Είμαι με τον Μητσοτάκη

Είμαι με τον Μητσοτάκη

«Ποιος θα θυμάται σε δέκα χρόνια το θέμα των Σκοπίων;» αναρωτήθηκε τον Φεβρουάριο του 1993 ο Μητσοτάκης. Σαν πρόβλεψη μπορεί να μην ήταν σωστή, αλλά σαν πολιτική εκτίμηση που θεωρητικά εξέφραζε το πώς εξελίσσονται τα πράγματα σε πολιτικό χρόνο ολόσωστη.

Ισως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (γιατί μιλάω για τον Μητσοτάκη τον κανονικό) να είχε δικαιωθεί αν το κόμμα του, οι άνθρωποί του και οι βλέψεις τους δεν αντιμετώπιζαν το «μακεδονικό ζήτημα» σαν γκαζάκι στο οποίο μαγείρευαν το πολιτικό τους ιμάμ μπαϊλντί και αν τους καιγόταν πυρπολούσαν και το σύμπαν γύρω τους.

Το «μακεδονικό» συντηρήθηκε για να μπορέσουν να υπάρξουν τηλεοπτικοί ψευτομεγαλέξανδροι οι οποίοι αναζητούσαν εκλογική πελατεία με νοημοσύνη Βουκεφάλα. Και, όπως συμβαίνει συχνά, το μεγαλύτερο καταφύγιο των απατεώνων ήταν ο πατριωτισμός. Με σημαίες, ζουρνάδες, σταυρούς, καλυμμαύκια και φυσικά πολλά μικρόφωνα και κάμερες.

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, με τον οποίο είχα την τύχη να συζητήσω πολλές φορές το συγκεκριμένο θέμα, πίστευε πως όσα συνέβησαν γύρω από το θέμα των Σκοπίων δεν ήταν τόσο πατριωτικά αθώα. Ενώ ήταν βέβαιος πως είχε επιλύσει το θέμα της ονομασίας της πΓΔΜ από κοινού με τον Κίρο Γκλιγκόροφ και ενώ βρισκόταν σε ταξίδι στις ΗΠΑ, ενημερώθηκε πως υπουργοί του απειλούσαν να ρίξουν την κυβέρνηση εάν αποδεχόταν ονομασία με συνθετικό τη λέξη «Μακεδονία». Εκείνη την εποχή, όπως επιβεβαίωσε και ο στρατηγός Νίκος Γρυλλάκης, είχε προκριθεί από τους κρυφούς συνομιλητές των δύο πλευρών η ονομασία «Σλαβομακεδονία». Ο Μητσοτάκης υποχώρησε και εγκλωβίστηκε σε μια συνεχή απολογία στο κομματικό του ακροατήριο για το όνομα.

Η Ελλάδα απαρνήθηκε κάθε σχεδιασμό για ένα διπλωματικό θέμα που απαιτούσε διπλωματική τακτική και ισχύ και άρχισε να μιλά με όρους ιστορικής γελοιότητας. Την ώρα που Ελληνες επιχειρηματίες επένδυαν στα Σκόπια ως εκφραστές των μελλοντικών καλών σχέσεων και οικονομικής εξάρτησης, οι μακεδονομάχοι της φακής μέτραγαν τις τρίχες στο άγαλμα του Βουκεφάλα ενώ τη μέτρηση της βαρβατίλας και του πατριωτισμού είχαν αναλάβει οι Ψωμιάδηδες, οι οποίοι πουλούσαν και σημαίες στα πλήθη των εθνοδιαδηλωτών.

Η Ελλάδα μπορούσε να έχει άλλες σχέσεις και άλλη ιστορία με τη γείτονα χώρα. Το 1991 τα Σκόπια δεν ήξεραν από πού να κρατηθούν. Δεν είχε νόημα να λέμε αν είμαστε απόγονοι του Μεγαλέξανδρου. Αρκούσε να διαβεβαιώσουμε πως είμαστε εκεί ως χώρα για να επενδύσουμε και να αναπτύξουμε. Προτιμήσαμε τον πόλεμο με τα φωτόσπαθα της ανοησίας και του λαϊκισμού.

Ο Σαμαράς υπέγραψε τον Δεκέμβριο του 1991 το πρώτο ευρωπαϊκό έγγραφο που αποκαλούσε τα Σκόπια «Μακεδονία» (σκέτο). Τον ίδιο μήνα υπέγραψε τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας χωρίς να θέσει κανένα όρο ως χώρα της ΕΟΚ και των Βαλκανίων. Κάποιοι ζητούσαν και αυτός υπέγραφε. Και αφού υπέγραψε, είπε να σηκώσει και τη σημαία για να δείξει πόσο πατριώτης είναι. Εγινε ο Χάρι Πότερ σε ένα επικίνδυνο σενάριο στο οποίο δεν υπήρχαν μαγικά ούτε μπορούσαν να εφευρεθούν.

Ολόκληρη η χώρα εγκλωβίστηκε στη διαμάχη και οι πολιτικοί στις συνεχείς εξετάσεις για το πόσο πατριώτες είναι. Κάθε ψύχραιμη πολιτική ή κοινωνική δύναμη που ψέλλιζε πως όλο αυτό που συμβαίνει είναι τυφλό και οδηγεί σε επικίνδυνους δρόμους βαφτιζόταν ανθελληνική.

Το όνομα «Νέα Μακεδονία», που προτείνεται και τώρα, πηγαινοέρχεται 25 χρόνια από τον Νίμιτς, τους Βανς και Οουεν και δεκάδες κρυφούς διαπραγματευτές. Το 2008, πριν από τη σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, η Ελλάδα αποφάσισε πως αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Η Ντόρα μιλούσε για «Νέα Μακεδονία», ο Καραμανλής για τρεις Μακεδονίες των Βαλκανίων και ο κόσμος, κουρασμένος από όσα γίνονταν αλλά κυρίως δεν γίνονταν, κατέληγε πως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε δίκιο.

Σημασία δεν είχε πώς θα λέγονταν τα Σκόπια, άσε που μπορούσαν να λέγονται όπως θα θέλαμε αν επενδύαμε στην οικονομία τους και τη βοήθεια και όχι στην ανοησία και τη μισαλλοδοξία. Γιατί και στην από κει πλευρά πολιτικοί αντίστοιχα τυχοδιώκτες επένδυαν στο μίσος και στην αντιπαλότητα που γεννά σημαντικότητα και εκλογική πελατεία.

Το θέμα λοιπόν επανέρχεται επί ΣΥΡΙΖΑ, σε μια εποχή που μοιάζει ώριμη, όπως άλλωστε και οι πολίτες. Και τι συμβαίνει; Οσοι διαχειρίστηκαν το «μακεδονικό», όσοι επέλεξαν τον τυχοδιωκτισμό αλλά και αυτοί που πραγματικά ήθελαν μια λύση, ξαναανακαλύπτουν τον μακεδονομάχο. Είναι τραγικό, αλλά τους ενδιαφέρει μόνο η φθορά ΣΥΡΙΖΑ. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αρνείται να διατυπώσει την επίσημη θέση του κόμματος, ενώ η ηγετική ομάδα της ΝΔ επιμένει πως ο Κυριάκος δεν θα πάει ούτε σε σύσκεψη αρχηγών εάν η κυβέρνηση δεν έχει ενιαία θέση.

Τα κόμματα είναι σχηματισμοί που έχουν πολιτικές θέσεις και στόχους. Μπορούν να έχουν και αντιθέσεις (με άλλα κόμματα), να κάνουν και επιθέσεις, αλλά πρώτα και κύρια οφείλουν να έχουν θέσεις. Δεν είναι υπεύθυνο κόμμα όποιο ετεροπροσδιορίζεται από τον αντίπαλό του και δεν μπορεί να επιλύσει προβλήματα επειδή δεν κάνει το αυτονόητο, δηλαδή να τάσσεται κατά των προβλημάτων. Θέση λοιπόν είναι το βασικό που προσδιορίζει ένα πολιτικό κόμμα. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για σημαντικά θέματα σαν αυτά που ονομάζουμε εθνικά.

Η ΝΔ επιλέγει τη μικροπολιτική, με την οποία θέλει όχι μόνο να φθείρει την κυβέρνηση αλλά και να εξυπηρετήσει την ακροδεξιά πελατεία της. Κάθε εποχή έχει τον μεσαίωνα της τελικώς. Και τον Μητσοτάκη της.

Documento Newsletter