Ο Δημήτρης Ήμελλος ήταν τόσο σπάνιο μέταλλο που δύσκολα τον ξεχνούσες αν τον είχες δει έστω και μία φορά να παίζει. Αν και η μεγάλη του αγάπη ήταν το θέατρο, έγινε ευρύτερα γνωστός μέσα από τον κινηματογράφο και την τηλεόραση –εκεί εκτοξεύτηκε η φήμη του– την οποία μπόλιασε με τις ακριβές ποιότητες που έφερε.
Με την εκδημία του την περασμένη Δευτέρα πολλοί ήταν εκείνοι που μίλησαν για τους ρόλους του στο Εθνικό Θέατρο, για το βραβείο Χορν με το οποίο τιμήθηκε το 2001, για τον υπέροχο «Ράφτη» – την ταινία της Σόνιας Λίζας Κέντερμαν στην οποία πρωταγωνιστούσε. Οι περισσότεροι όμως τον αποχαιρέτησαν για την εμφάνισή του στον «Σασμό», διότι εκεί τον γνώρισαν. Μέσω του «Σασμού» μπήκε στα σπίτια και στα βράδια τους.
Αρκετοί ήταν εκείνοι που θεώρησαν πως η μνήμη του σπουδαίου ηθοποιού με τις εξαιρετικές σπουδές και τις αξιομνημόνευτες θεατρικές στιγμές αδικείται μέσα από αυτή την αναφορά. Μάλλον όμως συμβαίνει το αντίθετο. Η τηλεόραση δεν είναι άκριτα καλή ή κακή. Είναι απλώς ένα Μέσο. Και μάλιστα μέχρι πριν από λίγα χρόνια το πιο δυνατό, αυτό που διαμόρφωνε τη mainstream σκέψη. Είναι άδικο να την απαξιώνουμε, διότι σε έναν βαθμό της χρωστάμε αρκετές αναφορές μας που εξελίχτηκαν σε συλλογική μνήμη.
Το «εγώ δεν βλέπω τηλεόραση, δεν έχω καν συσκευή» δεν μας κάνει να ακουγόμαστε καλλιεργημένοι, αλλά μάλλον άνθρωποι που απαξιούν να δουν και να κατανοήσουν ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας στην οποία ζούμε. Ετσι, το μέσο εκχωρείται σε όσους θεωρούν ότι η προχειρότητα είναι η μόνη πρόταση. Η συμμετοχή στην τηλεόραση ηθοποιών του βεληνεκούς του Ήμελλου όχι μόνο κοσμεί το μέσο, αλλά δίνει ελπίδα για εγχώριες παραγωγές στις οποίες η εμπορικότητα δεν αποκλείει το υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο.