Μερικές σκέψεις και αποκλειστικές φωτογραφίες από τη βραδιά που το κοινό του Release Athens υποκλίθηκε στα Ιερά Τέρατα του heavy metal
Όταν στα μέσα του περασμένου Νοέμβρη το Release Athens ανακοίνωσε ότι οι Judas Priest και ο Bruce Dickinson θα μοιράζονταν τη σκηνή του φεστιβάλ την Κυριακή 21 Ιουλίου, δύο ήταν τα ερωτήματα που προέκυψαν αβίαστα: Πόσο θα βάραιναν τα δύο επιπλέον χρόνια από την προηγούμενη εμφάνισή των Metal Gods στην Ελλάδα στην πλάτη και -κυρίως- στις φωνητικές χορδές του Rob Halford; Ποια θα ήταν η υποδοχή του ελληνικού κοινού στον άνθρωπο με τον οποίο οι σχέσεις είχαν… διαρραγεί εξαιτίας όσων είχαν συμβεί στην τελευταία συναυλία των Iron Maiden στην Αθήνα, το καλοκαίρι του 2022;
Η προσθήκη των Accept στην πορεία ως τρίτο όνομα στο billing του φεστιβάλ έδωσε ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον σε μια μέρα που εξελίχθηκε σε μια συνάντηση γιγάντων, με τους Γερμανούς να προσφέρουν μία γεμάτη ώρα ποιοτικού τευτονικού μέταλ, σε μια μέρα την οποία είχε τη χαρά και την τιμή να ανοίξει ένα νεοσύστατο αθηναϊκό συγκρότημα, οι Saturday Night Satan.
Αγνοώντας οι ίδιοι αλλά και ο κόσμος που είχε συρρεύσει από νωρίς στην Πλατεία Νερού το λιοπύρι και με σύμμαχο έναν εξαιρετικό ήχο οι Accept απέδειξαν ότι καμία συνθήκη δεν είναι ικανή να τους αποτρέψει από το να δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό παρουσιάζοντας ένα περιεκτικό setlist στο οποίο δύο αντιπροσωπευτικά δείγματα από το νέο τους άλμπουμ «Humanoid» συναντήθηκαν με το ένδοξο παρελθόν που εκπροσωπήθηκε με οκτώ από τις δεκάδες κλασικές συνθέσεις μιας πορείας που μετράει τέσσερις γεμάτες δεκαετίες.
Μετά από ένα σύντομο διάλειμμα, το δεύτερο από τα παραπάνω ερωτήματα θα απαντιόταν από την πρώτη κιόλας στιγμή. Ο Bruce Dickinson και η μπάντα του όρμησαν στη σκηνή για το τελευταίο σόου της περιοδείας του «The Mandrake Project», με τον 66χρονο πλέον τραγουδιστή να αποδεικνύει σε κάθε νότα και με κάθε κίνησή του -είτε οργώνοντας τη σκηνή είτε σκαρφαλώνοντας σε σκαλωσιές- γιατί είναι ο καλύτερος frontman της γενιάς του, γνωρίζοντας την αποθέωση από ένα κοινό που τραγουδούσε κάθε στίχο από το σπουδαίο υλικό που έγραφε την περίοδο που ο ίδιος κυκλοφορούσε δίσκους διαμάντια την ώρα που οι Iron Maiden αναζητούσαν τα πατήματά τους χωρίς αυτόν.
Τα δικαιολογημένα… νευράκια του πρόσφατου παρελθόντος ήταν σαν να μην υπήρξαν ποτέ έστω κι αν κάποιοι εξέλαβαν το δίλεπτο teaser από το Alexander The Great ως μια συγγνώμη του ίδιου του Dickinson για τους χαρακτηρισμούς που απηύθυνε σε εκείνους που με τις κουταμάρες τους λίγο έλειψε να τινάξουν στον αέρα μια μεγάλη βραδιά. Προφανώς και θα ήταν προτιμότερο αντί για αυτό να είχε παίξει ένα ακόμα από τα δικά του κομμάτια που έμειναν έξω λόγω χρόνου (πχ. το The Tower ή το Jerusalem) αλλά έστω κι έτσι το συνολικό ταμείο της βραδιάς τον βρήκε ως τον αδιαμφισβήτητο νικητή, αν και σε τέτοιες συναντήσεις μοναδικός κερδισμένος είναι ο κόσμος.
Όσο για το πρώτο ερώτημα, αυτό απαντήθηκε αμέσως μετά και για την ακρίβεια προς το τέλος του σετ των Judas Priest. Η εικόνα του καταπονημένου Rob Halford να βαδίζει αργά αργά και να κάθεται στις σκάλες στο πλάι της σκηνής στα μισά του Victim of Changes ήταν η απάντηση σε ό,τι αφορά τα χρόνια που βαραίνουν την πλάτη ενός ανθρώπου που δεν σταματάει να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα και αγαπάει περισσότερο χωρίς να φοβάται να εκτεθεί και χωρίς να διστάζει να αξιοποιήσει την τεχνολογία για τον ίδιο ακριβώς σκοπό, ακριβώς επειδή δεν γίνεται στα 73 σου να τραγουδάς όπως στα 40 σου.
Αλλά σε κάθε ανάσα που προσπαθεί να πάρει εμείς (θα) είμαστε πάντα εκεί για να εκφράζουμε την ευγνωμοσύνη μας στον άνθρωπο που κόντρα σε θεούς και δαίμονες βγαίνει πάντα μπροστά για να μας θυμίζει ότι κανένα φάλτσο δεν είναι ικανό να «τσαλακώσει» πενήντα χρόνια ιστορίας.
Αλήθεια, εσείς τι θα κάνετε στα 73 σας χρόνια;