επέστρεφαν στη χώρα τους. Αλλο ένα τρίτο πέθανε στον πόλεμο ή εκτελέστηκε ή κατέληξε στη φυλακή. Οι υπόλοιποι όμως έμειναν στη Ρωσία και έζησαν το υπόλοιπο της ζωής τους ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Σε κάποιες περιπτώσεις τους ανάγκασαν να ζήσουν στη σοφίτα της έπαυλής τους ή στους βοηθητικούς χώρους, ώστε στους άλλους χώρους να ζήσουν άλλες δεκαπέντε οικογένειες. Τα μέλη του κομμουνιστικού κόμματος κρατούσαν για τον εαυτό τους τα πιο κομψά και όμορφα δωμάτια.
«Μισούσαμε τον κομμουνισμό»
Η ιστορία του βιβλίου αρχίζει το 1922 και τελειώνει το 1954. Επέλεξα για αρχή το 1922 γιατί τότε σταματάει ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε την Οκτωβριανή Επανάσταση. Τότε οι μπολσεβίκοι αναλαμβάνουν τον πλήρη έλεγχο της χώρας. Η οπτική των Αμερικανών για τη Ρωσία, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη δική μου γενιά –είμαι πενήντα τεσσάρων χρόνων–, είναι περιορισμένη. Γαλουχηθήκαμε με τέτοιο τρόπο ώστε να αντιλαμβανόμαστε τη Σοβιετική Ενωση ως έναν τόπο όπου κυριαρχούσε η καταπίεση σε όλους τους τομείς της ζωής και πιστεύαμε ότι όσοι ζούσαν εκεί ήθελαν να την εγκαταλείψουν. Μάθαμε να τη βλέπουμε έτσι λόγω του Ψυχρού Πολέμου. Μισούσαμε τον κομμουνισμό και θέλαμε να πιστεύουμε ότι όσοι ζούσαν σε κομμουνιστική χώρα προσπαθούσαν να δραπετεύσουν. Και κάθε φορά που μαθαίναμε για έναν καλλιτέχνη που έφευγε από τη χώρα λέγαμε «ορίστε, έπρεπε να φύγει για να ζήσει ελεύθερος». Φυσικά δεν ήταν αυτή η πραγματική εικόνα. Σε αυτήν προσπάθησα να φτάσω μέσα από το βιβλίο.
Ποιος είναι ο εχθρός της Αμερικής σήμερα; Ο Ντόναλντ Τραμπ. Είναι ο ηγέτης που απέκτησε την εξουσία παρά το γεγονός ότι είναι αντίθετος με τις βασικές αρχές της χώρας, αυτές που αφορούν την ελευθερία του λόγου, την ανεξιθρησκία, τα ανθρώπινα δικαιώματα. Εχει πολύ περιορισμένη επαφή με αυτές τις ιδέες. Στην πραγματικότητα ο ίδιος είναι η αντίθεση σε όλες αυτές τις ιδέες. Ο Τραμπ υποστηρίζει τους δικτάτορες και προκαλεί πρόβλημα στους δημοκρατικούς συμμάχους του. Το καλό νέο είναι ότι οι θεσμοί είναι ακόμη πολύ ισχυροί στη χώρα. Τα τελευταία χρόνια δεν έχει συντηρητικοποιηθεί μόνο η Αμερική αλλά ολόκληρος ο κόσμος. Δεν είχα την ευκαιρία ακόμη να γνωρίσω τον Μπαράκ Ομπάμα, αν και πολύ θα το ήθελα. Νιώθω όμως πολύ κολακευμένος που συμπεριέλαβε το βιβλίο μου στη λίστα με τα αγαπημένα του.
Σε λίγο καιρό το βιβλίο θα μεταφερθεί στην τηλεόραση. Νομίζω ότι ο Κένεθ Μπράνα, που έχει αναλάβει την παραγωγή και θα πρωταγωνιστεί, θα κάνει εξαιρετική δουλειά. Γιατί προέρχεται από ευρωπαϊκή χώρα με ιστορία στην αριστοκρατία και έχει την εμπειρία λόγω κουλτούρας. Αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει από Αμερικανό.
«Η πληροφορία μάς καταναλώνει»
Στη Δύση καταναλώσαμε σε μεγάλο βαθμό πολιτισμό, ιστορία και πληροφορία. Η ιστορία και ο πολιτισμός μάς τρέφουν. Στην περίπτωση της πληροφορίας όμως συνέβη κάτι άλλο. Αντί να την καταναλώνουμε μας καταναλώνει. Κάτι συμβαίνει με τη συχνότητα με την οποία διαχέονται οι πληροφορίες και την επιδερμικότητα με την οποία τις προσλαμβάνουμε. Διαβάζουμε κάτι, θυμώνουμε και σε πέντε λεπτά έχουμε απαντήσει σε δέκα προτάσεις. Με αυτό τον τρόπο κινείται η πληροφορία σήμερα. Και με αυτόν ακριβώς τον τρόπο η πληροφορία μάς καταναλώνει αντί να μας τρέφει. Μας κάνει λιγότερο ευαίσθητους, λιγότερο προσεκτικούς και γαλήνιους.
Ισχύει ότι ζω σε ένα βικτοριανό σπίτι. Σ’ εμένα και στη γυναίκα μου αρέσει η παλιά διακόσμηση, η μουσική άλλων δεκαετιών, η τέχνη του 19ου αιώνα. Δεν ξέρω γιατί αλλά μου αρέσει πάντα να κοιτάζω πίσω. Με το πέρασμα του χρόνου δεν κρατήθηκε πάντα ζωντανό ό,τι άξιζε, αρκετά αξιόλογα πράγματα χάθηκαν. Ομως ο χρόνος ξεχωρίζει τα μέτρια από τα σπουδαία έργα. Μπορεί σήμερα να μην ξέρουμε όλους τους σπουδαίους συνθέτες του 1880, όμως οι συνθέτες που ξέρουμε είναι σπουδαίοι. Αν σήμερα πέσει στα χέρια σου ένα βιβλίο του 19ου αιώνα υπάρχουν 80% πιθανότητες να πρόκειται για πολύ καλό βιβλίο. Αν πάρεις ένα τυχαίο βιβλίο σήμερα από ένα ράφι αμερικανικού βιβλιοπωλείου υπάρχουν μόλις 8% πιθανότητες να πρόκειται για αξιόλογο βιβλίο. Σε εκατό χρόνια από τώρα η πλειονότητα των βιβλίων που εκδίδονται σήμερα θα έχει χαθεί. Πάντως, δεν έχω καμία επιθυμία να γράφω ιστορίες για τουίτινγκ και τέξτινγκ και κινητά. Θεούλη μου!
Info
Το βιβλίο του Εϊμορ Τόουλς «Ενας τζέντλεμαν στη Μόσχα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση Ρηγούλας Γεωργιάδου