Εκτός από πολύ καλή σειρά, το «Μικρό ταρανδάκι» είναι και μια συγκινησιακά φορτισμένη ιστορία ανδρικής ενδυνάμωσης, που αλλιώς αρχίζει και… αλλιώς τελειώνει.
Η σειρά «Μικρό ταρανδάκι» προσγειώθηκε στο πρόγραμμα του Netflix για να ταράξει τα νερά με μια ιστορία ακραίας παρενόχλησης και ανδρικής κακοποίησης. Κι αν αρχικά έχεις την εντύπωση ότι παρακολουθείς μια σειρά καταδίωξης ενός Σκωτσέζου κωμικού από μια εμμονική stalker, η συνέχεια σε διαψεύδει με ένα τρόπο που σίγουρα δεν περιμένεις.
Ίσως αυτή η ανατροπή είναι η συνταγή της μεγάλης επιτυχίας της σειράς, η οποία έφτασε από τις 11 Απριλίου που ξεκίνησε να προβάλλεται στην κορυφή της λίστας με τις πιο δημοφιλείς εκπομπές της πλατφόρμας, με τους θεατές να μιλούν στα social media για μια από τις καλύτερες παραγωγές που παρουσιάζονται σήμερα.
Η πρώτη μεγάλη έκπληξη του θεατή έρχεται μόλις καταλάβει ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου όπως φαίνονται στα πρώτα επεισόδια και ότι τελικά παρακολουθεί ένα ταξίδι ακραίας ωρίμανσης του πρωταγωνιστή, μέσα από τη σύνδεση τωρινών και περασμένων γεγονότων με τη μορφή του φλας μπακ, όπως ο βάναυσος βιασμός του ήρωα από ένα μεγαλύτερο άντρα.
Το πιο μεγάλο σοκ, όμως, έρχεται με την είδηση ότι όλα όσα διαδραματίζονται είναι η πραγματική ιστορία του κωμικού Ρίτσαρντ Γκαντ, ο οποίος είναι επίσης πρωταγωνιστής, σεναριογράφος και παραγωγός της σειράς. Και ότι όχι μόνο υπήρξε ο ίδιος θύμα μιας γυναίκας γνωστής στην αστυνομία για τη δράση της ως stalker, η οποία τον καταδίωξε κάθε δυνατό τρόπο επί τρία χρόνια στέλνοντάς του πάνω από 40.000 emails και 350 ώρες ηχητικών μηνυμάτων, αλλά επίσης ότι υπήρξε το τραγικό θύμα βιασμού από ένα καλά δικτυωμένο άντρα της showbiz.
Οι σκηνές της σταδιακής χειραγώγησης του ήρωα, ο οποίος είχε όνειρο να κάνει καριέρα ως κωμικός μέχρι το βιασμό του υπό την επήρεια ναρκωτικών είναι γροθιά στο στομάχι και φέρνει σε πρώτο πλάνο την ανδρική κακοποίηση και τις επιπτώσεις της σε κάθε πτυχή της ζωής του θύματος με τρόπο που δεν είχαμε ξαναδεί μέχρι σήμερα στην τηλεόραση.
Και είναι γροθιά στο στομάχι όχι από τη βιαιότητα των σκηνών, αλλά από τον ύπουλο και οργανωμένο τρόπο που χρησιμοποίησε ο θύτης για να εξουδετερώσει όλες τις αντιστάσεις του θύματος. Σταδιακά και βελούδινα, με σταθερότητα και υπομονή, με ψέματα, μεγάλες υποσχέσεις και ενέσεις αυτοπεποίθησης στο θύμα του, εκμεταλλεύτηκε κάθε ρωγμή και ανασφάλεια, κάθε όνειρο και ελπίδα του νέου που πάσχιζε να καταφέρει κάτι στη ζωή του.
Ο Ριτσαρντ Γκαντ πριν δημιουργήσει το «Μικρό ταρανδάκι» (όπως ονομάστηκε η σειρά από ένα παιδικό παιχνίδι της γυναίκας που καταδιώκει τον ήρωα), μίλησε για πρώτη φορά για την εμπειρία που τον καθόρισε στο Φεστιβάλ Fringe του Εδιμβούργου το 2019, χρησιμοποιώντας τη μορφή του θεατρικού μονολόγου αφήνοντας άναυδο το κοινό του. Το ίδιο ανοιχτός και ειλικρινής είναι και εδώ, με την ίδια τόλμη παρουσιάζει γυμνό τον εαυτό του μπροστά στα εκατομμύρια των θεατών.
Αν μη τι άλλο, το «Μικρό ταρανδάκι», εκτός από πολύ καλή σειρά, είναι και μια συγκινησιακά φορτισμένη ιστορία ανδρικής ενδυνάμωσης, που δεν συζητείται όσο της αξίζει. «Κάποιος σε πλήγωσε πολύ, έτσι δεν είναι;» ρωτάει τον πρωταγωνιστή η stalker του. Κι εκείνος μετατρέπεται την ίδια στιγμή σε εύκολο θύμα της γιατί είναι πολύ πληγωμένος και μπερδεμένος, γιατί είναι τρομοκρατημένος μπροστά στο κακό, γιατί είναι βαθιά ενοχικός επειδή επέτρεψε να του συμβεί το αδιανόητο, γιατί είναι ανίσχυρος ή ανέτοιμος να αντιδράσει. Η γιατί είναι άντρας και είναι ακόμα πιο δύσκολο να μιλήσει για το βιασμό του και να τον πιστέψουν.
Όσα έχουν προηγηθεί και όσα θα ακολουθήσουν είναι αποτέλεσμα της βαθιάς ψυχικής τομής που τον έχει αποσυνδέσει από τα δομικά συστατικά της προσωπικότητάς του οδηγώντας τον σε αχαρτογράφητα υπαρξιακά νερά. Η τραγική ιστορία της χειραγώγησης και της κακοποίησής του πάει χέρι με χέρι με την αδυναμία του συστήματος να τον προστατέψει. Για να σηκωθεί ξανά, για να αντικρίσει πάλι τον κόσμο χωρίς τα παραμορφωτικά γυαλιά της ενοχής, για να ξεκινήσει το αντίστροφο ταξίδι της επανασύνδεσης με τον εαυτό του.
Σπάνια στην τηλεόραση αυτό το ταξίδι προβάλλεται με τόση ενάργεια, ειλικρίνεια και τόλμη. Και κυρίως σπάνια εξηγείται τόσο καλά γιατί το θύμα ξαναγυρίζει στον τόπο του εγκλήματος, σαν δολοφόνος που επιστρέφει για να ολοκληρώσει ο θύτης τη ζημιά, εξαιτίας των ενοχών του επειδή δεν μπόρεσε εξ’ αρχής να την αποτρέψει.