Εγκύκλιος για μπλοκάκια: Κόντρα εργαζομένων με εργοδότες φέρνει η εισφορά 20%

Εγκύκλιος για μπλοκάκια: Κόντρα εργαζομένων με εργοδότες φέρνει η εισφορά 20%

Όσοι αμείβονται με Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών (ΔΠΥ), κινδυνεύουν στο εξής να βρεθούν σε ευθεία αντιπαράθεση με τον εργοδότη τους, για το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών που θα καταβάλλουν.

Η επίμαχη εγκύκλιος για τα μπλοκάκια δημοσιεύθηκε νωρίτερα σήμερα και επισημαίνεται ότι η επιβάρυνση 20% δεν προκύπτει για όσους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους έχουν απασχόληση σε ένα ή δύο φυσικά και νομικά πρόσωπα. Στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι προκύπτει αποκλειστικότητα ως προς το πρόσωπο που αποδέχεται αυτές τις υπηρεσίες.

Έτσι οι εισφορές θα κατανέμονται 6,67% για τον ασφαλισμένο και 13,33% για τον «αντισυμβαλλόμενο». Ανάλογη κατανομή θα πρέπει να γίνεται και για τις εισφορές για υγειονομική περίθαλψη, εφάπαξ και επικούρηση, όπου υπάρχει η σχετική υποχρέωση.

Αντίθετα, η εισφορά ύψους 20% επιβαρύνει κανονικά όσους εργάζονται ως μισθωτοί σε έναν εργοδότη και παράλληλα διατηρούν σχέση εργασίας με μπλοκ παροχής υπηρεσιών σε άλλο «αντισυμβαλλόμενο». Για την αμοιβή από το ΔΠΥ, ο ασφαλισμένος θα πρέπει να καταβάλλει το 20% του εισοδήματός του, ως ασφαλιστική εισφορά. Εάν όμως το μπλοκ παροχής χρησιμοποιείται για τον ίδιο εργοδότη, τότε ο ασφαλισμένος θα πληρώνει μόνο το 6,67% για το σύνολο του εισοδήματός του.

Το πρόβλημα ανακύπτει από την στιγμή που ο αντισυμβαλλόμενος δεν αποδέχεται την εξαρτημένη σχέση εργασίας και δεν αποδέχεται να καταβάλλει το ποσοστό της εισφοράς (13,33%) που του αναλογεί. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, που ο αντισυμβαλλόμενος δεν υποβάλλει την απαραίτητη Αναλυτική Περιοδική Δήλωση (ΑΠΔ), τότε ο ασφαλισμένος πρέπει να υποβάλλει υπεύθυνη δήλωση στον ΕΦΚΑ. Εάν ο αντισυμβαλλόμενος διαφωνεί τότε με τη σειρά του υποβάλλει αντιρρήσεις επίσης στον ΕΦΚΑ. Μέχρι να επιλυθεί η διαφορά από τα αρμόδια όργανα του νέου υπερ – ταμείου κύριας ασφάλισης, οι εισφορές θα υπολογίζονται για τον ασφαλισμένο ως μη μισθωτός, άρα θα πληρώνει το 20%, στο σύνολό του.

Στην ίδια εγκύκλιο επισημαίνεται ότι το ανώτατο όριο αποδοχών για τον υπολογισμό των ανάλογων ασφαλιστικών εισφορών, είναι για περιπτώσεις ασφαλισμένων με ετήσια διάρκεια σύμβασης, το ποσό των 70.320 ευρώ. Για συμβάσεις όμως, που έχουν μικρότερη διάρκεια του ενός έτους, οι εισφορές θα υπολογίζονται αναλογικά ανά μήνα, ανάλογα με τη συμφωνημένη αμοιβή με ανώτατο όριο τα 5.860 ευρώ. Εάν όμως η αμοιβή υπολείπεται και της ελάχιστης βάσης υπολογισμού εισφορών (δηλαδή τα 586,8 ευρώ), τότε ο ασφαλισμένος θα πρέπει να καταβάλλει τις κατώτατες εισφορές, δηλαδή 117,2 ευρώ το μήνα, κατά το χρόνο της ετήσιας εκκαθάρισης της ασφαλιστικής του υποχρέωσης.

Στην εγκύκλιο τονίζεται ότι ο ασφαλισμένος πρέπει στο Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών που εκδίδει να αναγράφει προς τον εργοδότη του (αντισυμβαλλόμενο ακριβέστερα), ότι υπάγεται στη συγκεκριμένη ρύθμιση για το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών που θα δικαιούται. Έτσι, ο αντισυμβαλλόμενος υποχρεώνεται να υποβάλλει Αναλυτική Περιοδική Δήλωση (ΑΠΔ) για τον ασφαλισμένο και να κατανέμει την αμοιβή του ασφαλισμένου, ανάλογα με τη διάρκεια της σύμβασης.

Στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος στη διάρκεια ενός έτους, είτε αποκτήσει περισσότερους από δύο, είτε δεν έχει κανένα αντισυμβαλλόμενο, τότε για το διάστημα που έπεται της έκπτωσης από την σχετική ρύθμιση, θα καταβάλλει εισφορές στο 20% του εισοδήματός του, ως μη μισθωτός. Εάν για παράδειγμα προκύψει και τρίτος αντισυμβαλλόμενος στη διάρκεια ενός έτους, ο ασφαλισμένος πρέπει να υποβάλλει σχετική αίτηση – δήλωση στον ΕΦΚΑ, που θα ενημερώνει για την αλλαγή αυτή έτσι ώστε να μεταβληθεί το μητρώο του και να αλλάξει ο τρόπος καταβολής εισφορών και το ύψος τους. Σε κάθε περίπτωση στο τέλος κάθε έτους θα

πραγματοποιείται εκκαθάριση και συμψηφισμός μεταξύ των καταβληθεισών κατά τους ανωτέρω μήνες εισφορών και των οφειλόμενων εισφορών, με βάση το πραγματικό εισόδημα που προκύπτει από την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας (όπως αυτό προκύπτει από το πιο πρόσφατο εκκαθαρισμένο φορολογικό έτος).

Σημειώνεται ότι οι δικηγόροι με έμμισθη εντολή δεν θα εντάσσονται σε αυτό το καθεστώς ρύθμισης. Επίσης, στην ίδια διάταξη δεν υπάγονται οι εταίροι και συνεργάτες δικηγορικών εταιριών, οι οποίοι καταβάλλουν εισφορές με βάση το άρθρο 39 (ως μη μισθωτοί).

Ως αντισυμβαλλόμενοι, λογίζονται και ένα ή περισσότερα νομικά πρόσωπα τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με κοινή επιχειρηματική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή άσκησης αυτής. Η κοινή επιχειρηματική δραστηριότητα συνίσταται στον κοινό οικονομικό σκοπό που επιδιώκεται από τον αντισυμβαλλόμενο μέσω των κάθε είδους νομικής μορφής δραστηριοτήτων και συνιστά απόρροια των κατά περίπτωση πραγματικών στοιχείων. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι τέτοια τεκμήρια προκύπτουν όταν διαφορετικές επιχειρήσεις ανήκουν στο ίδιο πρόσωπο, λειτουργούν στον ίδιο χώρο, με τον ίδιο μηχανολογικό εξοπλισμό, απασχολούν από κοινού το ίδιο προσωπικό, είτε τα στοιχεία αυτά συντρέχουν σωρευτικά είτε όχι.

Παραδείγματα

α. Μηχανικός παρέχει υπηρεσίες σε μία τεχνική εταιρία και σε μία τράπεζα για διάστημα 10 μηνών. Για αυτές τις δύο δραστηριότητες εκδίδει δελτίο παροχής υπηρεσιών, 20.000 ευρώ και 10.000 ευρώ αντιστοίχως. Από τη διάρκεια και τη φύση των παρεχόμενων υπηρεσιών προκύπτει ότι αυτές δεν είναι ευκαιριακής μορφής, αλλά αντιθέτως απαιτούν διαρκή απασχόληση.

Ως εκ τούτου, ο ως άνω ασφαλισμένος υπάγεται στη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39. Συνεπώς, για κάθε μία από τις ως άνω δραστηριότητες υπολογίζονται εισφορές ως εξής: Για την πρώτη, το ποσό της συμφωνηθείσας αμοιβής επιμερίζεται στους μήνες που διαρκεί η σύμβαση, επομένως σε κάθε μήνα αντιστοιχεί αμοιβή ύψους 2.000 ευρώ. Επ’ αυτής υπολογίζονται εισφορές ύψους 20% για τον κλάδο κύριας σύνταξης, κατανεμημένο κατά 6,67% σε βάρος του ασφαλισμένου και κατά 13,33% σε βάρος του αντισυμβαλλόμενου (τεχνικής εταιρίας).

Για τη δεύτερη, το αντίστοιχο ποσό της μηνιαίας αμοιβής ανέρχεται σε 1.000 ευρώ, στο οποίο και θα υπολογιστούν εισφορές κατά όμοιο τρόπο. Είναι ευνόητο ότι κατά τον ίδιο τρόπο επιμερίζονται οι εισφορές για τον κλάδο περίθαλψης, επικουρικής ασφάλισης και εφάπαξ παροχής.

β. Γιατρός παρέχει υπηρεσίες σε ιδιωτική κλινική, με σύμβαση ετήσιας διάρκειας, και αμοιβή ύψους 80.000 ευρώ, για την οποία εκδίδει τρία ΔΠΥ. Η εν λόγω κλινική αποτελεί τον μόνο αντισυμβαλλόμενο του συγκεκριμένου ασφαλισμένου-ιατρού, επομένως αυτός υπάγεται στη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39. Ανεξαρτήτως του αριθμού των ΔΠΥ στις οποίες επιμερίζεται η συμφωνηθείσα αμοιβή, καταβάλλονται εισφορές με βάση το ανώτατο ετήσιο όριο των 70.320 ευρώ, με δεδομένο ότι η οικεία σύμβαση είναι ετήσιας διάρκειας.

Αν η ως άνω σύμβαση ήταν διάρκειας 10 μηνών, τότε η συμφωνηθείσα αμοιβή θα αντιστοιχούσε σε 8.000 ευρώ/μήνα, συνεπώς οι εισφορές θα υπολογίζονται επί της ανώτατης μηνιαίας βάσης υπολογισμού των 5.860,8 ευρώ. Στην τελευταία περίπτωση, και με δεδομένο ότι δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις της παρ. 9 του άρθρου 39, ο εν λόγω ασφαλισμένος θα καταβάλει κανονικά εισφορές με βάση το άρθρο 39 (ως μη μισθωτός) για τους υπόλοιπους δύο μήνες του έτους.

γ. Γιατρός παρέχει υπηρεσίες σε ιδιωτική κλινική, με σύμβαση διάρκειας 10 μηνών για την οποία εκδίδει ΔΠΥ αξίας 5.000 ευρώ. Με δεδομένο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρ. 9 του άρθρου 39, το ποσό της συμφωνηθείσας αμοιβής επιμερίζεται στους μήνες που διαρκεί η σύμβαση, επομένως σε κάθε μήνα αντιστοιχεί αμοιβή ύψους 500 ευρώ.

Επ’ αυτής υπολογίζονται εισφορές αντιστοίχως κατανεμημένες σε βάρος του ασφαλισμένου και σε βάρος του αντισυμβαλλόμενου κατά τα ως άνω αναφερθέντα. Επιπροσθέτως, για το ποσό που υπολείπεται της ελάχιστης μηνιαίας βάσης υπολογισμού των αυτοαπασχολουμένων (586,08-500=86,08 ευρώ), ο ασφαλισμένος καταβάλλει εισφορές με βάση το άρθρο 39 (ως μη μισθωτόςδ. Λογιστής εργάζεται ως μισθωτός σε εταιρία και παρέχει παράλληλα υπηρεσίες σε άλλη εταιρία με ΔΠΥ. Ο εν λόγω ασφαλισμένος δεν υπάγεται στη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39, αλλά σε αυτή του άρθρου 36 περί πολλαπλής δραστηριότητας. Επομένως, για τις αποδοχές του από τη μισθωτή εργασία υπολογίζονται εισφορές με βάση το άρθρο 38, για το δε εισόδημά του από την ελεύθερη άσκηση επαγγέλματος (ΔΠΥ) καταβάλλει εισφορές με βάση το άρθρο 39 (ως μη μισθωτός).

ε . Ο ίδιος ως άνω ασφαλισμένος που εργάζεται ως μισθωτός σε εταιρία, λαμβάνει και επιπλέον αποδοχές από την ίδια εταιρία με ΔΠΥ. Στην περίπτωση αυτή, ομοίως δεν υπάγεται στη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39, αλλά για το σύνολο του εισοδήματος από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 38. Συνεπώς, επί του εισοδήματος αυτού υπολογίζονται εισφορές μισθωτού και, επομένως, η εταιρία καταβάλει τις εισφορές εργοδότη που αντιστοιχούν στο σύνολο του εισοδήματος (αποδοχές από μισθωτή εργασία και εισόδημα από ΔΠΥ

Documento Newsletter