Τα τελευταία χρόνια παρακολουθώ αρκετά το ερασιτεχνικό θέατρο ή τις παραστάσεις για τις εξετάσεις των σπουδαστών δραματικών σχολών, όπου εκεί δεν πρόκειται ακριβώς για ερασιτεχνικό θέατρο. Είχα την τιμή να είμαι μέλος της επιτροπής σε φεστιβάλ ερασιτεχνικού θεάτρου και να δω εξαιρετικούς θιάσους απ’ όλη την Ελλάδα με ηθοποιούς καλά προετοιμασμένους, ενδεχομένως και καλύτερους απ’ άλλους κι άλλους επαγγελματικών θιάσων – ναι, συμβαίνουν κι αυτά. Χθες βρέθηκα στο θέατρο «Γιάννης Ρίτσος» του δήμου Αγίας Βαρβάρας μέσα σε μια λαϊκή γειτονιά, που μου θύμισε σκηνικό της δεκαετίας του 1960. Οι άνθρωποι που περίμεναν απ’ έξω απ’ το κτίριο σαν να μου φάνηκαν ολογράμματα από το παρελθόν, κάτι που αποκλείεται να μου συνέβαινε αν το θέατρο βρισκόταν, όπως όλα τα άλλα θέατρα, στο κέντρο της Αθήνας.
Το σκηνικό και η πρώτη εντύπωση άλλαξαν όταν εισήλθα στον κυρίως χώρο, ένα μεγάλο περιποιημένο καινούργιο θέατρο. Πήγα να δω τις διπλωματικές εξετάσεις του Γ΄ έτους της Ανωτέρας Σχολής Δραματικής Τέχνης του δήμου Αγίας Βαρβάρας. Παρακολούθησα τελικά μόνο το α’ μέρος, δηλαδή την ωριαία παράσταση του έργου «Καζιμίρ και Καρολίνα» του Έντεν φον Χόρβατ, με το οποίο οι σπουδαστές της σχολής εξετάστηκαν σε υποκριτική, κίνηση και χορό. Η διδασκαλία της υποκριτικής ήταν του Μιχαήλ Ζάιμπελ, ενώ η κίνηση και η χορογραφία της Μαριάννας Καβαλλιεράτου. Λίγα λόγια για το έργο τώρα: Το «Καζιμίρ και Καρολίνα» γράφτηκε το 1932 στα γερμανικά από τον Αυστρο-ούγγρο Έντεν φον Χόρβατ, έξι μόλις χρόνια πριν ο συγγραφέας χάσει εντελώς άδοξα τη ζωή του στα 36 του χρόνια – κατά τη διάρκεια καταιγίδας στη λεωφόρο Σαμπ-Ελιζέ του Παρισιού, ένα μεγάλο κλαδί έπεσε από ένα δέντρο στο κεφάλι του και τον άφησε στον τόπο.
Με το «Καζιμίρ και Καρολίνα» στην ουσία προετοίμασε τους Γερμανούς για την άνοδο του ναζιστικού καθεστώτος αμέσως μετά την οικονομική Ύφεση του 1929. Επιπλέον, παρουσίασε και μια άλλη όψη για τη θέση της γυναίκας, αρκετά τολμηρή για το πλαίσιο της εποχής αναφορικά με τη γυναικεία χειραφέτηση, αλλά και την ερωτική ελευθεριότητα. Το συγκεκριμένο έργο – υπ’ όψιν – διέγραψε μια δεύτερη καριέρα, σχεδόν έναν αιώνα μετά τη συγγραφή του, αφού επανεμφανίστηκε στα γερμανικά θέατρα εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης που μαστίζει όλη την Ευρώπη τα τελευταία χρόνια. Και υπό αυτή την έννοια, μόνο πετυχημένη μπορεί να θεωρηθεί η επιλογή του έργου για τις διπλωματικές εξετάσεις τριτοετών σπουδαστών υποκριτικής.
Στα της παράστασης τώρα, σίγουρα ξεχώρισαν με τις ερμηνείες τους το πρωταγωνιστικό ντουέτο, ο Καζιμίρ (Βλάσιος Κοζώρης) και η Καρολίνα (Δάφνη Χασούρου). Με εξαίρεση το ρόλο του Καζιμίρ, σχεδόν όλοι οι άλλοι ρόλοι αποδόθηκαν και από διαφορετικούς σπουδαστές. Ειδικά στο ρόλο της Καρολίνα είδαμε περισσότερες από τρεις ηθοποιούς κι αυτό δεν βοηθάει σ’ ένα review από την παράσταση, σαν αυτό που διαβάζετε. Επαναλαμβάνω, ωστόσο, πως επρόκειτο για παράσταση διπλωματικών εξετάσεων, επομένως δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Θα ξεχώριζα και τον Μηνά Πασπαλά στο ρόλο του αλητάμπουρα Φραντς, που κακοποιεί ανεριθρύαστα τη γυναίκα του καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου. Ωραία κίνηση όλοι τους, σωστή άρθρωση του λόγου, παύσεις – ανάσες απαιτούμενες και επίγνωση απόλυτη του κειμένου που κλήθηκαν να υπηρετήσουν – χαρακτηριστικά που πηγαίνουν σ’ όλους τους νεαρούς ηθοποιούς της σχολής. Ειδικά ο Κοζώρης με την έντονη κινησιολογία που απαιτούσε ο ρόλος του Καζίμιρ, παρά το άγχος της πρώτης έκθεσης μπροστά σε κοινό, είναι ηθοποιός «έτοιμος», που λένε, ολοκληρωμένος.
Μου άρεσε και η σκηνή του τσίρκου με την Κωνσταντίνα Μαστροκωστοπούλου ως κομπέρ και σύσσωμο το θίασο σε εφτά συνολικά ζευγάρια. Και πάλι έγινε αντιληπτό πως οι χορογραφίες της Μαριάννας Καβαλλιεράτου ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόταν για να δείξουν οι σπουδαστές της δραματικής σχολής την επιδεξιότητα τους στο χορό και την κίνηση δίχως τίποτα περιττό ή πολυφορτωμένο. Εννοείται πως δεν με ενόχλησαν προσωπικά οι ανύπαρκτοι φωτισμοί, εφόσον στην κωμωδία ή στα πιο ανάλαφρα έργα, είθισται ο φωτισμός να είναι flat – άλλωστε κανείς δεν διαγωνιζόταν σ’ αυτό τον τομέα απ’ τα παιδιά της δραματικής σχολής.
Δυστυχώς δεν στάθηκε εφικτό να παρακολουθήσω το δεύτερο μέρος των εξετάσεων με την 90λεπτη παράσταση των ευριπίδειων «Βακχών» που σκηνοθέτησε ο Μάξιμος Μουμούρης στη μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά. Τι άλλο να πούμε πέρα από ένα μεγάλο μπράβο στη δραματική σχολή Αγίας Βαρβάρας, για τη δουλειά των δασκάλων της, καθώς και για το υψηλό επίπεδο των σπουδαστών της. Έχω την αίσθηση, τέλος, πως κάποια απ’ αυτά τα ονόματα που διαβάσετε εδώ, θα μας απασχολήσουν στο εγγύς μέλλον.