Πολλές οι σκέψεις και οι προβληματισμοί που γεννήθηκαν από την σκηνοθετική ανάγνωση του Τιμοφέι Κουλιάμπιν πάνω στον ευριπίδειο λόγο όπως αυτός αποτιμάται στην τραγωδία «Ιφιγένεια εν Αυλίδι».
Η διεθνής μετάκληση του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου υπήρξε πολλά υποσχόμενη από την πρώτη στιγμή που ανακοινώθηκε ποντάροντας στο γεγονός πως ο αυτοεξόριστος Ρώσος σκηνοθέτης και αρνητής του καθεστώτος του Πούτιν –ειδικά μετά την εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022- θα τραβήξει πάνω του τα φώτα για όλους τους σωστούς ή λάθος λόγους.
Παλιός γνώριμος του Φεστιβάλ ο Κουλιάμπιν, από τις τσεχωφικές «Τρεις αδερφές» (2018) ήθελε να σκηνοθετήσει μια παράσταση που να καταγγέλλει τη βιομηχανία του πολέμου. Ένα ιδεολογικό μανιφέστο που να χωρά προσωπικές του αναφορές και βιώματα. Όχημα του το περίφημο αντιπολεμικό κείμενο του Ευριπίδη που όμως δεν αναγνωρίστηκε στο σύνολό του αφού ο σκηνοθέτης επενέβη στη δραματουργία του κειμένου.
Από την κατάργηση του Χορού των γυναικών της Χαλκίδας και την αντικατάστασή του από κουστουμαρισμένους άντρες που λειτουργούν ως ομάδα-κρατική οργάνωση, τα χορικά μέρη απαλείφονται μιας που ο λυρισμός τους δεν έχει θέση στην πολεμική πραγματικότητα που ο σκηνοθέτης προσπαθεί να επιβάλει από το πρώτο λεπτό.
Οι άντρες-Χορός κάθε φορά που ένας ήρωας προσπαθεί να ξεφύγει από τη γραμμή του «καθήκοντος υπέρ του Έθνους» τον επαναφέρουν είτε καλώντας τον να σωπάσει («Σσσσσς») είτε κλείνοντας του τα αυτιά και το στόμα. Όλα καμωμένα με τέτοιον τρόπο ώστε να λειτουργούν κάτω από το άγρυπνο μάτι του κράτους-δικτάτορα που σηκώνει ξανά και ξανά τα λάβαρα του πολέμου κατασκευάζοντας ήρωες και συνθήματα.
Το φινάλε του έργου αποτελεί μια προσωπική ανάγνωση του Κουλιάμπιν χωρίς να θυμίζει σε τίποτα την ευριπίδεια Ιφιγένεια. Το σκηνικό του γάμου με το ταφικό στεφάνι όπου όλοι είναι χαρούμενοι τρώγοντας και πίνοντας έρχεται να διακόψει η δολοφονική εκτέλεση από στρατιώτες που έχουν καλυμμένα τα πρόσωπά τους από full face μάσκες και εισβάλουν με καλάσνικοφ στη σκηνή.
Ο ηλικιωμένος Αγαμέμνονας που σέρνει τα βήματά του και η Κλυταιμήστρα με το σάλι σφραγίζουν ένα κύκλο αίματος όπου ο πόλεμος συνεχίζεται από γενιά σε γενιά ως κατάρα που κατά την Κουλιάμπιν Ιφιγένεια μοιάζει να είναι μια συνθήκη αναπόσπαστη από το DNA του ανθρώπου. Η τοποθέτηση μιας τεράστιας οθόνης στη σκηνή του Αργολικού θεάτρου τροφοδοτώντας την πολεμική προπαγάνδα με τους ήρωες να συνεχίζουν να παρακολουθούν ό,τι τους «σερβίρεται» είναι από μόνο του ένα ξεκάθαρο σχόλιο.
Ο αρχετυπικός ρόλος του γενναίου Αχιλλέα χλευάζεται από μια κατασκευασμένη, φαιδρή περσόνα που μοιάζει σαν να έχει βγει από ριάλιτι. Στην παράσταση του Κουλιάμπιν δεν υπάρχει κανένας ήρωας και κανείς δεν δικαιούται το κλέος. Ακόμα και η σωματικότητα των ηθοποιών διακωμωδείται. Η κίνησή τους είναι σπασμωδική σχεδόν ρομποτική.
Το σκηνικό δια χειρός Oleg Golovko εξελίσσεται σταδιακά σε ένα τοπίο κιτς αισθητικής βγαλμένη από τηλεπαιχνίδι της δεκαετίας του ’80. Η μουσική του Timofei Pastukhov θυμίζει εμβατήριο με τις σάλπιγγες να καλούν είτε σε άγημα είτε σε σειρήνες πολέμου. Εντυπωσιακός ο φωτισμός του Oskars Paulins να απομονώνει και να διαιρεί τον χώρο δημιουργώντας παράλληλες δράσεις.
Ο Νίκος Ψαρράς παρέδωσε έναν ευάλωτο και ανθρώπινο Αγαμέμνονα που τελεί υπό ομηρία μιας πατρίδας φάντασμα που τον εξαναγκάζει να πληρώσει το χρέος της βασιλείας τους. Η Μαρία Ναυπλιώτου ως Κλυταιμήστρα αποδόθηκε περισσότερο ως μητέρα και όχι ως βασίλισσα υποκύπτοντας σε μελοδραματικές υπερβολές.
Έξοχη η Ιφιγένεια της Ανθής Ευστρατιάδου είναι ίσως η μόνη που απέδωσε την τραγικότητα του λόγου του συγγραφέα περνώντας από τα δραματουργικά στάδια της ωρίμανσης από νεαρή θυγατέρα σε μια κατασκευασμένη, έστω, ηρωίδα. Ο Θάνος Τοκάκης συνεπής ερμηνευτικά στον αποδομημένο ρόλο του Αχιλλέα. Ο Νικόλας Παπαγιάννης μεταμορφώνεται σε έναν αδίστακτο χειριστικό Μενέλαο ενώ ο Δημήτρης Παπανικολάου αποδεικνύεται υποκριτικά πολύτιμος χάρη στην αμεσότητά του.
Ο Χορός των ανδρών, Δημήτρης Γεωργιάδης, Χρήστος Διαμαντούδης, Μάριος Κρητικόπουλος, Βασίλης Μπούτσικος, Δημήτρης Παπανικολάου, Αλέξανδρος Πιεχόβιακ, αντιπροσωπεύει την εξουσία και πως αυτή ελέγχει τους πολίτες.
Αναμφίβολα ο Τιμοφέι Κουλιάμπίν κατέθεσε το προσωπικό του πολιτικό σχόλιο. Μια διαμαρτυρία για τη βιομηχανία του πολέμου και την κανονικότητα που επιβάλλει. Το έργο σκηνοθετικά είναι άρτιο και δομημένο. Οι υπαινιγμοί ξεκάθαροι και οι συσχετισμοί προφανείς. Παρακολούθησα μια παράσταση που με έπεισε για το καθολικό της μήνυμα, αλλά δεν αναγνώρισα το κείμενο του Ευριπίδη. Πέρα από την ίδια την ιστορία ο λόγος του συγγραφέα έχει λεκτικές αρετές που δεν αποδόθηκαν παρά την αριστοτεχνική μετάφραση του Παντελή Μπουκάλα που έκανε ό,τι μπορούσε για να μην καταλυθεί η ποιητικότητα του λόγου.
Το ερώτημα που προκύπτει δεν έχει να κάνει με το αν το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου κέρδισε το στοίχημα με την παράσταση της χρονιάς. Οι όροι είναι οπαδικοί άρα και ανεπιθύμητοι. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου ήθελε έναν σκηνοθέτη με πολιτικό περίβλημα και τον βρήκε στο πρόσωπο του Τιμοφέι Κουλιάμπιν.
Το ερώτημα όμως παραμένει! Μπορούν τα κλασικά κείμενα να λειτουργήσουν αποσπασματικά και να μεταφερθούν στο τώρα και στο διηνεκές; Οφείλει ο δημιουργός να αντιμετωπίζει τα κλασικά κείμενα ως άγια δισκοπότηρα ή η τέχνη είναι ελεύθερη να αποφασίσει τις μάχες που θα δώσει ακόμη κι αν ενίοτε στέκεται με «αναίδεια» μπροστά σε αριστουργήματα όπως είναι η «Ιφιγένεια του Ευριπίδη»;
Ταπεινή μου άποψη είναι πως η τέχνη δεν οφείλει τίποτα και σε κανέναν. Το θέατρο είναι ιερό είτε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου είτε σε ένα υπόγειο στο Μεταξουργείο. Ο δημιουργός κρίνεται, αποτυγχάνει και δικαιώνεται. Και ο θεατής έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να τον απορρίψει ή να τον εκθειάσει. Και αυτή είναι γοητεία της ελευθερίας της τέχνης.
Διαβάστε επίσης:
Κριτική θεάτρου – Οι «Υπνοβάτες» και οι νυχτερινές ενοράσεις
Είδαμε την παράσταση του Κριστόφ Βαρλικόφσκι στην Πειραιώς 260
Πριγκιπικό νυφικό βαμμένο με το αίμα της αποικιοκρατίας-Είδαμε την παράσταση «Lacrima»
Φεστιβάλ Αθηνών: Είδαμε την παράσταση «Κρυπτόγαμα» με έναν συγκλονιστικό Μάκη Παπαδημητρίου