Οφείλουμε υποκλινόμενοι να πούμε ότι σήμερα οι γυναίκες-δημιουργοί καθορίζουν την τέχνη και τη σκέψη του 21ου αιώνα, προαναγγέλλοντας την τέχνη και τη σκέψη του 22ου.
«Γυναίκα, πείσμα της Ασίας» υποτονθορύζει εντός μου ο ποιητής Νίκος Καρούζος, ενώ επίμονα επανέρχεται ο αγέρωχος αφορισμός της φιλοσόφου Εμπνερ-Εσενμπαχ «μια έξυπνη γυναίκα έχει εκ προοιμίου εκατομμύρια εχθρούς: όλους τους ηλίθιους άντρες», καθώς στο πικάπ γυρίζει το «Banga» της Πάτι Σμιθ, ενώ δώδεκα ώρες αδιαλείπτως είμαι καταβυθισμένος στο μεγαλειώδες μυθιστόρημα «Θάλασσα, θάλασσα» της Αϊρις Μέρντοχ και κλωθογυρίζει στο μυαλό μου η απόφανση/διαπίστωση, λίαν τεκμηριωμένη, ότι η Λούσι Ελμαν, η Ολγα Τοκάρτσουκ και η Τζένυ Ερπενμπεργκ προλογίζουν τη μυθιστοριογραφία των επομένων δεκαετιών. Κι άλλωστε, εκείνος ο άλλος δήλωσε: «Είμαι κορίτσι όταν γράφω».
Για πάμε πάλι: «Είσαι μια ήπειρος του στήθους απ’ τα βάθη των φυλών / είσαι πλανόδια σαν το φεγγάρι / ο πόνος είναι πλοκαμός κι η αγάπη σου υδράργυρος / γυναίκα, πείσμα της Ασίας. / Οταν αφήνεις ένα βλέμμα στις κοιλάδες να ωριμάζει / καθώς οι άνεμοι το ταξιδεύουν ως τα ύψη / νέμεσαι τα κλαδιά και χύνεις δηλητήρια μες στο φεγγάρι. / Μόνη σα φόνος κατοικείς τη συνείδηση / συνωμοτώντας αντίκρυ στις θεότητες των πουλιών / εσύ με μαύρα ποταμικά μαλλιά / εσύ πάλι και πάλι με σκοτεινά μάτια» (Καρούζος). Και Μαρί φον Εμπνερ-Εσενμπαχ, μια υπερδυναμική ιέρεια της κοινωνικής φιλοσοφίας, ειρωνική και αδέκαστη απέναντι στις πατριαρχικές μετριότητες, που έζησε ανάμεσα στα 1830 και 1916 ογδόντα έξι συναπτά έτη και έφτασε να πει: «Οταν δεν μιλά η καρδιά μου σωπαίνει και το μυαλό μου, λέει η γυναίκα. Σώπα, καρδιά, να πάρει τον λόγο το μυαλό, λέει ο άντρας» (Marie von Ebner-Eschenbach, «Αφορισμοί», μτφρ. Σπύρος Δοντάς, εκδ. Στιγμή, σ. 52).
Και Αϊρις Μέρντοχ (Jean Iris Murdoch, 1919-1999), μια σθεναρή δρομέας μεγάλων χρονικών αποστάσεων, μέλος του ΚΚ Μεγάλης Βρετανίας για ένα διάστημα, πάντα εμμένουσα στον κομμουνισμό, Ιρλανδή μυθιστοριογράφος και φιλόσοφος· καθηλώνει τον αναγνώστη με τις 915 σελίδες του λογοτεχνικού μαμούθ «Θάλασσα, θάλασσα» (μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Gutenberg), προσφέροντας μια ανατομία ακριβείας του ψυχισμού αντρών και γυναικών, μετερχόμενη γαστρονομικούς και φιλοσοφικούς τρόπους έμπλεους χιούμορ και διεισδυτικότητας.
Και Λούσι Ελμαν (Lucy Ellmann, 18 Οκτωβρίου 1956), που δίπλα στην Τοκάρτσουκ (Olga Tokarczuk, 29 Ιανουαρίου 1962) και την Ερπενμπεκ (Jenny Erpenbeck, 12 Μαρτίου 1967), των οποίων τα βιβλία κυκλοφορούν, εξαισίως μεταφρασμένα, από τις εκδ. Καστανιώτη, αποδεικνύει με το αδιανόητα αβανγκάρντ αριστούργημα «Ducks, Newburyport» (εκδ. Galley Beggar Press, 2019) ότι η γυναικεία γραφή είναι στην πρώτη γραμμή του λογοτεχνικού πυρός. Απαρτιζόμενο από 1.030 σελίδες, το έργο αυτό αποτελεί επίτευγμα συγκερασμού υψηλής τεχνικής, καταβύθισης στην καθημερινότητα, σπουδαίας λεκτικής ρυθμολογίας. Το «Ducks, Newburyport» αποτελείται από μία και μόνο φράση, με τρεις παραγράφους όλες κι όλες και με την πρόταση «το γεγονός ότι» (the fact that) να επαναλαμβάνεται πάνω από 19.000 φορές!
Διαρκώς ανατρέχω στα βιβλία και στην προσωπικότητα της Φλερ Γιέγκι (Fleur Jaeggy, 31 Ιουλίου 1940), η οποία κλείνει τα ογδόντα τέσσερα φέτος, παραμένει θαλερά δημιουργική και μας εντυπωσιάζει με λογοτεχνήματα όπως τα: «Είμαι ο αδελφός της ΧΧ», «Τα μακάρια χρόνια της τιμωρίας», «Τα αγάλματα του νερού», και «Προλετέρκα» (όλα μεταφρασμένα από τον Σταύρο Παπασταύρου για τις εκδ. Αγρα)· και, φυσικά, της ανυπέρβλητης Ετέλ Αντνάν (Etel Adnan, 1925-2021) που δεν έπαυσε να γράφει μέχρι τα ενενήντα έξι της! Βιβλία της έχουν μεταφράσει ανεπίληπτα οι Σπύρος Γιανναράς, Βασιλική Γκέτσιου και Λίζυ Τσιριμώκου, ενώ τα έχει εκδώσει κομψά ο παίκτης/ρέκτης Σταύρος Πετσόπουλος στην Αγρα.
Μέσα από έντονες αλλά οξυδερκείς συνομιλίες με την ποιήτρια Καλλιόπη Αλεξιάδου γνώρισα το έργο γυναικών (Κουσάμα, Αμπανακόβιτς, Ασάουα κ.ά) που διακονούν την τέχνη με ένα δυναμισμό ο οποίος υπερβαίνει τα ηλικιακά όρια και επικυρώνει τη ρήση ότι η τέχνη είναι η νιότη του κόσμου, η λυτρωτική παράταση της παιδικότητας μέσα στο γήρας.
Η Γιαγιόι Κουσάμα, γεννημένη στις 22 Μαρτίου 1929, ενενήντα πέντε ετών σε λίγο, συνθέτει ένα πολύπτυχο έργο περιπλανώμενη από την επιτέλεση και τη ζωγραφική στην ποίηση και στο μυθιστόρημα, μπολιάζοντάς το με αυτοβιογραφικά στοιχεία, φιλοσοφικό στοχασμό, αιχμηρό ερωτισμό και μεταλλικό χιούμορ.
Η Μαγκνταλένα Αμπακάνοβιτς (Magdalena Abakanowicz, 19302017), στα ογδόντα εφτά χρόνια που διένυσε, με πανίσχυρο πείσμα και ιδιοφυείς χειρονομίες πλούτισε την τέχνη, στήνοντας γλυπτά σε δημόσιους χώρους, παίζοντας με υλικά όπως το μέταλλο, το ξύλο και το ύφασμα.
Η Ρουθ Ασάουα (Ruth Aiko Asawa, 1926-2013), επίσης διανύοντας ογδόντα εφτά χρόνια ζωής, εργάστηκε με το σύρμα, το χαρτί, και τις εκτυπώσεις, παράγοντας άνθη και φυτά, εμμένοντας σε έναν οικολογικό λεπταίσθητο μινιμαλισμό.